Manu Dibango: Ο γητευτής του σαξόφωνου, θύμα του κορονοϊού

Manu Dibango: Ο γητευτής του σαξόφωνου, θύμα του κορονοϊού

Όσα δεν κατόρθωσε μέχρι σήμερα ο χρόνος, το κατόρθωσε αυτή την πικρή άνοιξη ο κορονοϊός. Ο Manu Dibango, ο θρυλικός Καμερουνέζος σαξοφωνίστας, πέθανε στην Γαλλία στα 86 του χρόνια προσβεβλημένος από τον κορονοϊό, αποτελώντας το πρώτο θύμα στην παγκόσμια πολιτισμική κοινότητα.

Τον θάνατό του ανακοίνωσε ο εκπρόσωπός του Τιερί Ντουρεπέρ με την εξής λιτή δήλωση: «O Manu Dibango, πέθανε τα ξημερώματα σε ξενοδοχείο της περιοχής του Παρισιού». Ενώ εδώ και μέρες τα γαλλικά MME είχαν αναφέρει πως ο μουσικός νοσηλευόταν σε σοβαρή κατάσταση στο νοσοκομείο.

O Manu Dibango ο αποκαλούμενος και «Μαύρος Κύκνος», ήταν ο μεγαλύτερος σαξοφωνίστας, που γεννήθηκε στην αφρικανική ήπειρο. Ακόμη και στην ηλικία των 86 ετών διατηρούσε ένα μοναδικό επικοινωνιακό χιούμορ και μια ιδιαίτερη ζωντάνια επί σκηνής, καθιστώντας όλες τις συναυλίες του αλησμόνητες. Θεωρείται ένας από τους ιδρυτές ενός σύγχρονου αφρικανικού μουσικού στυλ που είναι ανοιχτό σε τζαζ, R&B, salsa, gospel, funk και reggae επιρροές.

Ο Manu Dibango γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1933 στην Ντουάλα του Καμερούν. Ο πατέρας του, Michel Manfred N'Djoké Dibango, ήταν δημόσιος υπάλληλος και μέλος της εθνότητας των Yabassi. Η μητέρα του όμως ήταν της εθνότητας των Duala, σχεδιάστρια μόδας, με τη δική της μικρή επιχείρηση. Δεν είχε αδέρφια και στην αυτοβιογραφία του «Τρία κιλά Καφές» είχε αναφέρει ότι «ποτέ δεν κατάφερε να ταυτιστεί πλήρως με κανέναν από τους γονείς του». Ο θείος του Dibango ήταν ο ηγέτης της οικογένειάς του. Μετά το θάνατό του, ο πατέρας του Dibango αρνήθηκε να αναλάβει, καθώς ποτέ δεν εφάρμοσε πλήρως το γιο του στα έθιμα του Yabassi.

Καθ 'όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του, ο Dibango ξέχασε αργά αργά τη γλώσσα Yabassi ενώ μιλούσε εκείνη της μητρικής του καταγωγής, Duala. Και τραγουδούσε στην παιδική χορωδία στην οποία ηγείτο η μητέρα του. Η οικογένειά του ζούσε στην περιοχή Yabassi στο ομώνυμο οροπέδιο, κοντά στον ποταμό Wouri στην κεντρική Douala.

MANU DIBANGO

Το 1941, αφού ολοκλήρωσε τη σχολική του εκπαίδευση στο χωριό του έγινε δεκτός σε αποικιακή σχολή, κοντά στο σπίτι του, όπου έμαθε γαλλικά. Το 1944, ο Γάλλος πρόεδρος Charles de Gaulle μάλιστα είχε επισκεφτεί το σχολείο του στο Καμερούν.

Φθάνοντας στη Γαλλία στην ηλικία των 15 ετών, δεν είχε ακόμα γνωρίσει τον κόσμο της τζαζ. Πέρασαν δύο χρόνια για να ανακαλύψει τη μεγάλη αγάπη της ζωής του: το σαξόφωνο. Σύντομα θα έπαιζε σε διάφορα clubs, παρά την έντονη διαφωνία του πατέρα του.
Ξεκίνησε την καριέρα του με την παγκόσμια επιτυχία «Soul Makossa» (1973), ένα single που έκανε ευρύτερα γνωστό το makossa, τον παραδοσιακό χορευτικό ρυθμό του Καμερούν και άλλαξε μια για πάντα τις χορευτικές φιγούρες στις ντίσκο της Δύσης. Ένας ρυθμός που επηρέασε τη σύγχρονη ποπ μουσική, από τον Michael Jackson στο «Wanna Be Startin’ Somethin’», μέχρι την Rihanna στο «Don’t Stop the Music».

Είχε στο ενεργητικό του 72 κυκλοφορίες, ενώ μετρούσε συνεργασίες με πολύ σπουδαίους καλλιτέχνες οι οποίοι έχουν αφήσει το προσωπικό τους στίγμα στη μουσική, όπως είναι οι Fela Kuti, Herbie Hancock, Bill Laswell, Bernie Worrell, Tony Allen, Sly and Robbie και πολλοί άλλοι. Ήταν μέλος των Africa Jazz.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο σημείωσε τεράστια επιτυχία με το Big Blow, που κυκλοφόρησε αρχικά το 1976 και ξανά πάλι ως 12άρι το 1978. Το 1998 υπήρξε υποψήφιος για Grammy για το άλμπουμ CubAfrica με την Κουβανέζα καλλιτέχνιδα Eliades Ochoa. Το τραγούδι του «Soul Makossa» είναι αυτό όμως που τον καθιέρωσε στην παγκόσμια μουσική σκηνή.

Υπηρέτησε ως ο πρώτος πρόεδρος της Cameroon Music Corporation για τα δικαιώματα των καλλιτεχνών ενώ διορίστηκε καλλιτέχνης της UNESCO για την Ειρήνη το 2004.

Τον Αύγουστο του 2009, έκλεισε τη συναυλία στο Brecon Jazz Festival. Και τον Ιούλιο του 2014, εμφανίστηκε ξανά, στα 80 του πλέον, στην Olympia της Γαλλίας, μία εμφάνιση που μεταδόθηκε από την TV5Monde.

Ανεπανάληπτος «αλχημιστής στην ανάμειξη των μουσικών ειδών» όπως έχει χαρακτηριστεί, αγαπημένος στο ελληνικό κοινό από τις εμφανίσεις του στον Λυκαβηττό, στο Gazarte κι αλλού, «το Λιοντάρι της Αφρικής που μας εισήγαγε στο αφρικάνικο fusion και στην ethnic μουσική, με το Soul Makossa φυσικά», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Χίλντα Παπαδημητρίου, θα μας λείψει.