Η μάχη που δίνει ο πλανήτης κατά των διαδοχικών κρίσεων που εμφανίζονται λόγω της κλιματικής αλλαγής δεν είναι εύκολη. Τα εντελώς διαφορετικά σημεία οικονομικής και κοινωνικής αναφοράς από τα οποία ξεκινούν μια σειρά από χώρες, δεν μας επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι. Αφού η κλιματική κρίση δεν σημαίνει για όλους το ίδιο.
Όπως είχε σημειωθεί σε προηγούμενο άρθρο με τίτλο «Μπορεί να νικηθεί η κλιματική κρίση;», η μοναδική οδός για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι η αναχαίτιση και επιβράδυνση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Και αυτό είναι κάτι που απαιτεί την μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, του γνωστού σαν (CO2) σε μηδενικά επίπεδα. Παράλληλα απαιτεί και τη ραγδαία μείωση των εκπομπών και των υπολοίπων αερίων του θερμοκηπίου, όπως είναι το μεθάνιο που εκλύεται σε μεγάλες ποσότητες στις κτηνοτροφικές μονάδες, το υποξείδιο του αζώτου που παράγεται από τα αζωτούχα λιπάσματα που είναι απαραίτητα στη γεωργία, καθώς και τα φθοριούχα αέρια που παράγονται μέσω βιομηχανικής και καταναλωτική χρήσης.
Έτσι κάθε χώρα ανάλογα με το επίπεδο της οικονομικής της ανάπτυξης, το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της και το βαθμό της συνειδητοποίησης και προτεραιοποίησης της έννοιας της κλιματικής αλλαγής και των κινδύνων που απορρέουν από αυτήν, επιλέγει τα εργαλεία που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της.
Και όπως εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις, ακόμα και ανάμεσα στις μεγαλύτερες οικονομίες που πλανήτη όπως είναι τα μέλη του G20 και οι χώρες που θα συμμετάσχουν στο COP28, που θα λάβει χώρα στα Ηνωμένα Εμιράτα στα πλαίσια της UNFCCC.
Ειδικότερα, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, παρουσιάζουν φαινόμενα δυσανεξίας, απέναντι στη λήψη αυστηρών μέτρων, που θα επιβραδύνουν την αναπτυξιακή τροχιά τους και την απομάκρυνσή τους από την ακραία φτώχεια.
Άλλες χώρες όπως είναι η Ινδία συμφωνούν με τις δεσμεύσεις, αλλά στην πράξη αδυνατούν να υιοθετήσουν πολιτικές μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου λόγω της ραγδαίας βιομηχανικής και οικονομικής τους ανάπτυξης, που στην παρούσα φάση μπορεί να στηριχθεί μόνο στα ορυκτά καύσιμα. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Σε άλλη κατηγορία ανήκει η Σαουδική Αραβία που επ’ ουδενί, δεν θέλει να σκοτώσει «την κότα που γεννά τα χρυσά αυγά», δηλαδή την ανάγκη της παγκόσμιας οικονομίας για πετρέλαιο, αφού κάτι τέτοιο θα αποσταθεροποιούσε το καθεστώς μέσα στο ίδιο το Βασίλειο.
Τέλος, υπάρχει και ο παράγοντας Ρωσία, που χωρίς τα ορυκτά της καύσιμα θα καταρρεύσει, αφού στηρίζεται στο πλούσιο υπέδαφος της και μόνο. Για αυτόν το λόγο, χειραγωγεί μαζί με την Σαουδική Αραβία τις τιμές του αργού πετρελαίου.
Σε πρόσφατη συνέντευξη της η Mari Pangestu, που ήταν πρώην διευθύνουσα σύμβουλος της World Bank σε θέματα ανάπτυξης, ανέφερε πως το ετήσιο κόστος για τη μετάβαση σε μια οικονομία που θα μπορεί να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, θα ανέρχεται μόνο για τις αναπτυσσόμενες χώρες από $1 τρισ. έως $3 τρισ. Φυσικά, το ζήτημα της χρηματοδότησης αυτού του γιγαντιαίου ποσού, δεν βρίσκει ανταπόκριση. Οι αναπτυσσόμενες χώρες προτάσσουν στην εξίσωση «ανάπτυξη – αντιμετώπιση κλιματικής αλλαγής» τη λέξη ανάπτυξη και αυτό είναι απολύτως λογικό γι’ αυτές. Οι δε ανεπτυγμένες χώρες προτάσσουν την ανάγκη της ανάσχεσης της κλιματικής κρίσης.
Δηλαδή αναφερόμαστε σε διαφορετικές αντιλήψεις, σε διαφορετικές ανάγκες και σε διαφορετικές προτεραιότητες. Με βάση αυτήν την εικόνα το κενό της χρηματοδότησης αυτού του κολοσσιαίου εγχειρήματος για την πράσινη μετάβαση σε όλο τον πλανήτη, παραμένει. Οι αναπτυσσόμενες χώρες αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την μετάβαση. Οι φορολογούμενοι των ανεπτυγμένων χωρών ήδη επωμίζονται σημαντικά κόστη που αφορούν την κλιματική αλλαγή και την αντιμετώπισή της. Κάτι που έχει οδηγήσει σε κοινωνική δυσαρέσκεια και σε μεγάλο βαθμό στην απαξίωση της ίδιας της ανάγκης της πράσινης μετάβασης, όπως αυτή δρομολογείται. Και το ερώτημα παραμένει. Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό των τρισεκατομμυρίων που θα απαιτηθούν για την αναχαίτιση και επιβράδυνση της υπερθέρμανσης του πλανήτη;