Το σπίτι - μουσείο του Μαρσέλ Προυστ στη Γαλλία

Το σπίτι - μουσείο του Μαρσέλ Προυστ στη Γαλλία

«Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν' αναλογιστώ: "Με παίρνει ο ύπνος". Και, μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν' αναζητήσω τον ύπνο με ξυπνούσε˙ ήθελα να ακουμπήσω το βιβλίο που νόμιζα πως κρατούσα ακόμη στα χέρια μου και να σβήσω το φως˙ δεν είχα πάψει, όσο κοιμόμουν, να κάνω συλλογισμούς πάνω σ' ό,τι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο˙ είχα την εντύπωση πως ήμουν εγώ ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μια εκκλησία, ένα κουαρτέτο, ο ανταγωνισμός του Φραγκίσκου 1ου και του Καρόλου Κουίντου.»

«Κοσμολογικό ποίημα, δαντικό και σαιξπηρικό ταυτοχρόνως» χαρακτηρίζει το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» ο Χάρολντ Μπλουμ στον «Δυτικό κανόνα» θεωρώντας το μεγαλύτερο επίτευγμα ακόμη και από τον «Οδυσσέα» του Τζόις. «Κανείς μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα δεν μπορεί να συναγωνιστεί την πληθώρα και τη ζωντάνια των χαρακτήρων του» αποφαίνεται. Όσο για την πρώτη του φράση «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ενδεχομένως και να είναι η πιο γνωστή διάσημη αρχή για ένα μυθιστόρημα – ποταμό στο οποίο όλοι αναφέρονται αλλά ελάχιστοι είχαν την υπομονή και ικανότητα να γίνουν πραγματικοί αναγνώστες του.

Το ξεκίνησε το 1909, όταν ο Προυστ ήταν 38 ετών. Αποτελείται από επτά τόμους συνολικού μεγέθους 3.200 σελίδων (περίπου 4.300 σελίδες η μετάφραση) και με περισσότερους από 2.000 χαρακτήρες. Ο Γκράχαμ Γκρην αποκάλεσε τον Προυστ «τον μεγαλύτερο μυθιστοριογράφο του 20ου αιώνα» και ο Σώμερσετ Μώμ ονόμασε το μυθιστόρημά του «την μεγαλύτερη μυθοπλασία μέχρι σήμερα».

Ο τρόπος γραφής του ήταν αρκετά περίπλοκος με αχανείς προτάσεις, γεμάτες με δευτερεύουσες επεξηγηματικές προτάσεις που μερικές φορές ξεπερνούσαν σε έκταση τη μία σελίδα. Ο ίδιος άλλωστε είχε γράψει για τον εαυτό του πως: «Όπως πολλοί διανοούμενοι, ήταν ανίκανος να διατυπώσει ένα απλό πράγμα με απλό τρόπο»....

Ωστόσο, ο συγγραφέας που έχει γράψει το μυθιστόρημα μαμούθ, τριών χιλιάδων σελίδων «Αναζητώντας το χαμένος χρόνο», υπήρξε παραδόξως βραδυκίνητος. Στις αρχές του 1900, ο Μαρσέλ Προύστ, ζούσε μέσα στα όρια της κρεβατοκάμαρας του χωρίς να έχει καμία διάθεση να τα «παραβιάσει». Δεν ξυπνούσε ποτέ πριν από τις 4 το απόγευμα και το μοναδικό γεύμα της ημέρας του αποτελούταν απαραιτήτως από κρουασάν και καφέ. Εισέπνεε όπιο αναμεμειγμένο με καπνό, γιατί πίστευε ότι έκανε καλό στο άσθμα του από το οποίο υπέφερε από παιδί. Και από την άνεση του κρεβατιού του, έχοντας πάντα πολλά μαξιλάρια γύρω του ισχυριζόταν πως η συγγραφή ενός μυθιστορήματος ήταν φοβερά επίπονη διαδικασία. Στη δέκατη κιόλας σελίδα ένιωθε ράκος.

Ο Μαρσέλ Προυστ δεν έφυγε ποτέ από το πατρικό του.

Σήμερα το σπίτι του συγγραφέα που βρίσκεται στη διεύθυνση 4 rue du Docteur Proust, 28120 Illiers-Combray στη Γαλλία, είναι το γνωστό Μουσείο Προυστ.

ΠΡΟΥΣΤ

Λίγα λόγια για τη ζωή του:

Ο Προυστ γεννήθηκε στην πόλη Ωτέιγ (στο νοτιο-δυτικό τομέα του τότε αστικού 16ου διαμερίσματος του Παρισιού) στις 10 Ιουλίου 1871. Ο πατέρας του Αντριάν, ήταν ένας εξέχων παθολόγος και επιδημιολόγος που μελετούσε την χολέρα στην Ευρώπη και την Ασία. Η μητέρα του, Ζαν Κλεμάνς Βέιλ, ήταν η κόρη μιας πλούσιας εβραϊκής οικογένειας από την Αλσατία.

Σε ηλικία 9 χρόνων αρρώστησε από άσθμα, πράγμα που σημάδεψε όλη του τη ζωή. Έκανε διακοπές μεγάλης διάρκειας στο χωριό Ιλλιέ. Αυτό το χωριό, σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις από το σπίτι του θείου του στο Ωτέιγ, έγινε το μοντέλο της φανταστικής πόλης Κομπραί όπου πραγματοποιούνται μερικές από τις σημαντικότερες σκηνές στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. (Το χωριό Ιλλιέ μετονομάστηκε σε Ιλλιέ-Κομπραί το 1971 με την ευκαιρία των εορτασμών των εκατό χρόνων από την γέννηση του Προυστ). Το πρώτο επίσημο έργο του εκδόθηκε το 1896 με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και με τον τίτλο «Οι ηδονές και οι ημέρες».

ΠΡΟΥΣΤ

Παρά τα προβλήματα υγείας του, υπηρέτησε έναν χρόνο (1889-90) στον γαλλικό στρατό, στην Ορλεάνη, μια εμπειρία που του χάρισε ένα μεγάλο επεισόδιο στο τρίτο βιβλίο του μυθιστορήματός του.

Ο Προυστ είχε μια στενή σχέση με την μητέρα του. Για να κατευνάσει τον πατέρα του, που επέμενε να ακολουθήσει μια καριέρα, ο Προυστ εργάστηκε εθελοντικά στην Βιβλιοθήκη Μαζαρέν το καλοκαίρι του 1896. Κάνοντας μια σημαντική προσπάθεια, έλαβε μια άδεια ασθενείας αρκετών ετών μέχρι που θεωρούνταν ότι παραιτήθηκε. Ποτέ δεν δούλεψε στον χώρο εργασίας του ούτε μετακόμισε από το διαμέρισμα των γονιών του μέχρι που πέθαναν και οι δυο.

Ο φιλικός και οικογενειακός του κύκλος άλλαξαν σημαντικά την πενταετία 1900-1905. Τον Φεβρουάριο του 1903 ο αδερφός του, Ρόμπερτ Προυστ, παντρεύτηκε και εγκατέλειψε το σπίτι της οικογένειας. Ο πατέρας του πέθανε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Τέλος, το πιο συντριπτικό γεγονός, η αγαπημένη μητέρα του Προυστ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1905. Του άφησε μια σημαντική κληρονομιά. Η υγεία του καθ? όλη αυτήν την περίοδο συνέχισε να επιδεινώνεται.

Ο Προυστ πέρασε τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του κυρίως στο δωμάτιό του όπου κοιμόταν κατά την διάρκεια της ημέρας και εργαζόταν το βράδυ για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του. Πέθανε από πνευμονία και πνευμονικό απόστημα το 1922. Θάφτηκε στο κοιμητήριο του Περ Λασαίζ στο Παρίσι.

ΠΡΟΥΣΤ

Για την ομοφυλοφιλία του:

Ξεκινώντας το 1895, ο Προυστ πέρασε αρκετά χρόνια διαβάζοντας Έμερσον και Τζον Ράσκιν. Μέσω αυτής της ανάγνωσης επεξεργάστηκε τις θεωρίες της τέχνης και τον ρόλο του καλλιτέχνη μέσα στην κοινωνία. Ο Προυστ ήταν ομοφυλόφιλος. Η σεξουαλικότητά του και η σχέση του με τους άνδρες αποτελούν συχνό θέμα συζήτησης από τους βιογράφους του. Αν και η οικονόμος του αρνείται αυτή την σεξουαλικότητα του Προυστ στα απομνημονεύματά της, η άρνησή της αντιβαίνει στις δηλώσεις πολλών φίλων και σύγχρονων του Προυστ, συμπεριλαμβανομένου του συγγραφέα Αντρέ Ζιντ.
Ο Προυστ δεν παραδέχτηκε ποτέ ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, παρόλο που η οικογένεια και οι στενοί φίλοι του είτε το υποπτεύονταν είτε το γνώριζαν.

Ο Προυστ δεν είχε σοβαρό βιοποριστικό πρόβλημα και για ένα διάστημα εργάστηκε εθελοντικά σε μια βιβλιοθήκη. Και πάλι το άσθμα τον εμπόδιζε να συνεχίσει την εργασία και τελικά ζούσε στο πατρικό του, μέχρι τον θάνατο των γονιών του. Ο Προυστ θα εξομολογηθεί ότι όταν ήταν μικρός δεν κοιμόταν τα βράδια επειδή περίμενε το πρωινό φιλί της μητέρας του.

Οι μαντλέν του Προυστ

Αναμφισβήτητα, το πιο «λογοτεχνικό» γλυκό της γαλλικής κουζίνας είναι σίγουρα ένα μικρό κεκάκι που οι Γάλλοι το λένε μαντλέν. Η γεύση τους υπήρξε η αφετηρία για ένα από τα κορυφαία πεζογραφήματα του 20ού αιώνα «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο»:

[...] Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση του μικρού κομματιού της μαντλέν που την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί (τη μέρα εκείνη δεν έβγαινα πριν απ? την ώρα της λειτουργίας) μου πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να της πω καλημέρα στο δωμάτιό της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη της μικρής μαντλέν δεν μου ?χε θυμίσει τίποτα πριν να τη γευτώ• ίσως γιατί, έχοντας δει συχνά από τότε μικρές μαντλέν, χωρίς όμως να τις δοκιμάσω, πάνω στα ράφια των ζαχαροπλαστείων, η εικόνα τους είχε εγκαταλείψει εκείνες τις μέρες του Κομπραί για να δεθεί μ? άλλες πιο πρόσφατες, ίσως γιατί, απ? αυτές τις αναμνήσεις τις εγκαταλειμμένες τόσον καιρό έξω απ? τη μνήμη, δεν επιζούσε τίποτα, όλα είχαν διαλυθεί• οι μορφές -κι αυτή ακόμα του μικρού κοχυλιού της ζαχαροπλαστικής, τόσο στρουμπουλά αισθησιακού κάτω απ? τις αυστηρές κι ευλαβικές πτυχές του- είχαν διαλυθεί ή, κοιμισμένες, είχαν χάσει τη δύναμη της επέκτασης που θα τους επέτρεπε να ξαναδεθούν με τη συνείδηση. [...] «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ, Μετάφραση Παύλος Ζάννας Εκδόσεις Εστία

Ας τελειώσουμε με μια συνταγή για τις μαντλέν, θα μας υπενθυμίζουν τον Προυστ αιώνια:

Υλικά

3 αυγά
150 γραμμάρια ζάχαρη
200 γραμμάρια αλεύρι
2 κουταλιές σούπας ανθόνερο
8 γραμμάρια μπέικιν πάουντερ
1 μικρό πακετάκι βανίλια
100 γραμμάρια βούτυρο
50 γραμμάρια γάλα
Εκτέλεση

Προθερμάνετε τον φούρνο στους 220 βαθμούς
Λιώστε το βούτυρο σε μια κατσαρολίτσα, σε χαμηλή φωτιά
Σε ένα βαθύ μπολ σπάστε τα αυγά και ανακατέψτε τα καλά με τη ζάχαρη, να ασπρίσουν
Προσθέστε το ανθόνερο και 40 γραμμάρια από το γάλα
Προσθέστε το αλεύρι και το μπέικιν, ανακατέψτε απαλά
Προσθέστε το λιωμένο βούτυρο και το υπόλοιπο γάλα
Αφήστε το μείγμα να ξεκουραστεί για 15 λεπτά
Βουτυρώστε θήκες για μπισκοτάκια, όχι ως πάνω
Βάλτε τον φούρνο για 6 λεπτά και μετά στους 180 για άλλα 4 λεπτά
Μόλις βγουν από τον φούρνο, βγάλτε τα μπισκοτάκια από τις θήκες.

υγ. Οι Γάλλοι έχουν ειδικές θήκες για να βγαίνουν σε συγκεκριμένο σχήμα, σαν κοχύλια.