Στο μέτωπο της πανδημίας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια τρομερή -τρομερά επικίνδυνη, απρόβλεπτη και αντιφατική- εξέλιξη. Από τη μία πλευρά, ο εμβολιασμός, σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν έφτασε σε ικανοποιητικό επίπεδο, έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητα και την αντοχή του.
Αρχίζουν να κυκλοφορούν φάρμακα (το σκεύασμα της εταιρίας Merck έγινε προχτές επισήμως αποδεκτό στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ και η Pfizer ανακοίνωσε δικό της σκεύασμα που ήδη εξετάζεται), τα οποία λαμβάνονται μετά τη μόλυνση, μειώνουν αισθητά τις συνέπειές της κι έτσι συμπληρώνουν καίρια το ιατρικό οπλοστάσιο.
Αίρονται επίσης τα τελευταία νομικά εμπόδια έναντι των βασικών μέτρων άμυνας κατά της πανδημίας (αυτή τη βδομάδα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέκρουσε το αίτημα Ιταλών επαγγελματιών για τη λήψη προσωρινών μέτρων κατά του πιστοποιητικού εμβολιασμού κι άνοιξε το δρόμο για σχεδόν βέβαιη τελική απόφαση προς αυτή την κατεύθυνση), ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία ως προς τον σεβασμό της νομιμότητας και των δικαιωμάτων.
Από την άλλη - και αυτή είναι δυστυχώς η πλευρά που κυρίως βλέπουν και νιώθουν οι κοινωνίες -, η πανδημία όχι μόνο δεν έχει εξαλειφθεί, αλλά καλπάζει με έναν νέο τρόπο. Ο εμβολιασμός μοιάζει να έχει φτάσει στο όριο του και σε αρκετές χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η δική μας, το όριο αυτό είναι τόσο μακριά από το ιατρικά επιθυμητό, που δεν επιτρέπει καν σκέψη για συλλογική ανοσία.
Η Ευρώπη, με 1.800.000 νέα κρούσματα και 25.000 θανάτους την εβδομάδα που κλείνει, ξαναέγινε επίκεντρο της πανδημίας και χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ιταλία, η Ελλάδα αρχίζουν να αντιμετωπίζουν, πριν καλά-καλά εγκατασταθεί ο χειμώνας, μεγάλο πρόβλημα. Το «τέταρτο κύμα» είναι όχι μόνο παρόν και σφοδρό, αλλά έχει πέσει και σε ένα ψηλό κι ακλόνητο τείχος άρνησης - των μέτρων και της λογικής.
Ένα πρόσφατο εγχώριο παράδειγμα είναι πολύ χαρακτηριστικό της δύσκολης και απειλητικής σύνθεσης των παραπάνω αντιφάσεων: πρόκειται για την ειδική αντιμετώπιση της Εκκλησίας εντός της πανδημίας και σε σχέση με τα περιοριστικά μέτρα.
Η διαρκής προσπάθεια της κυβέρνησης, με μικρά αναγκαστικά διαλείμματα σε εποχές πανδημικών εξάρσεων, να εξαιρεθεί η Εκκλησία, και άρα και όσοι εκκλησιάζονται, από τους περιορισμούς και τα μέτρα που ισχύουν στους κλειστούς χώρους, είναι, για να το πούμε καθαρά, λάθος. Από νομική άποψη δεν στηρίζεται πουθενά, το δε κοινωνικό παράδειγμα που δίνει είναι επιζήμιο.
Ούτε η επίκληση του «ειδικού καθεστώτος», το οποίο απολαμβάνει η ορθόδοξη «επικρατούσα θρησκεία», έχει επιρροή μπροστά στον υγειονομικό κίνδυνο και τα υγειονομικά μέτρα.
Ούτε η άσκηση του δικαιώματος της πίστης μπορεί να αποτελέσει λόγο εξαίρεσης, αφού οι περιορισμοί αφορούν εξ ορισμού σε δικαιώματα, χωρίς να υπάρχει ιεράρχηση σε αυτά παρά μόνον εκτίμηση της ανάγκης να περιορισθούν.
Ούτε στις «ζωτικές ανάγκες», όπως είναι η τροφή και η φαρμακευτική υποστήριξη, μπορεί να υπαχθεί ο εκκλησιασμός, έτσι ώστε να δικαιολογείται η εξαίρεση του από τα μέτρα, δίπλα στα σούπερ-μάρκετ και τα φαρμακεία - η «πνευματική τροφή» υποχωρεί σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και πάντως ο εκκλησιασμός δεν αποτελεί τη μόνη ή την υψηλότερη μορφή της.
Ούτε η επικινδυνότητα του συνωστισμού σε ναούς χωρίς μάσκες και χωρίς ελέγχους μπορεί να υποτιμηθεί, όπως εξάλλου, καθυστερημένα αλλά προς τιμήν της, δεν την υποτιμά σήμερα η ίδια η ιεραρχία της Εκκλησίας.
Ούτε, βέβαια, η ανοιχτή προσπάθεια αποκομιδής πολιτικού οφέλους από την επίδειξη ευμένειας προς την «Δεξιά του Κυρίου», τιμά αυτούς που την επιχειρούν.
Η αξιωματική αντιπολίτευση εύλογα συνεπώς διαπίστωσε την αδικαιολόγητη ειδική μεταχείριση και ζήτησε να αρθεί. Έχασε, όμως, το δίκιο της, όταν συνέδεσε αυτό το αίτημα με δήθεν «καταστροφική πολιτική» της κυβέρνησης και απουσία οποιοδήποτε μέτρου - κατηγορίες που διόλου δεν ευσταθούν και που, μαζί με το διαρκές κλείσιμο του ματιού στους ανεμβολίαστους και την ανοχή, αν όχι την υποδαύλιση, της διγλωσσίας (άλλα στελέχη με υπεύθυνη στάση κι άλλα με σαφώς αντιεμβολιαστική και αντιορθολογική), εκθέτουν την προσπάθεια κομματικής εκμετάλλευσης της πανδημίας και από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Ποιος κερδίζει από όλα αυτά σε ένα τόσο δύσκολο μεταίχμιο; Ένας και μόνο: ο σκοτεινός λαβύρινθος των αντιεμβολιαστών, οι εξ επαγγέλματος αρνητές, οι καμικάζι κατά της πανδημίας και του κράτους, εκείνοι που είναι αποφασισμένοι να παίξουν με τις ζωές τους αλλά και με τις ζωές μας, με την πανδημία αλλά και με την κοινωνική συνοχή, με τα δικαιώματά τους αλλά και τη Δημοκρατία.
Η μεγάλη πλειοψηφία όσων βρισκόμαστε απέναντι, και ιδίως όσοι ασκούν δημόσια εξουσία ή έχουν δημόσιο λόγο, οφείλουν να τους πολεμούν με τα λόγια και τα έργα της νομιμότητας κι όχι να τους προσφέρουν επιχειρήματα από σκοπιμότητα, προχειρότητα ή ανευθυνότητα.