Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμόρφωσης του νομοθετικώς καθορισμένου κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου, το ΚΕΠΕ, σε συνεργασία με την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, υπέβαλε πρόσφατα στον υπουργό Εργασίας Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης το οποίο καταγράφει τις προτάσεις των διαβουλευομένων κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου νομοθετημένου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου.
Ειδικότερα, οι εργοδοτικοί φορείς προκρίνουν τη διατήρηση του κατώτατου μισθού στο σημερινό του επίπεδο, ενώ ορισμένοι αναφέρουν ως μέτρο στήριξης των εργαζομένων και της εγχώριας ζήτησης την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω μείωσης των ασφαλιστικών, αλλά όχι συνταξιοδοτικών, κρατήσεων.
Στον αντίποδα, η ΓΣΕΕ προκρίνει μια αρκετά υψηλή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 15,4%, με στόχο τα 751 ευρώ μηνιαίως άμεσα και με ορίζοντα περαιτέρω αύξησης του κατώτατου μισθού στα 809 ευρώ στους επόμενους 14 μήνες.
Αξίζει πάντως να αναφέρουμε ότι κανένας από τους κοινωνικούς εταίρους δεν προκρίνει την επιλογή της μείωσης του κατώτατου μισθού. Προκειμένου η όποια μεταβολή στο ύψος του κατώτατου μισθού να έχει τις λιγότερες δυνατές αρνητικές επιπτώσεις, είναι καλό να υπάρχει ευρύτερη αποδοχή από τους κοινωνικούς εταίρους.
Στην προηγούμενη διαβούλευση που έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 2018, πριν την πιο πρόσφατη μεταβολή του κατώτατου μισθού, υπήρχε γενικά, κυρίως λόγω της καλής πορείας της ελληνικής οικονομίας, μια σχετική σύγκλιση στο να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός. Αντιθέτως, αυτή τη φορά υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των προτάσεων των κοινωνικών εταίρων.
Η ανάλυση των Εθνικών Λογαριασμών δείχνει ότι η θετική πορεία του προϊόντος, που είχε αρχίσει από το 2017, ανακόπηκε βίαια το 2020 ως επακόλουθο της εξωγενούς πανδημίας, ενώ μείωση κατέγραψε τόσο η συνολική όσο και η μισθωτή απασχόληση με πιο εντυπωσιακή τη μείωση των ωρών εργασίας. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του παραγόμενου προϊόντος ανά εργατοώρα (παραγωγικότητας). Οι μέσες αμοιβές ανά απασχολούμενο σε τρέχουσες τιμές παρέμειναν σχετικά σταθερές, ενώ σε πραγματικούς όρους, λόγω του αποπληθωρισμού, κατέγραψαν μικρή αύξηση.
Όλα αυτά συνέτειναν στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, επιδεινώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Λόγω των δημοσιονομικών μέτρων προστασίας των πληττόμενων από την πανδημία σημειώθηκε επιδείνωση στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, το οποίο για το 2020 έφτασε το -9,7% του ΑΕΠ, ενώ την περίοδο 2017-2019 η γενική κυβέρνηση κατέγραψε μικρά πλεονάσματα.
Η ανάλυση της ελληνικής αγοράς εργασίας δείχνει ότι βρίσκεται σε κατάσταση εκτός ισορροπίας και σε αυτό συνέβαλλαν η πανδημία αλλά και τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης. Παρά τη μειούμενη ανεργία, τα σημάδια από την απασχόληση δεν είναι ενθαρρυντικά, τόσο με γνώμονα τον αριθμό των (νέων) απασχολούμενων, όσο και τις ώρες απασχόλησης.
Είναι πιθανό να επιστρέψουμε γρήγορα στην κανονικότητα και η αγορά εργασίας να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε, με νέα υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης και χαμηλότερα επίπεδα ανεργίας. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να προεξοφληθεί με βεβαιότητα και εξαρτάται από την πορεία της πανδημίας (με τις μεταλλάξεις του κορονοϊού) εντός και εκτός της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ η σχέση μεταξύ απασχόλησης και κατώτατου μισθού είναι αρνητική και εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στις μικρές επιχειρήσεις
Επίσης, φαίνεται ότι η επίδραση του κατώτατου μισθού διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου. Σε περιόδους έντονης ύφεσης η αρνητική σχέση μεταξύ κατώτατου μισθού και απασχόλησης εμφανίζεται εξόχως δυσμενής, ενώ περιορίζεται και εξαφανίζεται όσο βελτιώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας.
Αν και για το σύνολο του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας η αρνητική σχέση της απασχόλησης με τον κατώτατο μισθό αποδυναμώνεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης του ΑΕΠ, όσον αφορά στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι πιο ευαίσθητες σε μεταβολές του κατώτατου μισθού, η αντίστοιχη αρνητική σχέση καθίσταται στατιστικά ασήμαντη σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι οι μικρές, οριακές επιχειρήσεις στις οποίες η χρήση του κατώτατου μισθού είναι πιο διαδεδομένη είναι σαφώς πιο εκτεθειμένες στις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχει μια αύξησή του. Αυτό εντείνεται αν λάβουμε υπόψη ότι οι κλάδοι που έχουν πιο πολλούς απασχολούμενους οι οποίοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι επίσης και οι κλάδοι όπου υπήρξαν οι περισσότερες αναστολές εργασίας λόγω της πανδημίας.
Με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα δεδομένα, η τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού φαίνεται ότι είχε περιορισμένη επίδραση στην απασχόληση επιβεβαιώνοντας ότι η αρνητική επίδραση είναι αμελητέα σε περιόδους ανάπτυξης.
Από τα στοιχεία του ΕΦΚΑ προκύπτει ότι οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού περιορίζονται μόνο στους απασχολούμενους που τον λαμβάνουν και είναι συμβατές με τις αυξήσεις της παραγωγικότητας, γι’ αυτό και το αρνητικό τους αποτέλεσμα στην απασχόληση είναι χαμηλής έντασης.
Η διεθνής συγκυρία με την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού σε ολόκληρο τον κόσμο, το κλείσιμο των συνόρων μεταξύ χωρών και οι αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης για το σύνολο των χωρών δεν μπορεί να αγνοηθεί στη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού.
Στη χώρα μας η οικονομική δραστηριότητα για μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων επί μεγάλο χρονικό διάστημα είτε είχε παγώσει είτε είχε παύσει με κρατική εντολή, ενώ ακόμα και σήμερα η κανονικότητα δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως.
Αρκετές και σημαντικές διευκολύνσεις έχουν ήδη δοθεί με αρνητικό δημοσιονομικό αντίκτυπο στην ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία. Αυτές φαίνεται ότι λειτούργησαν, αφού η απασχόληση συγκρατήθηκε. Το μεγάλο στοίχημα είναι η διατήρηση της απασχόλησης όταν η κρατική στήριξη θα αποσύρεται, ενώ μεσομακροχρόνιος στόχος παραμένει η μείωση της ανεργίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Αυτό συνεπάγεται ότι αρχικά δεν θα πρέπει να επιβαρυνθούν αρκετές, ήδη οριακές, επιχειρήσεις και να έχουν δυσμενή αποτελέσματα στην απασχόληση και στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Επιπλέον, δεδομένου ότι ο κατώτατος μισθός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος σε κλάδους που είναι ανοιχτοί στο διεθνή ανταγωνισμό, οι όποιες προσαρμογές του πρέπει να είναι προσεκτικές και λελογισμένες και να μην ξεπερνάνε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους συγκεκριμένους κλάδους.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα παραπάνω καθώς και τις πρόσφατες φορολογικές και ασφαλιστικές αλλαγές που επηρεάζουν μισθωτούς και επιχειρήσεις το ΚΕΠΕ (καθώς και ορισμένα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων) πρότειναν ότι εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού.
Την τρέχουσα περίοδο με την έντονη αβεβαιότητα που υπάρχει ενώ η οικονομία ακόμα έχει περιορισμούς στη λειτουργία της και τα μέτρα στήριξης συνεχίζουν να υφίστανται θεωρούμε ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει κάποια επιπλέον διαταραχή στην αγορά εργασίας.
Η επιφυλακτική πρόταση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων περιλαμβάνει ένα εύρος επιλογών. Κάποια από τα μέλη της έδωσαν περισσότερη έμφαση στην οικονομική αβεβαιότητα και στο γεγονός ότι το 2020 υπήρξε έτος αποπληθωρισμού και γενικά μεγάλης (αν και παροδικής και όχι συστημικής) ύφεσης.
Άλλα μέλη της, αντιθέτως, έδωσαν περισσότερη έμφαση στις επίσημες προβλέψεις εθνικών και διεθνών φορέων και οργανισμών, που κάνουν λόγο για μια διαφαινόμενη ραγδαία ανάκαμψη, στη γενική τάση αύξησης του κατώτατου μισθού που εμφανίζεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη ακόμα και σε καθεστώς πανδημίας, αλλά και στην -συνολικά- θετική αποτίμηση της αύξησης του 2019.
Συνεπώς, ορισμένα μέλη της Επιτροπής πρότειναν, υπό τις παρούσες συνθήκες, τη διατήρηση αμετάβλητου του νυν ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ενώ άλλα μέλη της Επιτροπής πρότειναν αύξησή του σε ποσοστό έως και 4%.
Τέλος, οι αποφάσεις που θα αφορούν την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνικές και να μην ανατρέπουν τον οικονομικό προγραμματισμό των επιχειρήσεων. Γενικότερα η έγκαιρη αναγγελία τους, καθώς και η ισχύς τους από την αρχή του επόμενου έτους θεωρούνται διεθνώς καλές πρακτικές.
Εφόσον η πρόταση Οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνει δεκτή και η ελληνική νομοθεσία εναρμονιστεί σε αυτή ίσως είναι σκόπιμος ένας προγραμματισμός με βάση τον τελικό στόχο και τη μεταβατική περίοδο που θα ορίζεται.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου