Του Γιώργου Παυλόπουλου
«Ακυβέρνητη χώρα» ήταν ο τίτλος που επέλεξε στο χθεσινό της φύλλο η εφημερίδα la Stampa προκειμένου να περιγράψει την κατάσταση που επικρατεί στην Ιταλία μετά τις εκλογές της Κυριακής. Από μια άποψη δε, έχει απόλυτο δίκιο. Διότι τα πολιτικά μαθηματικά (με δεδομένο ότι κανένα κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων δεν συγκεντρώνει τον μαγικό αριθμό των 316 εδρών στη βουλή) δείχνουν ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν θα είναι εύκολο να προκύψει και πως θα χρειαστούν αλχημείες για να συμβεί αυτό. Χωρίς να αποκλείεται, μάλιστα, το σενάριο της νέας προσφυγής στις κάλπες και μιας μακράς περιόδου πολιτικής αστάθειας, από αυτές που μας είχε συνηθίσει στο παρελθόν η Ιταλία -έστω κι αν τα τελευταία χρόνια το πολιτικό της σύστημα έδειχνε να ξεπερνά αυτή τουλάχιστον την... παιδική του ασθένεια.
Από μια άλλη πλευρά, όμως, η ιταλική εφημερίδα έχει άδικο. Διότι μπορεί η κοινοβουλευτική και κυβερνητική πλειοψηφία να μην προέκυψε, όμως το μήνυμα που έβγαλαν οι κάλπες είναι σαφές και απολύτως πλειοψηφικό. Συνίσταται δε στην αποδοκιμασία τόσο του «παλιού» πολιτικού συστήματος όσο και της σχέσης που έχει οικοδομήσει η Ρώμη και οι διαδοχικές κυβερνήσεις της με τις Βρυξέλλες και το διευθυντήριο της Ε.Ε. και της ευρωζώνης.
Οι αριθμοί αποδεικνύουν και εδώ του λόγου το αληθές. Τα δύο κόμματα που συγκροτούσαν το πολιτικό κατεστημένο τα πολλά τελευταία χρόνια, δηλαδή οι Δημοκρατικοί του Mateo Renzi και η Φόρτσα Ιτάλια του Silvio Berlusconi κυριολεκτικά συνετρίβησαν, καθώς αθροιστικά κατάφεραν μόλις και μετά βίας να συγκεντρώσουν τις ψήφους του ενός στους τρεις Ιταλούς -με άλλα λόγια, συγκέντρωσαν κοντά στο 33%, έναντι σχεδόν 47% που είχαν στις προηγούμενες εκλογές, του 2013. Έτσι, πρακτικά, περνούν στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων, σε ρόλο κομπάρσου, όπως άλλωστε και οι ηγέτες τους.
Τη θέση τους, στο κέντρο της σκηνής, παίρνουν πλέον το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η Λίγκα του Βορρά, δύο κόμματα δηλαδή με αντισυστημικά, εθνικιστικά, λαϊκιστικά, αντιευρωπαϊκά και, σε μεγάλο βαθμό, ακροδεξιά χαρακτηριστικά. Πλαισιώνονται δε (ειδικά η Λίγκα) από τους νεοφασίστες με τίτλο Αδέλφια της Ιταλίας, που επίσης υπερδιπλασίασαν το ποσοστό τους και εκπροσωπούνται πλέον στη Βουλή. Πρόκειται για δύο κόμματα τα οποία, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, έχουν θέση θέμα όχι απλώς μη συνέχισης της τυφλής πειθάρχισης στις ευρω-εντολές, αλλά ακόμη και ρήξης με το υπάρχον ευρωπαϊκό οικοδόμημα, είτε μέσω διεξαγωγής δημοψηφίσματος είτε με άλλους τρόπους.
Αν και θα είναι πολύ δύσκολο οι ηγέτες τους, Mateo Salvini και Luigi di Maio, να τα βρουν και να συνεργαστούν σε μια κυβέρνηση (πολύ περισσότερο καθώς διεκδικούν ο καθένας για τον εαυτό του τον ρόλο του πρωθυπουργού), αυτοί είναι που θα κάνουν κυρίως το... παιχνίδι από εδώ και στο εξής, επιβάλλοντας την ατζέντα τους. Και γι'' αυτό, στο Βερολίνο και το Παρίσι, όπως και στις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη, οι εταίροι της Ιταλίας όχι απλώς δικαιολογούνται να ανησυχούν - είναι υποχρεωμένοι να ανησυχούν και μάλιστα πολύ!
Ειδικά ο Salvini, άλλωστε, δεν έκρυψε από την πρώτη στιγμή τις προθέσεις του: «Το ευρώ είναι ένα νόμισμα που είναι καταδικασμένο να τελειώσει και οφείλουμε να είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι γι'' αυτό», δήλωσε στην πρώτη του συνέντευξη Τύπου μετά την αναμέτρηση που τον εκτίναξε από το 4% κοντά στο 18%, προκαλώντας... τεταρταίο πυρετό σε Γερμανούς, Γάλλους και λοιπούς, οι οποίοι διαπιστώνουν αίφνης ότι το μεγάλο τους πρόβλημα δεν είναι το Brexit, αλλά η Ιταλία.
Θα έπρεπε, φυσικά, να το περιμένουν. Διότι, πολύ απλά, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα. Με άλλα λόγια, με βάση τον νόμο των πιθανοτήτων, μπορεί ο κίνδυνος να αποφεύχθηκε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στη Γαλλία, την Ολλανδία, και τη Γερμανία, όμως ήταν βέβαιο ότι κάποια στιγμή το μπουκάλι θα έσπαζε και το τζίνι θα έβγαινε έξω. Η πρόσφατη συμφωνία για συμμετοχή της Ακροδεξιάς στην κυβέρνηση της πλούσιας Αυστρίας είχε στείλει σαφή μηνύματα, αλλά φαίνεται ότι ελάχιστοι είχαν δώσει την δέουσα σημασία.
Φυσικά, τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμη. Σε μια Ευρώπη όπου οι πολιτικές «κωλοτούμπες» έχουν γίνει κάτι σαν συνήθεια, τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ούτε καν στην Ιταλία, χωρίς την οποία (και σε αντίθεση με τη Βρετανία η την Ελλάδα) δεν μπορεί να νοηθεί πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση της Ε.Ε. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό το θρίλερ θα διαφέρει από τα άλλα και θα είναι για γερά νεύρα.