«Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα». Με αυτήν την φράση οι Doors συνόψισαν το επαναστατικό και ριζοσπαστικό διακύβευμα της Νέας Αριστεράς που τότε, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αναδυόταν δυναμικά στα αμερικανικά και δυτικο-ευρωπαϊκά πανεπιστήμια για να θέσει την σφραγίδα της στον Δυτικό πολιτισμό – έναν πολιτισμό που η Νέα Αριστερά καταδίκαζε ως βέβηλο και μιαρό.
Σύντομα οι περισσότεροι οπαδοί του συνθήματος αντιλήφθηκαν –τις περισσότερες φορές μετά από κάποια τραυματική εμπειρία ματαίωσης– ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον∙ τρομακτικό. Αν απορρίπτεις τον κόσμο σου, και θέλεις να τον γκρεμίσεις συθέμελα, δηλώνεις (πέρα από μία απέραντη βουλιμία και αλαζονεία), ότι εσύ ο ίδιος είσαι ένας ξένος στον κόσμο, γεμάτος ανεκπλήρωτες επιθυμίες που μόνον ένας ριζικά διαφορετικός κόσμος μπορεί να πραγματώσει.
Και όχι μόνον αυτό: αν νοιώθεις ξένος στον κόσμο, τότε καμία αξία που να προέρχεται από αυτόν δεν μπορεί να ασκήσει ηθικό έλεγχο πάνω σου – όλα επιτρέπονται, όλα είναι θεμιτά. Αυτός ο «αντινομιασμός», η πεποίθηση δηλαδή ότι οι νόμοι και οι κανόνες που ισχύουν για τους απλούς ανθρώπους δεν ισχύουν για σένα, κεντρικό χαρακτηριστικό της τότε αναδυόμενης Νέας Αριστεράς, πράγματι ήταν τρομακτικός.
Μέσα από αυτήν την διανοητική «περιπέτεια» που εμπεριείχε πάμπολλα πειράματα υλοποίησης αυτού του οράματος, που ξεκινούσαν από αυτοδιαχειριζόμενες εξισωτικές κοινότητες στην Καλιφόρνια και έφθαναν μέχρι την τρομοκρατία των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία, σύντομα έγινε αντιληπτό από τους περισσότερους οπαδούς του, ότι ο Δυτικός κόσμος, ο κόσμος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, του καπιταλισμού, των απολαύσεων, και του κρατικού μονοπωλίου της έννομης βίας, ΔΕΝ είναι μιαρός – αντίθετα, είναι ο πιο ανθρωποκεντρικός και κοινωνικά ευαίσθητος απ’ όλους τους άλλους σύγχρονους πολιτισμούς, και ο μόνος που έχει αναπτύξει μηχανισμούς αυτό-διόρθωσης των παθολογιών του∙ είτε την ρύπανση του περιβάλλοντος, είτε τις έντονες κοινωνικές ανισότητες και τον κοινωνικό αποκλεισμό, είτε οτιδήποτε άλλο.
Είναι αυτή η παραδοχή που οδήγησε ηγέτες της Νέας Αριστεράς όπως ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ και ο Γιόσκα Φίσερ να μεταμορφωθούν από ακραιφνείς εχθροί του δυτικού συστήματος σε ένθερμους μεταρρυθμιστές του – για την βελτίωση και όχι την καταστροφή του.
Όμως η ιδέα ότι ο πραγματικός, απτός, κοινός σε όλους, κόσμος είναι μιαρός και άξιος καταστροφής δεν πέθανε. Αντίθετα, επέζησε εκεί που οι κοινωνικές συνθήκες ευνόησαν την καλλιέργειά του. Μία τέτοια περίπτωση είναι η Ελλάδα. Εδώ, ένας συνδυασμός παραγόντων, όλο και περισσότερο ευνοούν την ανάπτυξη αυτού του αντινομιασμού που σήμερα εκδηλώνεται στο φαινόμενο που ονομάζεται από τους οπαδούς του «αναρχο-αυτόνομος χώρος», ή «κίνημα».
Προφανώς, ο πιο σημαντικός παράγοντας για την γενικευμένη ανοχή σε αυτόν τον χώρο είναι η βαθιά καχυποψία ή ακόμη και αντιπάθεια της Αριστεράς (κομμάτων και οπαδών) για την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα η οποία δημοκρατία, σύμφωνα με το αφήγημά της, αποτελεί προϊόν του μετεμφυλιακού αντιλαϊκού καθεστώτος που εγκαθίδρυσε ο Αμερικανικός ιμπεριαλισμός – αντιπάθεια που σήμερα την οδηγεί στην υποστήριξη οποιουδήποτε «αντι-συστημικού» κινήματος ή συμπεριφοράς.
Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, τα «κινήματα» αποτελούν τον τρόπο με τον οποίον εκδηλώνονται οι «αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του συστήματος», και ως εκ τούτου, ακόμη και καταφανώς αντικοινωνικές στάσεις, όπως η σωματική βία, πρέπει να συγχωρούνται και να παραβλέπονται μπροστά στην μεγάλη εικόνα της σύγκρουσης για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος.
Όμως η συμπάθεια ή ανοχή της Αριστεράς προς αυτόν τον χώρο δεν αποτελεί το μοναδικό αίτιο της ύπαρξής του. Μία σειρά από άλλους, πιο «κοινωνιακούς», λόγους επίσης καλλιεργούν στάσεις και αξίες που τον θρέφουν και τον νομιμοποιούν:
1) Η ακόμη επικρατούσα παραδοσιακή ιδέα ότι η αυθεντικότητα του εαυτού κινδυνεύει να αλλοιωθεί και να καταστραφεί όταν το άτομο ακολουθεί τους γενικούς κανόνες, ρυθμίσεις και περιορισμούς που ισχύουν για τους άλλους.
2) Η οικογενειακή ελευθεριότητα και συνάμα οικογενειακή υπερπροστασία των εφήβων, που φθάνει να σημαίνει την προστασία τους από τους νόμους και τους κανόνες του κόσμου.
3) Η θέση των πολιτικών κομμάτων αλλά και του δικαστικού συστήματος που είτε άμεσα, είτε έμμεσα, είτε νομιμοποιούν είτε αφήνουν ουσιαστικά ατιμώρητη την «πολιτική βία».
4) Η ουδετερότητα που κρατούν τα ΜΜΕ όταν αναφέρονται σε περιστατικά πολιτικής βίας περιοριζόμενα στον εντυπωσιασμό και την δραματοποίηση των γεγονότων. Και τέλος,
5) Ο περιρρέων, μαρξιστικός, σχετικισμός που θεωρεί ότι κάθε ατομική συμπεριφορά αποτελεί εκδήλωση των κοινωνικών δομών – και ότι το άτομο δεν φέρει ευθύνη για τις πράξεις του.
Όλα τα παραπάνω συνδυάζονται μεταξύ τους για να παράξουν τον ελληνικό «αναρχικό» αντινομιασμό – μία ατομική πεποίθηση και συλλογική συμπεριφορά που καταστρέφει με μίσος αυτό που υπάρχει περιμένοντας ως δια μαγείας από τα χαλάσματα της βαριοπούλας να αναδυθεί ένας καινούργιος κόσμος.
Είναι πράγματι παράδοξο, ότι όσο περισσότερο ο φιλελευθερισμός και τα ατομικά δικαιώματα εδραιώνονται στην Ελλάδα, τόσο πιο βίαιο και μνησίκακο γίνεται αυτό το ιδιάζον κίνημα που κατά παρασάγγας απέχει από τις αρχές και τα οράματα των ιδρυτών του αναρχισμού που επιζητούσαν μια πιο ευγενική κοινωνία – και που οι αληθινοί επίγονοί τους με πολύ κόπο βιώνουν στις φιλήσυχες κοινότητές τους στην Αμερική, την Ινδία, την Ισπανία και αλλού.
Όμως αυτό το παράδοξο είναι αποκαλυπτικό: ελλείψει αυθαίρετου/αυταρχικού πολιτικού κέντρου, το οποίο να αποτελέσει δικαιολογημένο στόχο άσκησης σωματικής ή ψυχολογικής βίας, ο εαυτός χωρίς όρια, ο εαυτός που αναγνωρίζει μόνο δικαιώματα αλλά καθόλου υποχρεώσεις, κηρύσσει τον πόλεμο σε όλη την κανονικότητα – ακόμα και στις βιβλιοθήκες. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο καλυτερεύει η κοινωνία μας, τόσο περισσότερο αναγκάζονται οι οπαδοί του χώρου να απανθρωπιστούν.
Όσοι συμπαθούν ή υποστηρίζουν αυτόν τον χώρο, χωρίς να ανήκουν σε αυτόν, πιστεύουν ότι έτσι κρατείται ζωντανό το πνεύμα της Αντίστασης και των μαχών του Γράμμου και του Βίτσι. Ότι ο εμφύλιος δεν τελείωσε το 1949, αλλά συνεχίζεται με άλλα μέσα∙ και ότι οι επιθέσεις εναντίον των πανεπιστημίων, δηλαδή εναντίον της θερμοκοιτίδας της πνευματικής, επιστημονικής και οικονομικής ζωής της χώρας, αποτελεί τρόπο, ίσως τον μοναδικό τρόπο, για να κρατηθεί ζωντανή η ελπίδα της ανατροπής. Γελιόνται.
Ο αντινομιασμός αυτού του «αναρχο-αυτόνομου» χώρου εκ φύσεως αδυνατεί να θέσει τον εαυτό του κάτω από οποιαδήποτε αρχή: δεξιά, κεντρώα ή αριστερή. Ήδη έχει θέσει τον εαυτό του πάνω από νόμους και κοινωνικές συμβάσεις απ’ όπου κι αν προέρχονται αυτές.
Καθώς τα μέλη του έχουν πάψει να αναγνωρίζουν στους άλλους το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια θεωρώντας αυτάρεσκα μόνον τον εαυτό τους ως κατάλληλους για αυτήν την αξίωση, και καθώς διακηρύσσουν το μίσος τους για κάθε ενύπαρκτη κανονικότητα, για αυτούς, δυστυχώς, ισχύει πια η προειδοποίηση του Νίτσε: «Όποιος παλεύει με τέρατα, πρέπει να προσέξει να μη γίνει τέρας. Κι όταν κοιτάς πολλή ώρα μέσα σε μια άβυσσο, κοιτάει και η άβυσσος μέσα σε σένα».
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, Επισκέπτης Καθηγητής στο Yale University, και συγγραφέας των βιβλίων Το Βέβηλο και το Ιερό στον Αναρχισμό (Προπομπός, 2019), και Η Ελληνική Κρίση και οι Πολιτισμικές της Καταβολές (Σιδέρης, 2021).