Η ανάγκη για εμβολιασμό γίνεται πιο επιτακτική μέρα με τη μέρα. Δυο νέες, πιο μεταδοτικές μεταλλάξεις του ιού, που αρχικά εντοπίστηκαν σε Βρετανία και Ν. Αφρική, εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο. Η σωτηρία της ζωής των ανθρώπων αλλά και των οικονομιών, έγκειται στον γρήγορο εμβολιασμό. Παρά ταύτα, όπως φαίνεται, τα εμβόλια θα παραμείνουν αρκετά σπάνια σε παγκόσμια κλίμακα το 2021 και είναι πιθανό δισεκατομμύρια άνθρωποι να εξακολουθήσουν να μην προστατεύονται από τον κορονοϊό.
Βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο, σύμφωνα με τον Economist. Αν επιτύχει το σχέδιο των εμβολιασμών θα σώσει εκατοντάδες χιλιάδες ζωές. Αν αποτύχει μπορεί να καταστρέψει την πίστη του κόσμου στις κυβερνήσεις του και στα οφέλη της δημόσιας υγείας.
Η Ευρώπη κατέχει τα πρωτεία της καθυστέρησης στους εμβολιασμούς, τουλάχιστον ανάμεσα στις πλούσιες χώρες. Το πανευρωπαϊκό πλάνο του εμβολιασμού των 450 εκατομμυρίων κατοίκων της ΕΕ ξεκίνησε με ρυθμούς… παγετώνα. Αλλά και οι υπόλοιπες πλούσιες χώρες είναι πίσω από τον αρχικό τους σχεδιασμό.
Μόνη εξαίρεση το Ισραήλ, που μέχρι τις 5 Ιανουαρίου είχε ήδη καταφέρει να εμβολιάσει το 16% του πληθυσμού. Συγκριτικά:
- Η Γαλλία έχει εμβολιάσει μόλις το 0.01% του πληθυσμού της.
- Στην Ολλανδία οι πρώτοι εμβολιασμοί χορηγήθηκαν στις 6 Ιανουαρίου.
- Η Γερμανία έχει χορηγήσει 317.000 εμβόλια, δηλαδή το 0.4% του πληθυσμού της.
- Στις ΗΠΑ, μέχρι τις 7 Ιανουαρίου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε αποστείλει 17.3 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, πολύ λιγότερες από τον αρχικό στόχο. Ακόμα κι έτσι, μόλις 5.3 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εμβολιαστεί.
Ας πάρουμε την Ευρώπη. Η καθυστέρηση εξελίσσεται σε πολιτική ωρολογιακή βόμβα σχεδόν σε κάθε χώρα - μέλος. Οι ειδικοί της υγείας κατηγορούν τους πολιτικούς, που με την σειρά τους κατηγορούν ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί αμφιβάλουν αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που συντονίζει την προμήθεια των εμβολίων, στάθηκε τελικά στο ύψος των περιστάσεων και να κάνει σωστά την δουλειά της.
Τρεις βασικοί παράγοντες είναι πίσω από το αργοπορημένο ξεκίνημα της Ευρώπης:
- Οι εγκρίσεις των εμβολίων καθυστέρησαν περισσότερο απ’ όσο αναμενόταν αρχικά. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έμεινε κάποιες εβδομάδες πίσω από τους αντίστοιχους Οργανισμούς σε Βρετανία και Αμερική. Η ΕΕ έδωσε την έγκριση για το εμβόλιο της Pfizer στις 22 Δεκεμβρίου, τρεις εβδομάδες μετά την Βρετανία και 10 ημέρες μετά τις ΗΠΑ. Στις 6 Ιανουαρίου ενέκρινε το εμβόλιο της Moderna και το εμβόλιο της AstraZeneca, που η Βρετανία ήδη χορηγεί, δεν αναμένεται στην Ευρώπη πριν από τον Φεβρουάριο. Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι λένε ότι μπορεί η διαδικασία ελέγχων και έγκρισης που έχει η ΕΕ να παίρνει περισσότερο χρόνο, αλλά είναι πιο ενδελεχής.
- Ο δεύτερος λόγος αφορά στην προμήθεια των εμβολίων. Οι χώρες της ΕΕ αποφάσισαν νωρίς να αγοράσουν εμβόλια, χρησιμοποιώντας το ειδικό βάρος του μπλοκ για να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους και φθηνότερες τιμές. Έτσι, όμως, η Ευρώπη παρήγγειλε συγκριτικά λιγότερες δόσεις από το ακριβό εμβόλιο της Pfizer. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λέει ότι έχει παραγγείλει περί τα 2 δισ. δόσεις συνολικά κι από τα τρία εμβόλια, αλλά ουσιαστικά η ΕΕ θα πρέπει να περιμένει το - φθηνότερο - εμβόλιο της Astra Zeneca για να μπορέσει να εμβολιάσει μεγάλους αριθμούς ανθρώπων.
- Ο τρίτος παράγοντας έχει να κάνει με τα logistics, την διανομή δηλαδή των εμβολίων, που τον έλεγχο έχουν κυρίως οι εθνικές κυβερνήσεις. Εδώ η κάθε χώρα είχε να αντιμετωπίσει τις ιδιαιτερότητες του δικού της συστήματος υγείας, αλλά και των κομματικών τριβών. Η Γαλλία, για παράδειγμα, όπου μόλις το 40% του πληθυσμού δήλωνε πρόθυμο να υποβληθεί σε εμβολιασμό, επικεντρώθηκε περισσότερο στο να επιτευχθεί συναίνεση για το εμβόλιο παρά στο να ξεκινήσει γρήγορα τους εμβολιασμούς.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εκτιμούν, σύμφωνα με τον Economist, ότι θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον Απρίλιο για να εφαρμοστεί ουσιαστικά η στρατηγική των μαζικότερων εμβολιασμών, όταν και θα έχει επιταχυνθεί η διαδικασία παραγωγής και των τριών εμβολίων και θα έχουν «στρώσει» τα όποια προβλήματα στην διανομή τους.
Μπροστά στην αργοπορία, ακούγονται διάφορες ιδέες, όπως το να καθυστερήσει η χορήγηση της δεύτερης δόσης για να μπορέσουν έτσι να χορηγήσουν περισσότερες πρώτες δόσεις, πρακτική που ο ΠΟΥ έκρινε επικίνδυνη.
Μια άλλη ιδέα είναι να στραφούν οι χώρες στο εμβόλιο της Ρωσίας και στα δυο εμβόλια της Κίνας. Μόσχα και Πεκίνο έχουν προσφέρει εμβόλια, κυρίως ως εργαλείο soft power. Αλλά, για να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν, θα πρέπει να διαθέτουν άδεια από μια ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή άλλης χώρας ή από τον ΠΟΥ. Αν κράτη αρχίσουν να παρακάμπτουν τις εγκρίσεις, όπως έκανε η Αργεντινή με το ρωσικό Sputnik V, πολύ λίγοι θα εμπιστευτούν τα εμβόλια, αριθμός μη ικανός για να δημιουργηθεί ανοσία στους πληθυσμούς.
Ωστόσο, υπάρχει και η επιτυχία του Ισραήλ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, υπάρχουν κάποια πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Κατ’αρχήν τα περίπου 9 εκατομμύρια κάτοικοι της χώρας βρίσκονται σε μόλις 21.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Που σημαίνει ότι η διαδικασία διανομής εμβολίου είναι σχετικά απλή, ακόμα και για το εμβόλιο που πρέπει να μεταφέρεται σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.
Επίσης, η δομή τους συστήματος υγείας της χώρας βοηθά πολύ. Η κάλυψη παρέχεται μέσω τεσσάρων επίσημων οργανισμών υγείας, των οποίων η χρηματοδότηση καθορίζεται από το πόσα μέλη - ασφαλισμένους έχουν, οπότε ανταγωνίζονται για να τους προσελκύσουν.
Επιπλέον, όλη η διαδικασία είναι σε μεγάλο βαθμό ψηφιοποιημένη, κάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τις φαρμακευτικές εταιρίες γιατί μπορούν έτσι να έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστα data. Τέλος, η χώρα πλήρωσε, όπως γράφτηκε, περισσότερα ώστε να διασφαλίσει εγκαίρως τα 4 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου της Pfizer.