Μετά κι από την οριστική υπογραφή του «διαζυγίου» ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση κι ενώ δεν έχει ακόμη στεγνώσει το μελάνι από τη συμφωνία (ψηφίστηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 30 Δεκεμβρίου), επιχειρούμε να δούμε το τοπίο που σχηματίζεται στην αγορά της τέχνης, έπειτα από τέσσερα χρόνια εκτιμήσεων.
Το πρώτο που εύλογα μπορεί να φανταστεί κάποιος – και ήδη έχει ξεκινήσει - είναι ότι αυξήθηκε η «χαρτούρα» στις μεταφορές. «Τα καλά νέα είναι ότι τώρα μυρίζουμε το γρασίδι μέσα στο γήπεδο» λέει στο artnet με φλεγματικό χιούμορ ο Simon Sheffield της εταιρείας Martinspeed logistics του Λονδίνου. Το «παιχνίδι», όμως, δεν είναι πια φιλικό, αλλά παίζεται με όρους που είναι πια ανταγωνιστικοί. Εν ολίγοις, αυτό σημαίνει ότι «δεν υπάρχει πλέον ελεύθερη αγορά ώστε να πάρεις ένα φορτηγό από το Λονδίνο και να περάσεις χωρίς έλεγχο τη Μάγχη για τις χώρες της Ευρώπης».
Η συμφωνία φέρνει μια σειρά νέων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων pro-forma, των τελωνείων και των κωδικών εμπορευμάτων. Βεβαίως, το «knowhow» στη Βρετανία υφίσταται από την αποστολή έργων στις ΗΠΑ ή την Ελβετία, αλλά αυτούς τους πρώτους μήνες «περισσότερη γραφειοκρατία στα τελωνεία σημαίνει ότι θα χρειαστεί επιπλέον χρόνος για την αποστολή έργων σε πελάτες από το Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΕ και αντίστροφα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις και να επηρεάσει την υλοποίηση των συμφωνιών με ό,τι αυτό συνεπάγεται», λέει ο Joe Kennedy, διευθυντής της Unit London.
Όσοι αγοράζετε έργα από οίκους ή γκαλερί του Λονδίνου σημαντικό είναι να γνωρίζετε ότι το όριο αξίας για έργα που απαιτούν άδειες εξαγωγής από το Ηνωμένο Βασίλειο έχει αυξηθεί: για πίνακες ζωγραφικής, το ποσό αυξήθηκε από 132.000£ σε 180.000£ (146.000 σε 199.210 ευρώ) και για άλλα έργα, σχέδια ή γλυπτά, είναι 65.000 £ (72.000 ευρώ).
Ως τα μεσάνυχτα της 1ης Ιανουαρίου, η γκαλερί στο Ηνωμένο Βασίλειο είχε ένα βασικό πλεονέκτημα έναντι της ΕΕ: οι φόροι επί των πωλήσεων προστιθέμενης αξίας ήταν από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη - και, σε πολλές περιπτώσεις, δεν εφαρμόζονταν καθόλου. «Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν πάντοτε ένα καλό όχημα για μεταφορά έργων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», λέει ο Kennedy της Unit London.
Ένας έμπορος τέχνης, για παράδειγμα, που στέλνει έναν πίνακα ζωγραφικής σε πελάτη στην Ιταλία, όπου ο ΦΠΑ είναι 10%, θα μπορούσε προηγουμένως να εξοικονομήσει λίγα χρήματα στέλνοντάς τον μέσω του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου ο ΦΠΑ είναι μόνο 5%. Τώρα, δεδομένου ότι η Βρετανία δεν είναι πλέον μέρος της ΕΕ, ο αγοραστής ή ο πωλητής θα αναγκαστεί να καταβάλει τον επιπλέον ΦΠΑ 10%, κατά την άφιξή του στην Ιταλία.
Αυτή η αλλαγή βεβαίως δεν πρόκειται να αφήσει ανεπηρέαστους τους οίκους δημοπρασιών και θα κάνει μέρη όπως η Γαλλία - η οποία διατηρεί από τους χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ, στο 5,5%, - πιο ελκυστική για συλλέκτες και φιλότεχνους.
Ο διευθύνων Σύμβουλος του οίκου Phillips, Edward Dolman, εμφανίζεται αισιόδοξος – ή ασκεί εμμέσως πίεση στη βρετανική κυβέρνηση – επισημαίνοντας ότι ο τομέας των δημοπρασιών «πρέπει να περιμένει να δει ποιες είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της εμπορικής συμφωνίας». Συμπληρώνει με νόημα ότι «η βρετανική κυβέρνηση αναγνωρίζει πως η αγορά τέχνης του Λονδίνου κατέχει εξέχουσα θέση στην Ευρώπη κι ως εκ τούτου πρέπει να κάνει ό, τι είναι δυνατό για να μετριάσει τυχόν αρνητικές επιπτώσεις του Brexit στην καλλιτεχνική αγορά της Αγγλίας το επόμενο διάστημα».
Δεν είναι, όμως, μόνο οι πωλήσεις με φυσική παρουσία που θα αλλάξουν ριζικά. Παρόμοια, οι ψηφιακές πωλήσεις τέχνης θα υποστούν αλλαγές, αν και η έκταση του αντίκτυπου παραμένει ασαφής. Πριν από το Brexit, οι πάροχοι ηλεκτρονικού εμπορίου που εδρεύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, έπρεπε απλώς να τηρούν την αγγλική νομοθεσία, ανεξάρτητα από την εθνικότητα του καταναλωτή. Η εμπορική συμφωνία, όμως, άνοιξε την πόρτα για μια τέτοια αλλαγή (αν και ακόμη δεν έχει σημειωθεί). Στο μέλλον μια βρετανική εταιρεία που συνεργάζεται με έναν Γάλλο ή Ελβετό πελάτη ενδέχεται να χρειαστεί να συμμορφωθεί με τους γαλλικούς ή ελβετικούς κανόνες ανάλογα με το απόρρητο, τη συλλογή δεδομένων, ή τις πολιτικές επιστροφής. Μέχρι να μάθουμε πώς θα ανταποκριθούν άλλες χώρες, «δεν υπάρχει τρόπος να το γνωρίζουμε», λέει ο δικηγόρος Till Vere-Hodge, ανώτερος συνεργάτης στην Constantine Cannon LLP, που ειδικεύεται στον τομέα της τέχνης. «Αυτή η προστιθέμενη “τριβή” θα μπορούσε να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, καθώς οι κανονισμοί ενδέχεται να αποκλίνουν. Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες».
Το Brexit ίσως έχει συνέπειες και στην κινητικότητα των σύγχρονων καλλιτεχνών και στην απήχηση που έχουν στο διεθνές χρηματιστήριο της τέχνης. Ο Πρόεδρος της ICOM (Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων), Luís Raposo, βλέπει ότι το Brexit θα δυσχεράνει τη συνεργασία μεταξύ των ιδρυμάτων. «Οι μεταφορές θα είναι πιο ακριβές λόγω του αυξανόμενου κόστους στις διαβεβαιώσεις», οπότε τα μουσεία σύγχρονης τέχνης θα αναγκαστούν να στραφούν στις συλλογές τους και στα ονόματα της εγχώριας τέχνης. «Το Brexit, όπως και η COVID-19, θα οδηγήσουν σε έναν επαναπροσδιορισμό των μουσείων δίνοντας βήμα στη δική τους ιδιαιτερότητα». Ακόμη και οι πιο εξωστρεφείς και δραστήριοι καλλιτέχνες που μπορούσαν στο παρελθόν να ταξιδέψουν με αεροπλάνο ή τρένο πέρα από το Αγγλικό Κανάλι για μακρόχρονη διαμονή, πρέπει τώρα να εξασφαλίσουν θεώρηση. Αυτό θα δυσκολέψει όσους ελπίζουν να ταξιδέψουν για μετεκπαίδευση. Ας μη λησμονούμε ότι το Λονδίνο παραμένει μητρόπολη της τέχνης με λαμπρές σχολές. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα αυξηθεί το κόστος που συνεπάγεται η διοργάνωση διεθνών ανταλλαγών στον κόσμο της τέχνης» βεβαιώνει και ο Lone Britt Christensen, πολιτιστικός ακόλουθος της Δανίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το σίγουρο είναι ότι ο απόηχος του Brexit στην τέχνη δεν θα αργήσει να φανεί.