Υπήρξαν κι οι τρεις, ασυνήθιστοι άνθρωποι. Τόσο ιδιαίτεροι και ταυτοχρόνως τόσο ταπεινοί. Τόσο σταυρωμένοι και ταυτοχρόνως αναστάσιμοι.Στο περιθώριο κάπως και γι' αυτό στο κέντρο, στον πυρήνα της ζωής. “Ανάσταση χωρίς σταύρωση δεν υπάρχει”, το εμπεδώσαμε, κι ένα παιδί πια το 'μαθε, “οι άγιοι των Γραμμάτων μας” και ο ζωγράφος του καθημερινού σταυρωμένου ανθρώπου και του Θεού.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγηρος, ανθρώπινος πάντα και τούτο υπερβατικός, ο διασώζων την ψυχή του λαού μέσα από τα έθιμα και τις συνήθειες, την πίστη και την βαθύτερη γνώση και λάμψη.
Φώτης Κόντολγου, ο Μικρασιάτης αγιογράφος που έκανε λογοτεχνία σημαντική τις ταπεινές κι αδάμαστες ψυχές, την Ορθοδοξία και την ελληνική παράδοση. Ανεπιτήδευτος πάντα, ουσιαστικός, λαϊκός και προσιτός.
Και Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο εύπορος Θεσσαλονικιός. Σπούδασε Φαρμακευτική στο Παρίσι, αλλ’ όταν το 1933 επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Άγιον Όρος, ξαναπήγε έκτοτε ενενηντατρείς φορές! Ζωγράφισε και όπως και στο λογοτεχνικό του έργο υπήρξε παντού πρωτοπόρος. Μάστορας των εσωτερικών μονολόγων, με θρησκευτική προσήλωση και παραμπομπές στην βυζαντινή τέχνη και στη γενέθλια γη.
Το Liberal.gr, τo φετινό ιδιαίτερο Πάσχα καταφεύγει στον δικό τους καθαρό, αναστάσιμο λόγο. Με αποσπάσματα από τα πιο γνωστά πασχαλιάτικα έργα τους, διαχρονικά, ιαματικά και λυτρωτικά.
Καθαγιάζοντας κατά κάποιον τρόπο την καθημερινότητα και την εποχή που όπως όλες οι εποχές με τον δικό της αλλόκοτο, μυστηριακό λόγο, αποτελεί μια νεκραναστάσιμη, εν τέλει, εποχή.
Με του Θεόφιλου, τις λαϊκές, λαμπριάτικες ζωγραφιές.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:
“Εξοχική Λαμπρή”, “Παιδική Πασχαλιά”, “Χωρίς στεφάνι”…
μ’ αυτά μεγαλώσαμε. Ειδικά την Λαμπροβδομάδα. Αναστάσιμος, κατ’ εξοχήν. Φύση και Ποίηση, ανθρωπιά και ελπίδα, Προσευχή κι αρμονία στις σελίδες του.
Αλήθεια, ποιος δεν θυμάται εκείνον τον τρισχαριτωμένο παιδικό καυγά. Για μια λαμπάδα. Ξανά επίκαιρο, ναι;
“…Μια παιδίσκη και εις παις πενταετής ήρχισαν να φιλονικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφωτέρα.
– Όχι, η δική μου η λαμπάδα είναι καλύτερη.
– Όχι, η δική μου.
– Εμένα ο πατέρας μ’ την εδιάλεξε και είναι πιο καλή.
– Εμένα η μάνα μ’ την εστόλισε μοναχή της.
– Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάνα σ’;
– Τέτοια παλιολαμπάδα!
– Ναι, παλιολαμπάδα; …να!…
– Να κι εσύ!
– Να κι άλλη μια!
Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάματα και οι δύο”. (Παιδική Πασχαλιά).
Γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η “Μετανάστις” στην εφημερίδα “Νεόλογος”. Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του “Οι έμποροι των Εθνών” στην εφημερίδα “Μη χάνεσαι”. Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην “Ακρόπολη” το μυθιστόρημά του “Γυφτοπούλα”, όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ’ όπου δημοσιεύει τη “Φόνισσα”. Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον “Παρνασσό” η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.
Φώτης Κόντογλου:
“Ο Χριστός ανάστησε τον Λάζαρο πριν σταυρωθή, για να πιστέψουμε στη δύναμή του οι Ιουδαίοι και για να στερεωθή η πίστη στους μαθητές του, όπως πρωτήτερα είχε μεταμορφωθή στο όρος Θωβώρ για την ίδια αιτία…”
(Ανέστη Χριστός: η δοκιμασία του Λογικού, εκδ. Αρμός)
Ο ολόφρεσκος κι ανεπιτήδευτος λόγος του Κόντογλου παραθέτει σ’ αυτό ειδικά το βιβλίο, τα Ευαγγελικά γεγονότα της Μεγάλης Βδομάδας ξεκινώντας από την Ανάσταση του Λαζάρου και φτάνοντας και μετά την Λαμπρή, ως “την Ανάληψη του Κυρίου”.
Γεννημένος στο Αιβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ου αιώνα.
Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη ως νέος, μαθαίνοντας την λεγόμενη “Δυτική” ζωγραφική, αλλά αφιερώθηκε στη Βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην Αγιογραφία όταν επισκέφθηκε το 1923 το Άγιον Όρος.
Στη συνέχεια της ζωής του εικονογράφησε εκκλησίες που σήμερα θεωρούνται μνημεία, συντήρησε τοιχογραφίες του Μυστρά και προπαντός έγραψε’ για την ελληνική ζωγραφική και για την βυζαντινή αγιογραφία, για την ελληνική φύση, την παράδοση και την Ορθοδοξία, για την θάλασσα και τους απλούς ανθρώπου του λαού. Βραβεύτηκε για το έργο του από την Ακαδημία Αθηνών και πέθανε το 1965 στην Αθήνα.
Ανάμεσα στα έργα του: “Το Αιβαλί η πατρίδα μου”, “Η πονεμένη ρωμιοσύνη”, το “Ευλογημένο καταφύγιο”, “Γίγαντες ταπεινοί”, “Ο κουρσάρος”, “¨Πέδρο Καζάς”, “¨Το ασάλευτο θεμέλιο”, “Ταξιδευτές και ονειροπόλοι” και φυσικά μεταξύ άλλων πολλών και το “Ανέστη Χριστός: Η δοκιμασία του λογικού” (εκδόσεις “Αρμός”).
Νίκος Γαβριήλ Παντζίκης:
“Γεννήθηκα στα 1908” αυτοβιογραφείται. “Πήγα σχολείο μονάχα στην Στ Δημοτικού, διδαχθείς κατ’ οίκον. Oι οικοδιδάσκαλοί μου, μου εμφύτευσαν την αγάπη στη Γεωγραφία και το Δημοτικό τραγούδι.
Δεκατεσσάρων χρονών έγραψα μιά Παγκόσμια Γεωγραφία. Eν συνεχεία άρχισα να γράφω εκφραζόμενος προσωπικά πάνω στο σχήμα «H Λαφίνα» και του «Kίτσου η μάνα». Θαύμαζα τον Kαρκαβίτσα για το ότι μνημόνευε και εκμεταλλευόταν πάρα πολλές παραδόσεις μας.
Φοιτητής στο Παρίσι, η νορβηγική και γενικώτερα η σκανδιναυϊκή συμβολιστική λογοτεχνία μ’ επηρέασε και άρχισα να κινούμαι σε άλλο επίπεδο. Tότε ήταν που διάβασα και το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα».
Στο Στρασβούργο, συνεχίζοντας τις σπουδές μου, μου επεβλήθη ο Γάλλος Kλωντέλ. Aπό το 1936 και μετά, πέρασα σε άλλον κόσμο με τους Bυζαντινούς χρονογράφους.
Aπό τους αρχαίους Έλληνες, επειδή ποτέ δεν υπήρξα ευφυής και έξυπνος, εκτός από τον Πίνδαρο και προπαντός τον Όμηρο, σε κανέναν άλλον απάνω δεν στηρίχτηκα.
Mιας εξ αρχής η τάση μου ήταν μυθικής και παραμυθικής ερμηνείας των εγκοσμίων. Tα βιβλία που εξέδωσα, ορίζουν σειρά συναισθηματικών απογοητεύσεων. Aυτό άλλωστε μ’ έκανε ολοένα και φανατικώτερο υπηρέτη και μιμητή των βυζαντινών συγγραφέων.
Aπό το 1967 καθημερινά εργάζομαι πάνω στο Συναξαριστή του Aγίου Nικοδήμου του Aγιορείτου. Έκανα μιά μικρή, μεσαία και μεγάλη περίληψη του Συναξαριστή. Aπό τότε μέχρι σήμερα, ό,τι κι αν επιχειρώ να γράψω, βασίζεται στην αριθμητική και ψηφαριθμητική επεξεργασία του συναξαρίου της ημέρας.
Tα βιβλία μου που κυκλοφόρησαν (και πρέπει να σημειωθεί ότι εκδότης σπάνια δεχόταν να μου εκδώσει βιβλίο και πολύ περισσότερο διευθυντής περιοδικού να δημοσιεύσει κείμενό μου) είναι: ο Aνδρέας Δημακούδης, το πρώτο μου μυθιστόρημα. Στον Aνδρέα Δημακούδη δίνεται μιά εικόνα της ερωτικής απαλλοτριώσεως του εγώ. Στον Πεθαμένο και Aνάσταση, το απαλλοτριωμένο και νεκρό εγg ανασταίνεται χάρις σε στοιχεία επαφής με τον τόπο. Aρχινώ ταυτόχρονα τότε να καταγίνομαι με τη ζωγραφική. Mε τον Στρατή Δούκα, τον Παπαλουκά και το Xατζηκυριάκο-Γκίκα, διδασκόμενος. Στην ποιητική συλλογή Eικόνες το νόημα αποδίδεται με τη φράση: «H αγάπη πρέπει να μας μάθει και τα κόπρανα ν’ αγαπάμε του άλλου». H Πραγματογνωσία, περιγράφει τα γεγονότα ενός γάμου, μιας πεντάμορφης νεαράς κόρης, μ’ έναν σαραβαλιασμένο, με τό ’να πόδι ξύλινο, ναυτικό. H Aρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής είναι μιά προσπάθεια μνημικής ταύτισης ζώντων και νεκρών. Tο Mυθιστόρημα της Kυρίας Έρσης γράφτηκε όταν είχα πια παντρευτεί. Aπό το 1969 και μετά, χάρις στην προβολή που μου έκανε στο Γερμανικό Iνστιτούτο Γκαίτε ο κ. Σαββίδης, άρχισαν να βγαίνουν συχνά τα βιβλία μου. Συλλογή διηγημάτων αποτελεί η Συνοδεία? η Mητέρα Θεσσαλονίκη, είναι κείμενα σε πεζό, με κέντρο την αγάπη μου για την πόλη που γεννήθηκα και ζω. Tο Προς εκκλησιασμό είναι μια σειρά ομιλιών, χαρακτηριστική της προσπάθειάς μου για ένταξη στην εκκλησία. Σε ανάλογο επίπεδο, όχι όμως θεωρητικό, κινούνται οι Σημειώσεις εκατό ημερών και τα Oμιλήματα. Στο Aρχείον που είναι ένα βιβλίο έμμεσου έρωτος, η έννοια του χρόνου καταλύεται και οριστικά θεμελιώνεται η εσωτερική μου μυθολογία. Mια εικόνα μυθολογικής αντιλήψεως είναι τέλος το βιβλίο μου, Πόλεως και Nομού Δράμας παραμυθία”.
Πέθανε το 1993 στην πόλη όπου γεννήθηκε, από καρδιακή ανακοπή.
Ανάμεσα στα έργα του, και τα: “Μητέρα Θεσσαλονίκη”, “Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής”, “Προς εκκλησιασμόν”, “Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης”, “Ομιλήματα”, “Ψιλή η περισπωμένη”, “Υδάτων υπερχείλιση”, “Ποιήματα” και βεβαίως “Ο πεθαμένος και η Ανάσταση” που έχει εκδοθεί και επανεκδοθεί. Τελευταία φορά το 1999 από τις εκδόσεις Άγρα, με πυρήνα το υπαρξιακό συγγραφικό βάσανο, όπως ακολουθεί:
“Απορώ με τ’ ανθρώπινο σχήμα που το συνηθίζουμε και μας φαίνεται σταθερό. Ερωτώ, τι λογής είναι το κεφάλι, τα χέρια, το κορμί; Η όρθια στάση τι μπορεί να σημαίνει; Τι μπορώ να πω; Ποια μαρτυρία να δώσω; Καμιά ισχυρή μαρτυρία δεν βρίσκω. Πού χρειάζεται να προχωρήσω; Σε ποιο βάθος πρέπει να κατέβω; Να συλλάβω τ’ αληθινό νόημα, να βρω τη βάση, την εξήγηση που εγώ στέκουμαι όρθιος ενώ με ειδοποιεί για το μέλλον ο άλλος πλαγιασμένος παντοτινά. Είμαι υποχρεωμένος να κλείσω τα μάτια μου και να δω με τη μνήμη. Για ν’ ανακαλύψω το σχήμα που έσβησε σταθερότερα, πρέπει να περιορίσω τις ανάγκες μου, να μείνω φτωχό περισσότερο με τη δίψα παρά με το νερό που πίνεται στη βρύση. Σκύφτω μέσα στο λάκκο που τον έχουν κάψει βαθύ. Πού ‘ναι ο θεμέλιος λίθος; Πού υψώνεται, η πολύεδρη οικοδομή, η ευρύτερη από το χώρο, η ακατάλυτη από τον χρόνο; Διακρίνω μόνο πλήθος ποικίλες αναγκαίες απόψεις. Σκέφτουμαι. Συλλογιέμαι τον τρόπο που θα φύγω από τον καθημερινό δρόμο. Πώς θα καθαριστώ από το ιδιωτικό μου συμφέρον που με βρωμίζει; Πώς θα μπορέσω να δεχτώ τα λόγια που ξεπερνούν τις διαστάσεις από κάθε κτίσμα; Ράντισέ με ουρανέ με ύσωπο για να καθαριστώ, να πλυθώ, ν’ ασπρίσω περισσότερο από το χιόνι. Σκυμμένος απάνω στο μνήμα των δικών μου, γυρεύω παρήγορο χαιρετισμό. Πού να ‘βρω το ουρανόχρωμο του ερχομού της άνοιξης λουλούδι; Πώς να περπατήσω στο περιβόλι που αποδρά κάθε θλίψη και στεναγμός; Σαν παιδί ακουμπώ στο σταυρό που ‘ναι η μαρτυρία του πατέρα μου, τρομάζοντας την έλλειψη κάθε υλικής παρουσίας.
Τα δάκρυα της περισσότερης δυστυχίας καίνε το μαντίλι που σφουγγίζοντας το κάθιδρο πρόσωπό του αποτύπωσε τη φυσιογνωμία του, Πώς θα μπορέσω να πιστέψω την απ’ τον τάφο ανάσταση του Χριστού; Δεν μπορώ να καταλάβω τη βεβαιότητα μιας αναμονής της ενδόξου ανάστασης, την ώρα που το σώμα κρέμεται από το ξύλο σταυρωμένο, καταστρέφοντας κάθε υπόσχεση χαράς. Πώς μπορώ να εννοήσω ότι ο θάνατος είναι η συνέχεια που μας συμπληρώνει, ενώ βλέπω όρθιο τον παπά πάνω στον τάφο, να ρίχνει με το φκυάρι το πρώτο χώμα που θα κρύψει το πρόσωπο; Βροντούν τα σβολάρια του χώματος κατρακυλώντας ανακατωμένα με το κρασί που αδειάσαν , σχηματίζοντας λάσπη που λερώνει τ’ άσπρο βαμβάκι, που ‘ναι στρουμωγμένο στο στόμα. “Χριστός Ανέστη”, ακούω ξανά εγώ ο άπιστος δούλος, ο αρνητής. “Χριστός Ανέστη” την ώρα που βλέπω όλη τη ζωή μου, και την ξανακερδίζω με τη μνήμη. “Χριστός Ανέστη”, η φωνή των αιώνων επιμένει και καταλαβαίνω το χρέος μου…”