Η ιστορία ξετυλίγεται σκληρά και ανατριχιαστικά από την πρώτη ως τη τελευταία σελίδα και ξεφλουδίζεται κάνοντας το πορτοκάλι λεμόνι. Με ήρωες που δικαιολογούν τον χαρακτήρα που έχτισαν και γεγονότα που μόνο εδώ σ’ αυτό το μακελειό οδηγούν, μοίρα σχεδόν και πεπρωμένο.
Αύγουστος Κορτώ «Μισό παιδί», εκδ. Πατάκη, σελ. 264
«Η διαστροφή προϋπήρχε του φόνου: ήταν – είναι- το ίδιο το χωριό. Μέρη όπως το Χρυσοδέντρι θα ‘πρεπε να ‘χουν εκκενωθεί προ πολλού, δια νόμου, διότι οι κοινωνίες που συντηρούν είναι νοσογόνες. Πώς μπορείς να χωρέσεις τον εικοστό πρώτο αιώνα- με όλες τις διογκωμένες προσδοκίες κι απαιτήσεις του, με την αλλοίωση της αίσθησης του χρόνου και της ιστορίας- σε ένα μάτσο ανακαινισμένες τρώγλες, σ’ ένα καθεστώς ασφυκτικής, πρωτόγονης συνύπαρξης του προπερασμένου αιώνα; Επόμενο είναι πως κάτι φρικτό θα συμβεί. Αν σκοπεύετε να με ρωτήσετε για τον δράστη, ειλικρινά δεν έχω τίποτα να πω, δεν μου προξενεί το παραμικρό συναίσθημα.
Ο Ράπτης ήταν το τυχαίο χέρι- θα μπορούσε στη θέση του να ‘ταν ο οποιοσδήποτε. Ο γιος μου, στη σούρα του, νομίζοντας ότι οι πράκτορες της Τουρκιάς κρύβονται στα δέντρα. Η νύφη μου, αν είχε ίχνος ευφυίας κι ελεύθερης βούλησης, κι αποφάσιζε ν’ απαλλαγεί απ’ το άχθος ενός ανυπόφορου, τυραννικού συζύγου. Η εγγονή μου, αν κάτι πήγαινε στραβά στην άδεια της ζωή – αν κάποια συμμαθήτρια, λόγου χάρη, έπαιρνε περισσότερα λάικ στο ίντερνετ. Ακόμα κι ο εξάχρονος εγγονός μου, αν ήθελε να δει πώς είναι να σκοτώνεις στ’ αλήθεια, κι όχι μόνο στο κομπιούτερ».
Και είναι τα λόγια της γιαγιάς ενός επιζήσαντος. Με μισό πρόσωπο, μαστουρωμένος έστω με παυσίπονες και παυσίλυπες μορφίνες συνεχώς, αλλά η καρδιά του σε σχέση με των υπολοίπων παιδιών, έστω σαν ξεχαρβαλωμένο ρολόι και ξεχασμένο, συνεχίζει ακόμα να κτυπάει.
Ο Αντώνης Ράπτης, δεκαεφτά χρονών αγόρι, σε ένα -κατά την γιαγιά «δολοφόνιο χωριό»- αιματοκύλισε το Χρυσοδέντρι. Μπαίνει στη τάξη του μονοθέσιου σχολείο μ’ ένα κλεμμένο πολυβόλο από τον πατέρα της αγαπημένης του, σκοτώνει τον δάσκαλο και αμέσως μετά σχεδόν όλους τους φίλους του. Μονάχα εκείνη την αφήνει μισή. Ούτε νεκρή αλλ’ ούτε και ζωντανή. Και στη συνέχεια, αυτοπυρπολείται κι ο ίδιος.
Το μακελειό συνταράσσει το πανελλήνιο και βυθίζει στο πένθος όλο το χωριό. Οι γονείς των δολοφονημένων παιδιών απαιτούν από την καθαρίστρια μάνα του δολοφόνου, να μην ενταφιαστεί θύτης και θύματα μαζί, η δε ετυμηγορία σχεδόν αυτόματα βγαίνει: ο γιος της ξένης, ένας παρείσακτος και από ζήλεια ερωτική σκοτώνει όποιον αρσενικό αντίζηλο και μαζί του την αγαπημένη. Και κάτι φήμες, για τον «προδότη» δάσκαλο που ήταν ο πρώτος νεκρός, για εκείνη την άσεμνη φωτογραφία της κατεστραμμένης Ματίνας που υπήρξε κατ’ άλλους και η πέτρα του σκανδάλου, απομένουν μετέωρες και αναπόδεικτες. Η Ματίνα όλα δείχνουν ότι δεν θα συνέλθει ποτέ και τ’ αγόρι που επέζησε δεν έχει πια γλώσσα κι όργανα να ψελλίσει το οτιδήποτε.
Μονάχα τα σκοτωμένα παιδιά εξ’ αρχής δείχνουν πως ξέρουν.
Ο Αύγουστος Κορτώ στο καινούργιο βιβλίο του «Μισό παιδί» επιστρέφει σε μια αγάπη παλιά, στις ιστορίες μυστηρίου που μας τον σύστησαν, με τις οποίες τον αγαπήσαμε, και κάνει θαύματα. Ξεκινώντας από τον χορό των δολοφονημένων παιδιών υπογράφει μια σύγχρονη τραγωδία με όλα τα αρχετυπικά της παλιάς και τα σημάδια που απαρτίζουν μια αιώνια και σημερινή, καινούργια. Σκληρό χωριό, κακοποιημένες γυναίκες και σακατεμένα παιδιά, υποθηκευμένες ζωές και χαρακτήρες μισοί άνθρωποι -μισοί δράκοι, σαν τον Μινώταυρο, τη Μέδουσα, τις Σειρήνες και τη Σφίγγα. Κι ένα παιδί δολοφόνος μισός έφηβος- μισός μεγάλος Και ο Αύγουστος Κορτώ αποδεικνύει στο σημείο αυτό ότι είναι μεγαλοφυής συγγραφέας. Μονάχα να μη βιάζεται και να μην αφήνεται στις ευκολίες, να τον ενδιαφέρει το θέμα του, η ιστορία του να είναι βαριά σκιά του και να τον τσουρουφλίζει.
Όπως ο Φίλιππος Σέξτος, αφηγητής, συλλέκτης μαρτυριών κι επίδοξος γραφιάς που ταξιδεύει στο χαροκαμένο Χρυσοδέντρι. Παιδί αλκοολικών γιατρών, κάπελας από πεποίθηση, φυγάς από το δικό του προκαθορισμένο πεπρωμένο. Που το γεμίζει με ιστορίες άλλων, επί τω προκειμένω των γονιών, των συγχωριανών, μέχρι και στο τρελό του χωριού θα καταφύγει, θ’ ανακαλύψει την δική τους «Τερατοσπηλιά» και θα βρεθεί στο τέλος με την αλήθεια πύρινη στα χέρια κι εκείνος να μη ξέρει τι να την κάνει. Διότι οι σκληρές αλήθειες δεν λέγονται και δεν γράφονται ποτέ. Κι αυτό το ξέρει καλά ο Αύγουστος και φροντίζει να την βυθίζει σε βαθιά ομίχλη, να κάνει τον τρόπο ατμόσφαιρα και την τελεία, ανάσα κομμένη. Ωστόσο, ο Αύγουστος που γεννά από έφηβος με την ανάσα του μυστήριες ιστορίες επιμένει να του προσάπτει πως, τελικά, ο Φίλιππος Σέξτος, το άλτερ έγκο του, «ο άγγελος των Εξαρχείων» που σώζει γιαγιάδες και θα σώσει και την τιμή εκείνου του παιδιού, είναι ένας από τους πολλούς γραφιάδες:
«Γιατί όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως κρύβουν μέσα τους ένα βιβλίο: η μεγαλύτερη φιλοδοξία του αίματος είναι να γίνει μελάνι.
»Κι αν οι γραφιάδες ξεκινούν ως ακροατές, κανείς δεν ξέρει ν’ ακούει όπως ο κάπελας, που ‘χει φάει τα νιάτα του πίσω απ’ την μπάρα».
Η ιστορία ξετυλίγεται σκληρά και ανατριχιαστικά από την πρώτη ως τη τελευταία σελίδα και ξεφλουδίζεται κάνοντας το πορτοκάλι λεμόνι. Με ήρωες που δικαιολογούν τον χαρακτήρα που έχτισαν και γεγονότα που μόνο εδώ σ’ αυτό το μακελειό οδηγούν, μοίρα σχεδόν και πεπρωμένο.
«Τύχη- ποιος ξέρει τι εννοεί ο καθένας μ’ αυτή τη δίκοπη λέξη. Κι η αγάπη (άλλο πολυπρόσωπο μυστήριο) δεν έχει μόνο βάθος, αλλά κι επιφάνεια: εικόνα, που τη βλέπεις και με κλειστά τα μάτια, που γεμίζει το μυαλό σου μόλις συλλαβίζεις τ’ όνομα του εκλεκτού. Τι κάνεις, λοιπόν, όταν η εικόνα αφανιστεί; Και πόσο τυχερός λογίζεται ο άνθρωπος που ξημεροβραδιάζεται με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα;»
Αυτή τη δίκοπη λέξη δικαιώνει ο Αύγουστος Κορτώ. Την τύχη και την αγάπη που θα μπορούσε να σώζει αλλά κόβει. Επιλέγοντας, τελικά, εκείνη την ανέφικτη και αναπόδεικτη εκδοχή. Του δολοφόνου θύματος και των θυμάτων δολοφόνων. Του μισού παιδιού που θα μπορούσε να μεγαλώσει ολόκληρο, δεν θα μπορούσε; σε μιαν άλλη ζωή; σε μιαν άλλη εκδοχή; στην εκδοχή που δεν υπήρξε, ωστόσο κι ο ίδιος προτιμά ως συγγραφέας.
Μια σύγχρονη τραγωδία με επίκεντρο εμμονές, σταθερές, εκείνο το δολοφονικό «κοινώς αποδεκτό» που επιμένει επιδεικτικά να αγνοεί το μεγάλο μυστήριο της ζωής κι όλο το ταπεινώνει και το σακατεύει.
Ο Αύγουστος, αναγνωστικά με είχε κερδίσει από τα πρώτα του βιβλία εκείνα τα παράξενα, «Στοιχειωμένος» (2001, το αγαπημένο μου), «Ραμπαστέν» (1999), «Το τετράγωνο» (2000), «Ανιμάλ» (2002), «Το βιβλίο των βίτσιων» (1999), την εποχή που μικράκι ακόμα εξέδιδε στον Εξάντα και τον περνούσαμε για Γάλλο. Σε μια από τις πρώτες του συνεντεύξεις έμαθα ότι είναι Πέτρος Χατζόπουλος, πώς είχε την ικανότητα να ξεπετά ένα βιβλίο στην καθισιά, απίστευτες γνώσεις, μεγάλη αφηγηματική ικανότητα, την ίντριγκα και το παραμύθι μέσα του, ιδιαίτερο και αυτοσαρκαστικό χιούμορ.
Στα επόμενα χρόνια όλα τα μάθαμε. Γενναίος και συγκλονιστικός στα αυτοβιογραφικά, καλός συγγραφέας αλλά με τις ευκολίες του σε ό,τι δεν τον καίει, να επανέρχεται πανηγυρικά με ένα σκοτεινό παραμύθι- εδώ πάει εκείνο το υπέροχο της Νεφέλης «όμως, νονά, εδώ είναι πολύ σκοτεινά»- με μια τραγωδία αιώνια που σε συνθλίβει κυριολεκτικά και σε καίει. Αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά ότι η φαντασία του Κορτώ δεν έχει ταβάνι. Κι ο μίτος για τον δικό του λαβύρινθο δεν θα βρεθεί ποτέ γιατί ο Θησέας του πυροβολήθηκε και ο Μινώταυρος αυτοπυρπολήθηκε στο τέλος.