Οι εικόνες του όχλου να εισβάλει στο Καπιτώλιο, που μεταδόθηκαν με χαιρεκακία στη Μόσχα και το Πεκίνο αλλά με αποτροπιασμό σε Βερολίνο και Παρίσι ήταν οι καθοριστικές εικόνες της προεδρίας Τραμπ, της χαρακτηριζόμενης ως πιο «αντι-αμερικανικής προεδρίας όλων».
Η βία στο Καπιτώλιο ήταν υποτίθεται μια επίδειξη δύναμης. Στην πραγματικότητα αυτό που έκανε ήταν να προσπαθεί να καμουφλάρει δυο ήττες. Όταν οι οπαδοί του Τραμπ μπούκαραν από σπασμένα παράθυρα, οι Δημοκρατικοί γιόρταζαν δύο ιστορικά σπάνιες νίκες στη Τζόρτζια που τους δίνουν τον έλεγχο της Γερουσίας.
Τα δε ανεκδιήγητα πλάνα κάτι αλλοπρόσαλλων τύπων να αράζουν στην έδρα της Γερουσίας ή πάνω στο γραφείο της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων σόκαραν ένα κομμάτι μετριοπαθών Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το κόμμα τους είναι αυτό της τάξης και του συντάγματος. Και η αποστροφή τους μπορεί να τους κάνει να γυρίσουν την πλάτη στον Τραμπ.
Οι εξελίξεις που «τρέχουν» για την καθαίρεση Τραμπ, η εισβολή στο Καπιτώλιο και η νίκη των Δημοκρατικών στη Τζόρτζια, θα αλλάξουν την πορεία της προεδρίας του Μπάιντεν.
Κατ’ αρχήν, πίσω από την επικίνδυνη κι αντιθεσμική συνωμοσιολογία περί κλεμμένων εκλογών, γίνεται ολοφάνερο το μέγεθος της αποτυχίας των Ρεπουμπλικανών υπό τον Τραμπ. Το 2016 κέρδισαν τον Λευκό Οίκο και διατήρησαν τις πλειοψηφίες στο Κογκρέσο. Τέσσερα χρόνια αργότερα έχασαν και τα δύο.
Κανονικά, όταν ένα πολιτικό κόμμα υφίσταται ήττα τέτοιας κλίμακας συνήθως παίρνει κάποιο μάθημα και επιστρέφει αλλαγμένο. Αλλά αυτή τη φορά η επανεφεύρεση του ρεπουμπλικανικού κόμματος έμοιαζε αμφίβολη. Ακόμα και στην ήττα, η αποδοχή του Τραμπ στους Ρεπουμπλικανούς έφθανε σε ποσοστά του 90%. Συγκριτικά ο Τζορτζ Μπους είχε 65% τον τελευταίο μήνα της προεδρίας του.
Ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε την δημοτικότητά του για να καλλιεργήσει τον μύθο ότι στην πραγματικότητα κέρδισε τις εκλογές. Πρόσφατη δημοσκόπηση της YouGov κατέγραφε ότι το 64% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων πίστευε πως η νίκη Μπάιντεν έπρεπε να μπλοκαριστεί από το Κογκρέσο.
Περί το 70% των Ρεπουμπλικανών πολιτικών στη Βουλή και το 25% στη Γερουσία έκλεισαν τα μάτια στη συνωμοσία του Τραμπ, ενώ κάποιοι συνέχισαν να πράττουν το ίδιο και μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο. Ένας βασικός λόγος ήταν το απροκάλυπτο bullying που ασκούσε ο Τραμπ. Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί είδαν πώς ο Αμερικανός πρόεδρος τερμάτιζε τις καριέρες διαφόρων αξιωματούχων του, συχνά μέσω ενός tweet. Πολλά στελέχη έτρεμαν μην τυχόν τον προκαλέσουν.
Αυτό το τοξικό bullying του Τραμπ χάνει ξαφνικά πολύ από την δύναμή του. Όσο περισσότερο οι Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί βλέπουν ότι η μετριοπαθής μερίδα των ψηφοφόρων τρομοκρατήθηκε από την ταραχή, τόσο πιο ελεύθεροι θα αισθάνονται ότι πρέπει να εκπληρώσουν τον ρόλο τους για να αποκαταστήσουν την πίστη στη δημοκρατία.
Μόλις λίγες μέρες πριν φαινόταν ότι η Γερουσία μάλλον θα παρέμενε στον έλεγχο των Ρεπουμπλικανών, άρα το έργο της κυβέρνησης Μπάιντεν θα περιοριζόταν αναγκαστικά σε ό,τι θα μπορούσε να πετύχει μέσω εκτελεστικών εντολών και διορισμών σε ρυθμιστικούς οργανισμούς.
Η νέα ισορροπία 50-50 στη Γερουσία, όμως, με την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις να έχει την καθοριστική ψήφο είναι μια οριακή πλειοψηφία. Μπορεί να μην επιτρέψει στον Μπάιντεν να πραγματοποιήσει τις σαρωτικές αλλαγές που φιλοδοξούσε, αλλά θα κάνει μεγάλη διαφορά.
Ο Μπάιντεν θα μπορέσει να πάρει την έγκριση για να τοποθετηθούν άνθρωποι της επιλογής του στο δικαστικό σώμα και το υπουργικό συμβούλιο. Έτσι, ο έλεγχος της νομοθετικής ατζέντας θα περάσει από τους Ρεπουμπλικανούς στους Δημοκρατικούς.
Για τους Ρεπουμπλικανούς, ο «λογαριασμός» της ανίερης συμφωνίας που έκανε το κόμμα τους με τον Τραμπ έγινε μέσα σε λίγες ώρες ξεκάθαρος. Τα αποτελέσματα των εκλογών του Νοεμβρίου τούς επιτρέπουν να ελπίζουν ότι με ένα μεταρρυθμισμένο κόμμα θα μπορούσαν να κερδίσουν ξανά. Αλλά, για να το πετύχουν και για να δείξουν ότι δεν αποτελούν απειλή για την δημοκρατία στην Αμερική, θα πρέπει να αποβάλλουν τον Τραμπ. Ο οποίος αποδείχθηκε ότι ήταν πρόθυμος ακόμα και να υποκινήσει εισβολή στο Καπιτώλιο.
Όσον αφορά τις συνέπειες στην εξωτερική πολιτική της Αμερικής υπό τον νέο πρόεδρο, ο Μπάιντεν θα έχει έναν επιπλέον λόγο να μην καλοπιάσει τους αυταρχικούς αρχηγούς κρατών, όπως ο Πούτιν ή ο Ερντογάν, στο μέτρο που το έκανε ο πλέον «αποκαθηλωμένος» Τραμπ.
Ιστορικά, η Αμερική υποστηρίζει την δημοκρατία με δυο τρόπους: Με το να δίνει το παράδειγμα και να την υπερασπίζεται. Και αν ο Μπάιντεν θέλει να δημιουργήσει μια συμμαχία χωρών που θα βοηθήσει την Αμερική να παραμείνει μπροστά από την Κίνα στον αγώνα για τεχνολογική κυριαρχία, είναι η δημοκρατία αυτή που θα καθορίσει την σχέση με τους συμμάχους των ΗΠΑ.