Οι ασυνάρτητες δηλώσεις των ηγετικών στελεχών του Σύριζα σχετικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού, ασφαλώς και έχουν τη σημασία τους. Διότι για ακόμα μια φορά η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλού πατάει και αλλού βρίσκεται. Μετά από ένα άτσαλο παιχνίδι λαϊκίστικης πλειοδοσίας, ο Σύριζα κατέληξε πως η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ανεπαρκής και ψηφοθηρική.
Έτσι από τη μια θεωρεί πως η αύξηση είναι ανεπαρκής, δηλαδή πως η αύξηση θα έπρεπε να υπερβαίνει τον πληθωρισμό και τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας και από την άλλη πως είναι ψηφοθηρική, δηλαδή πως η αύξηση δεν ήταν αναγκαία, αλλά πραγματοποιήθηκε εν όψει των εκλογών. Αντιφατικές δηλώσεις και εκτιμήσεις που φανερώνουν όχι μόνο την τρικυμία της οικονομικής σκέψης, αλλά και την πλήρη ανεπάρκεια των ανθρώπων που σχεδιάζουν τον εκλογικό πρόγραμμα του Σύριζα.
Για αυτόν τον λόγο η πρόταση του Σύριζα για τον κατώτατο μισθό που τον Σεπτέμβριο βρισκόταν στα €800, μόλις πριν λίγες ημέρες είχε φτάσει στα €880. Δηλαδή ο Σύριζα υποστήριζε και υποστηρίζει πως η αύξηση στον κατώτατο μισθό θα έπρεπε να ήταν της τάξης του +23,4% από τα €713 στα €880. Η αναζήτηση της λογικής που βρίσκεται πίσω από το +23,4%, είναι αδύνατη. Ωστόσο στο μυαλό μας έρχεται η παλιά υπόσχεσή του Αλέξη Τσίπρα για κατώτατο μισθό στα €751, που κατέληξε να γίνει €650 λίγο πριν από τις εκλογές του 2019.
Ο νέος κατώτατος μισθός φέρνει την Ελλάδα στην 9η θέση όσον αφορά το ύψους του, σε ολόκληρη την Ευρώπη. Διότι το €780 καταβάλλεται 14 φορές σε ετήσια βάση, λόγω δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας. Οπότε για να είναι συγκρίσιμο το μέγεθος με τους κατώτατους μισθούς των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών που δεν έχουν δώρα και επιδόματα αδείας, θα πρέπει να υπολογιστεί: €780x(14/12)= €910.
Έτσι η χώρα μας βρίσκεται στην 9η θέση ανάμεσα σε 22 χώρες. Στις πρώτες θέσεις βρίσκονται το Λουξεμβούργο με €2.387, η Γερμανία με €1.981, το Βέλγιο με €1.955, η Ολλανδία με €1.934 και η Ιρλανδία με €1.910.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού καλύπτει περίπου 585 χιλιάδες εργαζόμενους από 650 χιλιάδες που κάλυπτε προ τριετίας. Αυτό δείχνει πως οι επιχειρήσεις έχουν προβεί σε αυξήσεις εν τω μεταξύ. Δηλαδή πως η ανάπτυξη επέτρεψε στις επιχειρήσεις να προσφέρουν αυξήσεις στους υπαλλήλους τους. Διότι ως γνωστόν οι μισθοί δεν διαμορφώνονται σε ένα δοκιμαστικό σωλήνα ή σε ένα εργαστήριο, αλλά στο περιβάλλον της πραγματικής οικονομίας.
Οι μισθοί δεν αποτελούν στις ημέρες μας μια διαμάχη συμφερόντων ανάμεσα στις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους. Και δεν μπορούν να καθορίζονται ούτε με κυβερνητικές εντολές, ούτε με κεντροποιημένες αποφάσεις. Στο άρθρο «Πώς ανεβαίνουν οι μισθοί των εργαζομένων;», είχαμε αναφερθεί στο παράδειγμα της αύξησης των μισθών στο χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας, των συμβουλευτικών υπηρεσιών και των ερευνητικών κέντρων. Όπου οι αυξήσεις είναι αποτέλεσμα αφ’ ενός της αναπτυξιακής πορείας και αφ’ ετέρου της αυξανόμενης ζήτησης για εξειδικευμένους εργαζόμενους.
Είναι λογικό οι επιχειρήσεις να προσφέρουν υψηλότερους μισθούς για να κρατούν ικανοποιημένους τους εργαζόμενους τους, για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους, για να μην τους χάσουν και να μην πάνε στον ανταγωνισμό.
Οι κυβερνήσεις θεωρούν πως ο κατώτατος μισθός αποτελεί ένα εργαλείο άσκησης «κοινωνικής πολιτικής» και «δικαιοσύνης». Και πως ο κατώτατος μισθός προστατεύει τα εισοδήματα από τον πληθωρισμό. Είναι πράγματι ένα μέτρο προστασίας. Που είναι όμως βραχυπρόθεσμο. Διότι εξασφαλίζει ένα κατώτατο επίπεδο αμοιβής, ωστόσο δεν εξασφαλίζει τις θέσεις εργασίας.
Διότι η θέση απασχόλησης και η αμοιβή που τη συνοδεύει, εξαρτάται από τη παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα της θέσης. Από τις ευθύνες που απορρέουν από αυτήν και από το αποτέλεσμα. Αυτά είναι τα βασικά κριτήρια.
Ακούμε βέβαια πως η αύξηση του κατώτατου μισθού χορηγείται για να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι τον πληθωρισμό. Ωστόσο αυτό έχει και αρνητικό αποτέλεσμα. Διότι η αύξηση του μισθολογικού κόστους, που συμπαρασύρει μια σειρά από επιδόματα και υπερωρίες, συντελεί στην ανατροφοδότηση του κύματος των ανατιμήσεων του ενεργειακού κόστους, του κόστους των βιομηχανικών πρώτων και άλλων. Με αποτέλεσμα να έχουμε την εικόνα του σκύλου που κυνηγάει τη ουρά του.
Γενικότερα η απόφαση της κυβέρνησης ισορροπεί πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, ανάμεσα στις αντοχές των επιχειρήσεων και τις ανάγκες των εργαζομένων. Είναι λογικό αφού η ανταγωνιστικότητά της οικονομίας έχει βελτιωθεί κι η ανάκαμψή της χώρας αναμένεται να συνεχιστεί. Αποτελεί ίσως και συνέχεια των κυβερνητικών μέτρων για την προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών όπως είναι οι επιδοτήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος, της αγοράς καυσίμων, των ειδών supermarket και άλλων.
Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση άλλος αποφάσισε και άλλος πληρώνει. Οπότε ελπίζουμε πως οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών, δεν θα αποτελέσουν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τις επιχειρήσεις που αγωνιούν για το μέλλον τους. Διότι οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό απασχολούνται στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και όχι στις πολυεθνικές εταιρείες ή στους οικονομικούς κολοσσούς.
Κλείνοντας θα αναφέρουμε μια φράση από το βιβλίο «Οικονομικά σε ένα μάθημα» του Henry Hazlitt. «Ο καλύτερος τρόπος για να αυξηθούν οι μισθοί είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας». Διαφορετικά θα έχουμε αύξηση του μισθολογικού λειτουργικού κόστους, χωρίς καμία βελτίωση του παραγωγικού αποτελέσματος. Για να το μεταφέρουμε στο σήμερα, μετά από τη κυβερνητική απόφαση κάθε θέση απασχόλησης που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, θα έχει επιπλέον μια νέα ετήσια επιβάρυνση της τάξης των €1.154, δίχως να υπάρχει εκ προοιμίου μια αντίστοιχη αύξηση των εσόδων που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη θέση.