Η υποχώρηση του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τα τοπικά υψηλά των 1.121,83 μονάδων, που είναι απολύτως λογική μετά την παρατεταμένη άνοδο από την αρχή του έτους, έχει οδηγήσει τους επενδυτές σε μια σειρά ερωτημάτων. Προς το παρόν δεν αμφισβητείται η δυναμική που έχει διαμορφωθεί από το 2022. Ωστόσο, η διόρθωση προβληματίζει.
Ο καταλύτης του 2023, ήταν για το Χρηματιστήριο η υπέρβαση του ψυχολογικού επιπέδου των 1.000 μονάδων και η υπεραπόδοση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές όπως είχαμε αναλύσει στο άρθρο «Οι ευρωαγορές και η περίπτωση του Χ.Α.» . Όμως αυτή η θετική αυτονόμηση, έχει και τα όρια της, αφού οι θεσμικοί επενδυτές από το εξωτερικό, πάντα συγκρίνουν τα ρίσκα και τις αποδόσεις του λαμβάνουν.
Σαν αποτέλεσμα, η προχθεσινή πτώση της Wall Street και τα απόνερα της, που επηρέασαν τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια αποτέλεσαν μια ευκαιρία συγκρίσεων των αποτιμήσεων και των προοπτικών. Και μια ευκαιρία συναισθηματικής και ψυχολογικής αποφόρτισης.
Οπότε ας βάλουμε τη λογική να δουλέψει για εμάς. Οι τιμές των μετοχών ακολουθούν μια ανοδική πορεία που στηρίζεται στο ισχυρό αγοραστικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό. Που με τη σειρά του, εδράζεται πάνω σε 3 σημεία κλειδιά.
Το πρώτο είναι η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που θα δώσει ένα τέλος στη μακρινή διαδρομή που είχε ξεκινήσει το 2012. H Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο ΒΒ+ της Fitch (27/01/2023), στο BB+ της S&P (22/04/2022), στο BB(high) της DBRS (18/03/2022) και στο Ba3 της Moody’s (0611/2020). Δηλαδή ένα μόλις βήμα από την επίτευξη του στόχου.
Το δεύτερο σημείο είναι η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, από τις μετοχικές συμμετοχές που κατέχει στις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Η μεταβίβαση των μετοχών που ουσιαστικά βρίσκονται στα χέρια του Δημοσίου, αναμένεται να γίνει σε υψηλότερα επίπεδα τιμών. Τα deαls αυτά που θα οδηγήσουν στην είσοδο νέων ξένων ισχυρών στρατηγικών επενδυτών στη Εθνική Τράπεζα και στην Τράπεζα Πειραιώς αναμένεται να μεταβάλλουν τον εγχώριο τραπεζικό χάρτη.
Και το τρίτο και σημαντικότερο σημείο είναι η συνέχιση της αναπτυξιακής πορείας της χώρας που βασίζεται πάνω στο ξετύλιγμα μιας σθεναρής φιλοεπενδυτικής κυβερνητικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που έχει επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να καταγράψει ρεκόρ νέων επενδύσεων και ένα μεγάλο αριθμό από εξαγορές, επιχειρηματικές συμφωνίες και deals.
Αυτά τα σημεία κλειδιά πιστοποιούν, τον υγιή χαρακτήρα της χρηματιστηριακής ανόδου, που προς το παρόν δεν έχει συγκινήσει πολλούς. Τούτο συμβαίνει διότι ανάμεσα στους Έλληνες πολίτες κυκλοφορεί ακόμα το φάντασμα της φούσκας του 1999 και της καταστροφής των επενδυτών από τις τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις. Οπότε η λαϊκή σοφία πως «ο καμένος από τη σούπα, φυσάει και το γιαούρτι», δρα ανασταλτικά απέναντι στις πρόσφατες χρηματιστηριακές εξελίξεις.
Αν επιχειρήσουμε από όλα τα ανωτέρω να συνθέσουμε ένα παζλ, μπορούμε να εξάγουμε με σχετική ασφάλεια πως το Χρηματιστήριο Αθηνών μπορεί να προσφέρει δυνατότητες ανόδου βασισμένες με ρεαλιστικές προσδοκίες. Οπότε η παρούσα εκτόνωση του ανοδικού κύματος ίσως και να αποτελεί μια ευκαιρία τοποθετήσουν, μόλις φανεί πως οι στηρίξεις αντέχουν και πως οι αγοραστές δεν έχουν εξαφανιστεί.
Όμως το Χρηματιστήριο Αθηνών δεν είναι αποκομμένο ούτε από τα διεθνή χρηματιστήρια, ούτε από τα παγκόσμια μακροοικονομικά δεδομένα. Επομένως είναι ορατό το ενδεχόμενο της ανατροπής του κλίματος, αν και εφ’ όσον υπάρξει ανατροπή από το εξωτερικό. Πράγμα που δεν αποκλείεται.
Έχει σταθεροποιηθεί το παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό; Όχι. Έχει εξαφανιστεί ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ και στην ΕΕ; Όχι. Έχει απομακρυνθεί το ενδεχόμενο ύφεσης; Όχι. Έχουν υποχωρήσει τα επιτόκια; Όχι. Ίσα – ίσα που οι πρόεδροι της Fed και της ECB αναφέρουν ρητά πως παρά τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης και αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού τα επιτόκια θα συνεχίσουν με ήπιο τρόπο την ανοδική τους πορεία.
«Τούτων γραφέντων», το ποντάρισμα σε περαιτέρω άνοδο του Χρηματιστηρίου είναι λογικό. Με το μυαλό όμως πάντα στην ευρύτερη εικόνα.