«Κανείς δε φαντάζεται την έκταση της μοναξιάς σου, τον αφόρητο πόνο στο κεφάλι, τη ναυτία στο στήθος, όταν δεν ξέρεις αν είναι ο ουρανός ή το πηγάδι όπου πρέπει να πέσεις ή απ' όπου να βγεις. Κανείς - κι ούτε έχει σημασία, φτάνει να μη σ' αναζητήσουν αυτοί που σ' εξόρισαν με τόση αγάπη, φτάνει να μη σε εντοπίσουν με ανιχνευτικά και τέτοια για να σε γλιτώσουν. Κανείς δε γνωρίζει την αιτία που γράφεις τρεις λέξεις στον ουρανό σε γλώσσα αρχαία, "Μη μου άπτου" κι ύστερα σβήνεις το "Μη" και γράφεις "Εδώ", ύστερα σβήνεις εδώ κι εκεί, οτιδήποτε μοιάζει τυχαίο, όπως το "Μου". Γιατί κανείς δε φαντάζεται πως όσο μακρύτερα σε εξορίζουν, τόσο κοντύτερα στη χώρα σου βρίσκεσαι. Κανείς, κανείς δεν γνωρίζει το πηχτό, απώτερο σκοτάδι, όπου εσύ τώρα λάμπεις μονάχος και αόρατος.» [Τρεις λέξεις στον ουρανό]
Ο Στρατής Χαβιαράς, τώρα θα συνεχίζει να γράφει στον ουρανό, από τις 8 το πρωί όπου άφησε την τελευταία του πνοή στον Ευαγγελισμό, σε ηλικία 85 ετών, όπως πληροφορηθήκαμε το πρωί όλοι στο διαδίκτυο από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης».
Ο γνωστός συγγραφέας και μεταφραστής, από τις πιο αξιόλογες περιπτώσεις Ελλήνων της Διασποράς, ξεκινώντας από τη Νέα Κίο της Αργολίδας και δουλεύοντας αρχικά στις οικοδομές, έκανε στην πορεία τον γύρο του Κόσμου. Μετανάστευσε το 1967 στην Αμερική, αποφοίτησε από το κολλέγιο Goddard με Master in Fine Arts, και από το 1974, διεύθυνε τη βιβλιοθήκη σύγχρονης ποίησης του πανεπιστημίου Harvard, όπου δίδαξε, διοργάνωσε τακτικές ομιλίες και ποιητικές αναγνώσεις. Στην Αμερική, ίδρυσε και επιμελήθηκε αρκετές περιοδικές εκδόσεις, οι πιο σημαντικές εκ των οποίων είναι τα περιοδικά ποίησης Arion’s Dolphin, Erato και Harvard Review, ενώ διακρίθηκε με τα μυθιστορήματά του "Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα" (βραχεία λίστα National Books Awards και ALA Notable Book) και "Τα ηρωικά χρόνια", τα οποία γράφτηκαν στα αγγλικά, κυκλοφόρησαν στον αγγλόφωνο κόσμο όπου και απέσπασαν διθυραμβικές κριτικές και μεταφράστηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και στη Λατινική Αμερική. Άρθρα και μεταφράσεις του, καθώς και κριτική αξιολόγηση του έργου του δημοσιεύτηκαν σε πολλά αμερικανικά και ευρωπαϊκά έντυπα. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, δίδαξε τη συγγραφική τέχνη (μυθιστόρημα) στο ΕΚΕΜΕΛ ενώ συνεργάστηκε και με το ΕΚΕΒΙ ως διδάσκων και συντονιστής στα Εργαστήρια Τέχνης του Λόγου. Και εκτός από μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων υπήρξε και ενεργό μέλος του Συλλόγου Αμερικανών Συγγραφέων.
Σα να το προαισθανόταν, δήλωνε για τον τελευταίο του μυθιστόρημα: «Με την «Άχνα» ήθελα να κάνω ένα δώρο στον τόπο που είδα το φως και το σκοτάδι... Δεν είναι απλά μυθιστόρημα. Είναι ένα πρωτότυπο και μοναδικό έργο, ίσως το καλύτερο της ζωής μου, ίσως το τελευταίο μου». Κι αναφερόμενος στη μυθιστορηματική διαδρομή του από τη Νέα Κίο Αργολίδας στο Χάρβαρντ: «Μεσολάβησαν είκοσι χρόνια δουλειάς στις οικοδομές και τα δημόσια έργα όπου έμαθα πολλά για τον άνθρωπο και τη ζωή κι ας μην είχα πολλά βιβλία να διαβάζω».
Συνδέοντας αφετηρία και προορισμό είχε πολλά να μας πει, να μας μάθει: «Στο Χάρβαρντ πήγα ζητώντας δουλειά κι αυτή ήταν στην κατώτατη θέση υπαλλήλου της βιβλιοθήκης. Ήθελα να βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον με βιβλία. Σε έξι χρόνια έγινα διευθυντής δυο βιβλιοθηκών του Χάρβαρντ και εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών. Αυτό είναι το Χάρβαρντ: είτε σε κρατάει και σε "αυξάνει" και σε "πληθύνει", είτε σε πετάει και πας αλλού να αναζητήσεις τη μοίρα σου...»
Χωρίς να ξεχνάει, όμως, ποτέ πως: «Πριν το Χάρβαρντ δούλεψα είκοσι χρόνια στις οικοδομές όπου έμαθα πολλά για τον άνθρωπο και τη ζωή κι ας μην είχα πολλά βιβλία να διαβάζω»
Μια πραγματικά μακρινή διαδρομή:
Ο Στρατής Χαβιαράς γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου 1935 στη Νέα Κίο Αργολίδας. Η καταγωγή του και από τους δύο γονείς του είναι από τη Μικρά Ασία. Οι πρόγονοί του μετά τη Μικρασιατική Καστατροφή πήραν το δρόμο της προσφυγιάς και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Κίο της Αργολίδας με την ίδρυση της νέας πόλης το 1927. Παιδί, ο Στρατής Χαβιαράς έζησε τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Ναζί εκτέλεσαν τον πατέρα του Χρήστο το 1944, για την αντιστασιακή δράση του στο ΕΑΜ ενώ η μητέρα του Γεωργία Χατζηκυριάκου εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, και το σπίτι της οικογένειας κατεδαφίστηκε από τα στρατεύματα κατοχής. Ο ίδιος ήταν τότε 9 ετών. Μπήκε στη βιοπάλη στα 13 του έτη, άρχισε να εργάζεται ως οικοδόμος στην Αθήνα και σε δημόσια έργα στην επαρχία. Τα επίπονα σύνδρομα ελλειμματικής προσοχής και δυσλεξίας τα οποία τον βασάνιζαν, δεν κατέστειλαν τη φυσική του κλίση προς τα γράμματα και τη γραφή. Διάβαζε πολύ στο περιθώριο του χρόνου που είχε μετά τη δουλειά, προσπαθούσε μόνος του να αναπληρώσει τα κενά της εκπαίδευσής του. Η λογοτεχνία τον μαγνήτιζε, και οι πρώτες γραφές του στην εφηβική του ηλικία ήταν θεατρικά έργα και ποίηση.
Σταθμός στην εξέλιξη του στα γράμματα υπήρξε η γνωριμία του (το 1957, στην Αθήνα) με τον Κίμωνα Φράιερ, διακεκριμένο φιλόλογο και μεταφραστή του Ν’Καζαντζάκη στην αγγλική γλώσσα, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο και το πάθος του για τη λογοτεχνία και τη γραφή και τον προσκάλεσε να εργαστεί μαζί του εντατικά στην Αμερική. Ο Στρατής Χαβιαράς έγινε βοηθός του Φράιερ στη μετάφραση της Οδύσσειας και της Ασκητικής του Καζαντζάκη και στη δακτυλογράφηση της εκτεταμένης αλληλογραφίας μεταξύ τους. Επίσης μετέφραζε στα Ελληνικά και εκφωνούσε στο ραδιόφωνο τις ομιλίες του Φράιερ, στην εκπομπή «Η φωνή της Αμερικής». Μέσω του Φράιερ γνωρίστηκε με σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών στην Ελλάδα και στην Αμερική, μεταξύ άλλων, με τους Α. Μίλερ, Μ. Μονρόε, Τ.Γουίλιαμς κ.ά . Κατά την παραμονή του στην Αμερική σπούδασε παράλληλα μηχανολογικό σχέδιο (στο Manhattan Tech. Institute, New York) και σχεδιασμό μηχανών (Jefferson School of Commerce, Charlottesville, Virginia), ενώ συνέχισε να ασκείται στη γραφή, δουλεύοντας παράλληλα τα βράδια ως σερβιτόρος. Στο Πανεπιστήμιο της Βιργινίας γνωρίστηκε με τον διακεκριμένο συγγραφέα Γ.Φώκνερ και συνεργάστηκε με τον νεαρό ταλαντούχο κουβανό συγγραφέα Ρ.Φαρίνα τρία χρόνια πριν από τον τραγικό θάνατό του.
Στα ελληνικά γράμματα ο Στρατής Χαβιαράς πρωτοεμφανίστηκε το 1959, με τον δραματικό μονόλογο «Το σκουριασμένο καρφί», το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό για τα γράμματα και τις τέχνες Καινούρια Εποχή που είχε ιδρύσει ο Γιάννης Γουδέλης (ο ίδιος ακόμα βρισκόταν στην Αμερική όταν δημοσιεύθηκε το έργο του στην Ελλάδα), και αργότερα ερμήνευσε η ηθοποιός Ελένη Κιάμος στο Actors Studio της Νέα Υόρκης.
Εργάστηκε ως υπάλληλος στο Harvard ενώ παρακολουθούσε νυχτερινά μαθήματα Λογοτεχνίας και Ιστορίας, στο School of Continuing Education του Πανεπιστημίου και στα Θερινά του Προγράμματα. Ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές του στη λογοτεχνία στα εξ’ αποστάσεως καινοτόμα προγράμματα που προσέφερε το κολέγιο Goddard (BA 1973, MFA 1976). Εκεί γνώρισε, μεταξύ άλλων, τους συγγραφείς Τζον Ίρβινγκ, Ρέιμοντ Κάρβερ , Ρίτσαρντ Φορντ. Το 1974 διορίστηκε Διευθυντής των Βιβλιοθηκών Woodberry Poetry Room και Henry Weston Farnswoth Room. Σαν διευθυντής των δύο εξειδικευμένων βιβλιοθηκών του Harvard, ήταν υπεύθυνος για τον εμπλουτισμό των Βιβλιοθηκών με εξειδικευμένες συλλογές από τον αγγλόφωνο κόσμο, οργάνωνε εβδομαδιαίες συσκέψεις ποιητών, παρουσιάσεις βιβλίων, αναγνώσεις ποίησης, ομιλίες.
Το 1979 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Simon & Schuster το μυθιστόρημά του When the Tree Sings (Όταν Τραγουδούσαν τα Δέντρα) το οποίο τον κατέταξε στη λίστα των καλύτερων συγγραφέων στην Αμερική, εντάχθηκε στη βραχεία λίστα των καλύτερων βιβλίων της χρονιάς στην Αμερική για το Εθνικό Βραβείο καλύτερου πρώτου μυθιστορήματος (Natiοnal Book Awards) και εντάχθηκε στη λίστα των αξιοσημείωτων βιβλίων από το Σύνδεσμο των Βιβλιοθηκών της Αμερικής (ALA Notable Book). Το 1984, εκδόθηκε το μυθιστόρημά του The Heroic Age (Τα Ηρωικά Χρόνια) από τις εκδόσεις Simon & Schuster, το οποίο επίσης προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Και τα δύο βιβλία μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες του κόσμου και στην Ελληνική.
Το 2000, ο Στρατής Χαβιαράς συνταξιοδοτήθηκε από το Harvard, αλλά συνέχισε τη διδασκαλία σε εργαστήρια της τέχνης του γραπτού λόγου στο καλοκαιρινό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου έως το 2008, συμπληρώνοντας σαράντα έτη υπηρεσίας, οπότε και επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα. Σαν συγγραφέας επέστρεψε στην ελληνική γλώσσα. Δημιούργησε με επιτυχία τα εργαστήρια τέχνης του γραπτού λόγου στο ΕΚΕΜΕΛ (στο οποίο διετέλεσε Πρόεδρος το 2000) και το ΕΚΕΒΙ, στα οποία φοίτησαν εκατοντάδες νέοι.
Έργα του:
Ποίηση
Η κυρία με την πυξίδα, αυτοέκδοση, 1963
Βερολίνο, Φέξης, 1965
Η νύχτα του ξυλοπόδαρου, αυτοέκδοση, 1967
Νεκροφάνεια, Κέδρος, 1972
Crossing the River Twice, Cleveland State University, 1976
Millennial Afterlives, a retrospective[22],Wells College Press, 2000
Duty Free Desiderata,Siera Press, 2000
Μυθιστορήματα
When the Tree Sings, Simon & Schuster 1979, Ballantine 1980, Sidwick & Jackson U.K. 1979, Picador U.K. 1980
Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα,Ερμής 1980, Καστανιώτης 1999
The Heroic Age,Simon & Schuster 1984, Penguin 1985, Methuen U.K. 1984, King Penguin U.K. 1985
Τα ηρωικά χρόνια, Εκδόσεις Bell 1984, Καστανιώτης 1999
Πορφυρό και μαύρο νήμα,Κέδρος, 2007
Άχνα,Κέδρος, 2014
Μικρός αποχαιρετισμός με ένα κείμενο δικό του:
ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Η ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΤΖΙΤΖΙΚΑ;
«Δεκαεφτά χρόνια ώσπου να γεννηθείς, πέντε βδομάδες για να ζήσεις... Λένε πως ο τζίτζικας Magis Septendecim ζει μονάχα πέντε-έξι εβδομάδες αφότου ξεμυτίσει απ' την κρυψώνα όπου δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια προετοίμαζε τη σύντομη ζωή του. Πριν ακόμα ξημερώσει, οι νεαρές νύμφες τινάζουν τη σκόνη απ' τις φτερούγες τους και σκαρφαλώνουν σ' όποιο δέντρο βρουν μποστά τους, για να διαπρέψουν, να παντρευτούν και να γεννοβολήσουν προτού να είναι αργά. Νάσου και τα αρσενικά κιόλας εκεί να τις περιμένουν, τούτη την πρώτη καλοκαιριάτικη μέρα της ζωής τους, συνθέτοντας θορυβώδικους παιάνες, προθαλάμια και έπη για γενεές και γενεές ηρώων, ή σκαλίζοντας πανέμορφα γλυπτά σε οξυές που θα ζήσουν αιώνες. Δεν περνούν όμως λίγες μέρες και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αυγά και ψοφάνε ενώ τ' αρσενικά μοιρολογάνε αδιάκοπα. Σύντομα βέβαια θα ψοφήσουν κι αυτά με μια αίσθηση απορίας που χάθηκε κιόλας η περίφημη γοητεία του τζίτζικα, η περίφημη ελπίδα. Εγώ ο ίδιος, καθισμένος στο παράθυρό μου, πληκτρολογώ ρα-τα-τα-τα τις σκέψεις μου επί του θέματος, κατηγορώντας πάντοτε τους άλλους για τις δικές μου αδυναμίες, φυγομαχίες και παταγώδεις αποτυχίες. Αν το έργο βγει μέτριο, τότε φταίνε τα εργαλεία - η σμίλη δε μιλούσε αγγλικά, ούτε η σφύρα ελληνικά... Η μέρα σβήνει, μια δροσερή βροχή πέφτει αδιάκοπα ως την αυγή μουσκεύοντας τα δέντρα και τους κήπους. Με το πρώτο φως του πρωινού φροντίζω τα φυτά, σφουγγίζοντας τις άγουρες ντομάτες στις ντοματιές με χαρτοπετσέτες, προτού πιάσει η μεσημεριάτικη ζέστη και κάνει τις στάλες να βράσουν. Άλογα σέρνουν το άρμα του ήλιου μέσα απ' τα σύννεφα στο πρώτο ξέφωτο του πρωινού. Ατέλειωτη η εργάσιμη μέρα κι η νύχτα γεμάτη μισθωτούς σπιούνους και φονιάδες. Ο ήλιος του δικαίου και η σελήνη του έρωτα λάμπουν στον ουρανό με περίσσεια αθωότητα, μέχρι ν' αποδειχθεί η ενοχή τους.»
Η κηδεία του Στρατή Χαβιαρά θα γίνει στη Νέα Κίο.