Ηταν το μυκηναϊκό Διμήνι η μυθική Ιωλκός; Και αν δεν ήταν, πιθανώς αποτελούσε τμήμα του βασιλείου της, λένε οι αρχαιολόγοι. Ισως το Διμήνι, μία εγκατάσταση στα Πευκάκια και άλλη μία στα Παλιά, κοντά στη σημερινή πόλη του Βόλου, να αποτελούσαν (τουλάχιστον η πρώτη και η τρίτη) έδρες αξιωματούχων οι οποίοι ήταν υπό τον άνακτα της Ιωλκού. Σε κάθε περίπτωση, οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην περιοχή, όσο και αν δεν δείχνουν κάτι σχετικό με τον μύθο της Αργοναυτικής Εκστρατείας, δίνουν φτερά στη φαντασία μικρών και μεγάλων.
Οπως και αν ονομαζόταν ο οικισμός των μυκηναϊκών χρόνων στο Διμήνι, είχε μεν ανάκτορα, και μάλιστα δύο, μικρότερα όμως από εκείνα των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων σαν τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Η επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη, που έχει διενεργήσει τις ανασκαφές εκεί, μίλησε πρόσφατα για το Μέγαρο, έδρα του τοπικού διοικητή στο Διμήνι κατά το δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ. σε αρχαιολογικό συνέδριο που έγινε πρόσφατα στη Λαμία.
Επίσης, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο εξέτασε πρόσφατα επεμβάσεις στον αρχαιολογικό χώρο Διμηνίου, που αφορούν και τον μυκηναϊκό οικισμό και το μεγάλο κτίριο διοίκησης. Θα ανασχεδιαστούν οι διαδρομές των επισκεπτών, για να είναι δυνατή η περιήγηση στο σύνολο του χώρου και να ακολουθούν τις δύο διαφορετικές χρονικές θεματικές ενότητες.
Επίσης, θα κατασκευαστούν δύο νέα κτίρια, το ένα υπόσκαφο (237τ.μ.) με αποθήκη, γραφεία, εργαστήρια συντήρησης και wc, ώστε να συγκεντρώσει όλες τις λειτουργίες που βρίσκονται διάσπαρτες σε πρόχειρες κτιριακές εγκαταστάσεις και οι οποίες θα καταργηθούν. Το δεύτερο είναι το νέο κτίριο εισόδου (28,6 τ.μ.) που θα περιλαμβάνει εκδοτήριο - πωλητήριο και wc, ενώ το παλαιό καταργείται και γκρεμίζεται.
Τέλος χρειάζεται αλλαγή των στεγάστρων, ιδίως σε όσα παρουσιάζουν προβλήματα με εισροή υδάτων από τα πλάγια, αλλά η μελέτη θα ξανασυζητηθεί.
13ος αιώνας π.Χ.
«Ο μυκηναϊκός οικισμός Διμηνίου ιδρύθηκε στο τέλος της Μέσης και την αρχή της Υστερης Εποχής του Χαλκού, στην πεδιάδα ανατολικά του λόφου με τον γνωστό νεολιθικό οικισμό», σημειώνει η κα Αδρύμη. «Η ακμή του τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ., όταν εξελίχθηκε σε μεγάλο αστικό κέντρο με σαφή χωροταξική οργάνωση και επιβλητικά αρχιτεκτονικά κτίρια, στα οποία στεγαζόταν μια ισχυρή κεντρική διοίκηση». Σε κάθε περίπτωση, θα προσθέταμε, πολύ αργότερα από την Αργοναυτική Εκστρατεία, η οποία εφόσον έγινε και με όποια μορφή θα πρέπει να έλαβε χώρα μερικές γενιές πριν. Κάποιο γεγονός ή γεγονότα πάντως θα πρέπει να αποτυπώθηκαν στον μύθο. Π.χ. τα ταξίδια των κατοίκων από τη συγκεκριμένη περιοχή με προορισμό την Κολχίδα, προς αναζήτηση πολύτιμων πρώτων υλών.
Το κτιριακό συγκρότημα που στέγαζε το διοικητικό κέντρο έχει τη μορφή ενός τετραγώνου με διαστάσεις 71x70 μ. και εμβαδόν περίπου 5.000 τ.μ. Δεν ήταν απλώς κατοικία, είχε δωμάτια για πολλές δραστηριότητες. Ερευνήθηκε από το 1996 έως το 2004 και πρόσφατα δημοσιεύτηκε λεπτομερώς.
Τα ανασκαφικά δεδομένα βεβαιώνουν ότι το αρχιτεκτόνημα αυτό σχεδιάστηκε και οργανώθηκε όλο μαζί για να αποτελέσει την έδρα της τοπικής πολιτικής εξουσίας εκείνη την περίοδο, αντικαθιστώντας ένα παλαιότερο σύνολο κτιρίων που προϋπήρχε και που καταστράφηκε από φωτιά μερικά χρόνια πριν.
Στον πυρήνα του νότιου συγκροτήματος διαμορφωνόταν το ονομαζόμενο Μέγαρο Α, ένα παραλληλόγραμμο κτίριο με είσοδο στην ανατολική πλευρά, διαστάσεων 20,50x7,20 μ., πιθανώς διώροφο, αποτελούμενο από δύο κύρια δωμάτια και προθάλαμο, με τετράπλευρη κεντρική εστία στο κύριο δωμάτιο, το οποίο μέσω ενός διάδρομου επικοινωνούσε στη νότια πλευρά του αρχικά με τέσσερα μικρότερα δωμάτια. Πίσω από αυτά υπήρχε ανεξάρτητη αποθήκη με πίθους σε σειρά. Αριστερά και δεξιά, δύο μικρότερα μέγαρα που κατέληγαν στην ίδια οικοδομική γραμμή, το Βόρειο και το Νότιο Μέγαρο, πλαισίωναν το κεντρικό Μέγαρο Α.
Στο δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ. το Μέγαρο Α ενισχύθηκε με δύο ακόμη μικρά δωμάτια, μία αίθουσα αναμονής με ξύλινους πάγκους και ένα φαρδύ πλατύσκαλο με επικλινή ράμπα, που αποτελούσε πλέον την κύρια είσοδο από την περίστυλη αυλή. Νότια από την είσοδο οικοδομήθηκε μεγάλος υπαίθριος βωμός τέφρας με τράπεζα προσφορών σε επαφή με τον βωμό και μικροί χώροι για τις ανάγκες του βωμού.
Το κεντρικό κτίριο του νότιου συγκροτήματος είναι ένα μέγαρο προσκολλημένο στη μακρά θεσσαλική παράδοση, καθώς αποτελεί έναν εξελιγμένο τύπο του θεσσαλικού νεολιθικού μεγάρου.
Και δεύτερο Μέγαρο
Ακριβώς στον ίδιο τύπο του μεγάρου με διάδρομο, οικοδομήθηκε και το ονομαζόμενο Μέγαρο Β του βόρειου συγκροτήματος, αποτελούμενο από τρία μεγάλα δωμάτια σε ευθεία διάταξη, ανοιχτό βαθύ προστώο ανατολικά και εσωτερικό διάδρομο. Με διαστάσεις 27,50x7,30 μ. είναι κατά 7 μ. μεγαλύτερο σε μήκος από το κυρίως Μέγαρο Α, με το οποίο έχει ακριβώς το ίδιο πλάτος. Το Μέγαρο Β παρουσιάζει μια ασυνήθη ιδιομορφία, καθώς αποτελούνταν από δύο εξαρχής ηθελημένες ανεξάρτητες ενότητες, που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους και που η κάθε μία είχε δική της ξεχωριστή είσοδο.
«Οι επιμελημένες αρχιτεκτονικές δομές επιλέγησαν προκειμένου το διοικητικό κέντρο να είναι λειτουργικό και συγχρόνως με την αρχιτεκτονική του να αποτελεί ένα σύμβολο του κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού και θρησκευτικού ρόλου που διαδραμάτιζε», τονίζει η αρχαιολόγος. Επίσης, επισημαίνει πως το διοικητικό συγκρότημα Διμηνίου δεν αποτελούσε μυκηναϊκή ακρόπολη με τειχισμένο το ανακτορικό συγκρότημα και ο οικισμός παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ατείχιστος. Αυτό συνέβαινε σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, σε αντίθεση με τα μεγάλα ανακτορικά κέντρα της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας.
Η απουσία οχυρώσεων, όπως και οποιασδήποτε άλλης αμυντικής μέριμνας και από τους τρεις οικισμούς γύρω από το λιμάνι (Διμήνι, Πευκάκια, Παλιά Βόλου), «μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι οικισμοί αυτοί δεν λειτουργούσαν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, αλλά συνυπήρχαν ειρηνικά, παρ'' όλο που αποτελούσαν διαφορετικές διοικητικές μονάδες». Πιθανώς δεν είχαν καν οριοθετήσει μεταξύ τους την καλλιεργήσιμη γη.
«Επιπλέον από τα ανασκαφικά ευρήματα δε διαπιστώνεται κάποιος πολιτικο-οικονομικός έλεγχος ή οποιαδήποτε άλλη μορφή επιρροής ή εξάρτησης του ενός κέντρου από το άλλο και επομένως κανένα διοικητικό κέντρο δεν λειτουργούσε ως ένα θεσμικό όργανο που ήλεγχε όλες τις πτυχές της τοπικής οικονομίας. Εξάλλου, από τη μυθική παράδοση προκύπτει ότι πρόκειται για οικογένειες, με συγγενικούς δεσμούς, αλληλένδετες, που ίσως συνδέθηκαν μεταξύ τους με δίκτυο συμμαχίας, και ήλεγχαν από κοινού το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι, την κύρια πύλη της Θεσσαλίας προς το Αιγαίο, ίσως με αλληλεπικαλυπτόμενες δραστηριότητες, ίσως και κάτω από τον διαδοχικό έλεγχο του εκάστοτε άνακτα που διοικούσε το μεγάλο μυκηναϊκό κέντρο της Ιωλκού, την πόλη/αφετηρία των Αργοναυτών».
Ποιος κατοικούσε εκεί;
«Στο ερώτημα ποιος ήταν ο κάτοικος του Μεγάρου Α, θα απαντούσαμε ότι εκεί είχε την έδρα του ένας αξιωματούχος με σημαντικά καθήκοντα που ασκούσε διοικητική και οικονομική εξουσία στον οικισμό με άμεσο ενδιαφέρον για το εξωτερικό εμπόριο, το οποίο διεξαγόταν διά μέσου του λιμανιού, αφού αποδεδειγμένα επεδίωκε επαφές με πολλές περιοχές της Ελλάδας (Αίγινα, Αργολίδα, Δυτική και Κεντρική Κρήτη), αλλά και άλλες περιοχές εκτός Ελλάδας, όπως με την απέναντι ασιατική ακτή (Τροία και Συροπαλαιστίνη)», σημειώνει η ανασκαφέας. Εξάλλου είναι ενδεικτικό ότι ο μεγάλος δρόμος, πλάτους 10 μ., ξεκινούσε ακριβώς από κεντρική πύλη του διοικητικού του κέντρου και είχε κατεύθυνση προς το λιμάνι, του οποίου η διαμόρφωση της ακτογραμμής ήταν διαφορετική στην Εποχή του Χαλκού, με τη θάλασσα να εισχωρεί προς τα μέσα. Η κα Αδρύμη αποκάλυψε πως ο δρόμος, με υψηλά λίθινα τοιχία στις δύο πλευρές του, δεν εξυπηρετούσε την καθημερινή κυκλοφορία των κατοίκων, αφού δεν υπήρχαν θυραία ανοίγματα προς τις όψεις των σπιτιών, αλλά την επικοινωνία με άλλες σύγχρονες κατοικημένες περιοχές και το εμπόριο».
Μπορεί να ήταν ένας telestas-διοικητής κοινοτικής έκτασης ή ένας δαμοκόρος-επαρχιακός διοικητής- ή ακόμη ένας βασιλέους-επικεφαλής εργατών.
Στο βόρειο συγκρότημα χωρίς αμφιβολία διέμενε ένας αξιωματούχος με θρησκευτικά καθήκοντα που είχε την ευθύνη για τις θρησκευτικές τελετές, τις ενδοκοινοτικές συναθροίσεις και τα τελετουργικά γεύματα.
Ας υπενθυμίσουμε ότι το Διμήνι κατοικείται πολύ πριν από την μυκηναϊκή εποχή και ότι υπάρχει οικισμός κατά πολύ προγενέστερος (νεολιθικός) και κατά πολύ γνωστότερος, μαζί με τον επίσης νεολιθικό οικισμό στο Σέσκλο.
Αγγελική Κώττη