«-Αν γυρίζατε μία ταινία για τη ζωή σας, τι τίτλο θα της βάζατε;»
«Το τραγούδι μου» που λέει: Είμαι ένας άνθρωπος απλός, ούτε καλός ούτε κακός.»
Έχοντας δώσει ο ίδιος τίτλο στην ταινία της ζωής του, άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο των Αθηνών ο ποιητής, συγγραφέας και σκηνοθέτης Λευτέρης Ξανθόπουλος. Η εγχείρηση καρδιάς στην οποία υπεβλήθη είχε επιπλοκές. Πέθανε σε ηλικία 75 χρονών.
Είναι κάποιες μέρες που ευνοούν το κακό [παραφράζοντας τον Ταρκόφσκι σε κάτι αντίστοιχο για τους τόπους].
Η είδηση του θανάτου του ξάφνιασε και πόνεσε τους πάντες, συνεργάτες και φίλους με τους οποίους είχε δώσει ραντεβού «μόλις θα βγει απ’ αυτή την περιπέτεια». Απλούς γνωστούς, για όλους ήταν «ο γίγαντας με τη χρυσή καρδιά».
Παρά τις πολλές και βραβευμένες και κατά γενική ομολογία εξαιρετικές ταινίες του, «Είμαι μόνο ποιητής. Από εκεί εκπορεύονται όλα», συνήθιζε να λέει. « Ήμουν ποιητής προτού καν σπουδάσω κινηματογράφο. Το πρώτο μου βιβλίο το έβγαλα πριν φύγω. Μου αρέσει η απώλεια στην ποίηση. Μέσα από ένα ποίημα χάνεσαι, παύεις να είσαι εσύ, ο εαυτός σου. Η ποίηση χτίζει έναν κόσμο που σε προσκαλεί μέσα του και ξεχνάς τον παρόντα χρόνο και τα προβλήματα που έχει. Είναι μία αλήθεια που δεν μπορώ να βρω στην καθημερινή μου ζωή.»
Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου το 1945, αλλά καταγόταν από την Καβάλα, την οποία δεν ξεχνούσε ποτέ. Εξάλλου στην Καβάλα πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Τις εμπειρίες του αυτές περιγράφει στο βιβλίο του «Άγγελος των πρώτων ημερών» το οποίο είναι αφιερωμένο στη γενέτειρά του.
Φοίτησε στη Νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών χωρίς να φτάσει ποτέ στο πτυχίο. Κατά το διάστημα 1965-1972 εργάζεται ως υπάλληλος στην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ). Από το 1972 έως το 1976 σπουδάζει κινηματογράφο στην Αγγλία, στο The London Film School.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ήταν η «Καλή πατρίδα, σύντροφε» - (Beloiannisz) η οποία γυρίστηκε το 1985 στην Ουγγαρία και βραβεύτηκε στο 39ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο ενώ η επόμενη «Ο Δραπέτης» που γυρίστηκε το 1991 συμμετείχε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στο 44ο Φεστιβάλ των Καννών.
Έχει σκηνοθετήσει ταινίες και ντοκυμαντέρ και έχει τιμηθεί για το σύνολο του κινηματογραφικού του έργου. Η ταινία του «Ο Δραπέτης» διδάχτηκε σε σεμινάρια σεναρίου στις σχολές κινηματογράφου του Μονάχου και National Film School στο Λονδίνο. Το 1988, με υποτροφία του αμερικανικού ιδρύματος The Academy for Educational Development και στα πλαίσια του Προγράμματος International Visitor Program – The American Film, μετεκπαιδεύτηκε στις τάσεις και τεχνικές του σύγχρονου κινηματογράφου, σε στούντιο των ΗΠΑ.
Από το 1995 διδάσκει σε ανώτερες σχολές Δραματικής Τέχνης και σε εργαστήρια θεατρικών σπουδών το μάθημα του Κινηματογράφου και της Υποκριτικής στον Κινηματογράφο.
Έχει δημοσιεύσει κείμενα και άρθρα στις εφημερίδες Τα Νέα και Ελευθεροτυπία και στα περιοδικά Αντί, Σύγχρονος Κινηματογράφος, Η Λέξη, Εντευκτήριο, Ευθύνη, Νέα Εστία, Σκαπτή Ύλη, Τραμ, Διαβάζω, Υπόστεγο, Οδός Πανός, Αντι-Κινηματογράφος, Νέα Συντέλεια, Το Δέντρο, Πλανόδιον κ.ά. Το ποίημά του με τον τίτλο Χρονικό, από την συλλογή Αντίψυχα έχει ανθολογηθεί στο αναγνωστικό «Νεοελληνική Λογοτεχνία» της Β' Γυμνασίου (Ο.Ε.Δ.Β. 2006). Το 1967 βραβεύονται ποιήματά του στον Γ' πανελλήνιο ποιητικό διαγωνισμό του περιοδικού Πανσπουδαστική με κριτική επιτροπή τους ποιητές Νίκο Γκάτσο, Γιάννη Ρίτσο και Νικηφόρο Βρεττάκο. Το 1972 παραιτείται από την ΕΤΒΑ, εγκαταλείπει στο πτυχίο τις σπουδές Νομικής και αναχωρεί από την Ελλάδα.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ζει σε διάφορες χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Το 1972 εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Αντίψυχα». Ακολουθούν: «Περιπέτειες πλανόδιου σωματοφύλακα ονείρων», «Το κόκκινο δωμάτιο», «Σήκωσε το κεφάλι σου πατέρα», «Η ορμή του νερού και των υδάτων», «Άγγελος των πρώτων ημερών» (πεζό), «Γιατί οι γυναίκες δεν αγαπούν τη βροχή», «Η έβδομη βροχή» και «Γάτες αλλού» (μικρές ιστορίες).
Σκηνοθέτησε ένα μεγάλο αριθμό ταινιών ντοκιμαντέρ (Ελληνική κοινότητα Χαϊδελβέργης, Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα, Στα Τουρκοβούνια, Επί Κολωνώ, Η μεγάλη πομπή, Παύλος Ζάννας, Ποιός είναι ο τρελός λαγός, Σκοτεινός συνωμότης, κ.ά).
Έχοντας μεγάλη αδυναμία στην ποίηση, έκανε ταινίες για τον Σαχτούρη, τον Κατσαρό, τον Εγγονόπουλο….
«Εμπνέομαι από τα πάντα. Από αυτή τη στιγμή που μιλάμε», δήλωνε σε συνεντεύξεις του: «Ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να εγγραφεί μέσα μου και να μεταλλαχτεί σε ποίημα κάποια στιγμή στο μέλλον. Εκδίδω πολύ αραιά. Θέλω να δοκιμαστεί το ποίημα στο χρόνο. Ποτέ δε βιαζόμουν να τελειώσω ένα βιβλίο.»
Εξάλλου σαν άνθρωπος υπήρξε ολιγαρκής και μοναχικός: «Είμαι πολύ μοναχικός, όσο δεν πάει, και αυτό είναι πολύ κουραστικό για τους άλλους. Μέσα από τη μοναξιά όμως βγαίνουν όλα. Πάντα από εκεί βγαίνει το έργο. Είμαι άνθρωπος κατά της ιδιοκτησίας. Ποτέ δεν είχα αμάξι. Δεν έχω οδηγήσει ποτέ. Είμαι άνθρωπος που μου αρκούν τα ελάχιστα. Η μόνη μου περιουσία είναι τα βιβλία μου.»
Ας τον αποχαιρετήσουμε, λοιπόν, σαν Ποιητή. Με τους στίχους του:
«Κι εσύ
χωμάτινο ομοίωμα
του άλλου και του άλλου
και του άλλου εαυτού σου
να γίνεσαι την καθεμέρα
πήλινο λαγήνι
να κοντεύεις να σπάσεις
στα χέρια σου».
Ξέρετε, σπάζουν οι άνθρωποι καμιά φορά».