Στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 η Νέα Δημοκρατία επικράτησε του δεύτερου ΣΥΡΙΖΑ με μία διαφορά 8 ποσοστιαίων μονάδων περίπου. Έκτοτε η διαφορά αυτή άρχισε να αυξάνει και σήμερα, δύο χρόνια μετά τις εκλογές, έχει παγιωθεί σχεδόν στο διπλάσιο, περίπου στις 14 ποσοστιαίες μονάδες. Το άνοιγμα οφείλεται στην πτώση του ΣΥΡΙΖΑ κατά 7-8 ποσοστιαίες μονάδες έναντι της εκλογικής επίδοσής του ενώ η Νέα Δημοκρατία παραμένει σταθερά κοντά στο 39%.
Το γεγονός αυτό συνιστά μία πολιτική παραδοξότητα καθόσον οι κυβερνήσεις, παγκοσμίως, περί το μέσον της θητείας τους εμφανίζουν πτώση και οι αντιπολιτεύσεις άνοδο. Εξήγηση, όμως, υπάρχει και είναι διττή: αφορά και στα κυβερνητικά πεπραγμένα αλλά και στις δραστηριότητες του ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση.
Κατ’ αρχάς, ως προς την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό: ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δώσει την εικόνα (όχι αναληθή) ενός μετριοπαθούς κεντροδεξιού πολιτικού, εργατικού, μεθοδικού, με καλή γνώση των θεμάτων, σωστή κρίση και γρήγορα αντανακλαστικά. Στην εξωτερική πολιτική, ο τρόπος αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας, που συνιστά και τον υπ' αριθμόν ένα κίνδυνο για την χώρα μας, υπήρξε ιδιαίτερα ικανοποιητικός, με το κτίσιμο νέων σημαντικών συμμαχιών στην ευρύτερη περιοχή, την ενίσχυση των δεσμών με τους παραδοσιακούς συμμάχους μας και την αναβάθμιση της αμυντικής ικανότητας της χώρας.
Στο εσωτερικό, παρά την εμφάνιση της πανδημίας που πλήττει παρατεταμένα ολόκληρο τον πλανήτη (αλλά εν μέρει και λόγω αυτής) σημειώθηκαν θετικές εξελίξεις, κυρίως στον τομέα του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας, την διεύρυνση της τηλεργασίας και της τηλεκπαίδευσης, την ενίσχυση του ΕΣΥ ώστε να αντέξει στις πρωτοφανώς αυξημένες ανάγκες, την στήριξη των πληγέντων από την πανδημία ατόμων και επιχειρήσεων. Είναι σημαντικό ότι η ήδη τραυματισμένη ελληνική οικονομία άντεξε και μάλιστα, χάρη και στους πόρους του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, στην ίδρυση του οποίου η Ελλάδα πρωτοστάτησε, διαγράφονται οι προοπτικές ενός μεγάλου αναπτυξιακού άλματος. Ήδη προχωρούν μεγάλα έργα, όπως το Ελληνικό, η παραχώρηση της Εγνατίας Οδού, ο αυτοκινητόδρομος Ε65, ο βόρειος οδικός άξων της Κρήτης, η γραμμή 4 του μετρό Αθήνας κ.α.
Το σχέδιο «Ελλάδα 2.0» προβλέπει σημαντικότατα έργα, όπως: διασύνδεση των ελληνικών νησιών ώστε να μειωθεί το κόστος ενέργειας, ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών, επιχειρήσεων και δημόσιων κτιρίων, επενδύσεις για την αναβάθμιση και διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος, όπως επίσης για την βελτίωση της ταχύτητας και αποτελεσματικότητας στην απονομή της δικαιοσύνης (ψηφιοποίηση, κατάρτιση δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων σε ψηφιακές δεξιότητες) και άλλα πολλά, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερης σημασίας είναι η διάθεση ποσού 375 εκ. ευρώ για τη βελτίωση της λειτουργίας και ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Έναντι αυτού του κυβερνητικού απολογισμού της διετίας και των διαγραφόμενων προοπτικών, ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται σε ένα καταγγελτικό λόγο για τα πάντα, χωρίς καμία πειστικότητα. Κατηγορεί ο κ. Τσίπρας την κυβέρνηση για «διχαστική» πολιτική ενώ ο ίδιος δήλωσε από του βήματος της Βουλής ότι ο σημερινός πρωθυπουργός είναι «ο μεγαλύτερος πολιτικός απατεώνας που έχει περάσει ποτέ από αυτή τη χώρα» (!)
Κατηγορεί, επίσης, τον κ. Μητσοτάκη για έλλειψη αυτοκριτικής ενώπιον της «παταγώδους», κατ’ αυτόν, αποτυχίας στη διαχείριση της πανδημίας ενώ, δύο ολόκληρα χρόνια μετά την βαριά, διπλή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2019, δεν έχει ακουσθεί λέξη αυτοκριτικής για τα πεπραγμένα του ως κυβέρνηση. Η αξιοπιστία της αντιπολιτευτικής στάσης του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα της πανδημίας προκύπτει από την δήλωση του Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι «για να είμαστε αξιόπιστοι όταν λέμε αυτά, δεν είναι κακό να πούμε το ότι η πλατφόρμα του εμβολιασμού δουλεύει καλά» …
Πανηγυρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του, ο τέως υπουργός Νίκος Παππάς, παραπέμπεται μόνο για το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος και όχι για άλλα βαρύτερα εγκλήματα. Ταυτόχρονα, ο λαλίστατος αρχηγός του δεν βρήκε κατάλληλες λέξεις για να σχολιάσει την αμετάκλητη απαλλαγή του δικηγόρου Παπασταύρου, στενού συνεργάτη του τέως πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, τον οποίο είχαν στο στόχαστρο επί μακρόν, όπως άλλωστε, αργότερα, και την Μαρέβα Μητσοτάκη, εναντίον της οποίας μέχρι και σήμερα καταφέρονται.
Μία από τις μεγαλύτερες παραδοξότητες που προσφάτως ξεστόμισε ο κ. Τσίπρας είναι το βαρύγδουπο απόφθεγμα ότι «αν θέλουμε να κερδίσουμε το Κέντρο πρέπει να στρίψουμε αριστερά» (!) Η δήλωση αυτή συγκρούεται ευθέως με την λογική, εκτός εάν ο δηλώσας υπονοεί ότι, αυτός και το κόμμα του εκκινούν από… δεξιές θέσεις.
Ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων, δεν είναι εντέλει παράδοξο το γεγονός ότι δημοσκοπικά η διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά τις τελευταίες εκλογές αυξάνεται αντί να μειώνεται.
* Ο Κώστας Χρηστίδης είναι Νομικός - Οικονομολόγος