Ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής, είναι ο καλόπιστος διάλογος, το διεθνές δίκαιο και την αποχή από μονομερείς ενέργειες. Παράλληλα, διατυπώνεται απερίφραστα η πλήρης αλληλεγγύη προς την Ελλάδα και την Κύπρο και η υποχρέωση σεβασμού της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους. Με άλλα λόγια, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν ξεχώρισε τις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Κύπρου απέναντι στην Τουρκία, αλλά αντίθετα έδειξε στην τελευταία τον οδικό χάρτη που πρέπει να ακολουθήσει για να επιλυθούν όλες οι διαφορές.
Ειδικότερα, αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σημείωσε δύο θετικά πρόσημα. Το ένα είναι η τεχνική συμφωνία απεμπλοκής σε περίπτωση κρίσης που δρομολογήθηκε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Βέβαια, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η Τουρκία θα επιχειρήσει να μετατρέψει αυτόν τον μηχανισμό σε πλατφόρμα για την προβολή όλων των μαξιμαλιστικών και ανεδαφικών διεκδικήσεών της εντός της νατοϊκής συμμαχίας. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τη συμμετοχή της σε ένα τέτοιο σχήμα διαχείρισης κρίσεων, με δεδομένο ότι η πάγια θέση μας βρίσκεται στην πλευρά της νομιμότητας, της ασφάλειας και της σταθερότητας στην περιοχή. Άλλωστε, έχει συμφωνηθεί και σε άλλες περιπτώσεις η λειτουργία κόκκινου τηλεφώνου (π.χ μεταξύ των ΑΓΕΕΘΑ των δύο χωρών) για την αντιμετώπιση κρίσεων. Συνεπώς, ο νατοϊκός μηχανισμός απεμπλοκής δεν αναμένεται να προσφέρει κάτι καινούριο, και το θετικό πρόσημο είναι εξόχως προσχηματικό, καθώς και η Τουρκία και η χώρα μας επιθυμούν για διαφορετικούς λόγους να αποδείξουν την προσήλωσή τους στην ειρηνική επίλυση των διαφορών.
Το δεύτερο θετικό πρόσημο, είναι η αναφορά στην επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών. Η σχετική παράγραφος είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί συνδέει ρητά τις διερευνητικές συνομιλίες με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ των δύο χωρών. Βέβαια, τονίζεται η ανάγκη της βιωσιμότητας και της διεύρυνσης αυτών των προσπαθειών, δηλαδή του νατοϊκού μηχανισμού απεμπλοκής και των διερευνητικών συνομιλιών, ωστόσο το κέρδος για την ελληνική πλευρά είναι η σαφής οριοθέτηση του περιεχομένου των διερευνητικών συνομιλιών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε την πάγια ελληνική θέση που περιορίζει τις διαφορές με την Τουρκία στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, και επομένως η Άγκυρα έχει κάθε λόγο να είναι εξοργισμένη. Αν προσθέσουμε και την αρχική αναφορά σε καλόπιστο διάλογο και όχι σε διαπραγματεύσεις, καθίσταται προφανές ότι στο κείμενο έχει περάσει η ελληνική θέση. Όπως είναι γνωστό, η Τουρκία προτιμά και επιδιώκει τις διμερείς διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, ώστε να σωρεύσει ό,τι μπορεί να φανταστεί, σαν άπληστος έμπορος σε ανατολίτικο παζάρι. Αντίθετα, η Ελλάδα επιμένει στη διαδικασία του διαλόγου, διότι έτσι μπορεί να αναδεικνύει την προοπτική σύνταξης συνυποσχετικού για την προσφυγή στη Χάγη και την τουρκική αδιαλλαξία, κυρίως όμως να αποφύγει τη διμερή διαπραγμάτευση και επομένως την πιθανότητα διεύρυνσης της ατζέντας από την Τουρκία.
Το κείμενο των συμπερασμάτων αφιερώνει μια ιδιαίτερα σημαντική παράγραφο και για τις σχέσεις Κύπρου-Τουρκίας. Ειδικότερα, επισημαίνει την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού εντός του πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών και των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Μάλιστα, κάνει ιδιαίτερη μνεία σε δύο από αυτές: η πρώτη Απόφαση 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας καταδικάζει την απόσχιση της λεγόμενης «ΤΔΒΚ» και καλεί τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν αλλά να σεβαστούν την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ η δεύτερη Απόφαση 789 επαναφέρει τη Δέσμη Ιδεών Γκάλι, γεγονός που ίσως σηματοδοτεί την εγκατάλειψη πρωτοβουλιών τύπου «Σχέδιο Ανάν». Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καταδικάζει την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, καλεί την Τουρκία να απέχει από αυτές τις ενέργειες στο μέλλον και της προτείνει να αποδεχθεί την πρόσκληση της Κυπριακής Δημοκρατίας για να εμπλακεί σε διάλογο και διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Όπως γίνεται προδήλως κατανοητό, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από το καθεστώς Ερντογάν, το οποίο βλέπει μπροστά του μια αδύναμη «ελληνοκυπριακή διοίκηση» απέναντι στην οποία μπορεί να κάνει όχι μόνο επίδειξη δύναμης αλλά και να παραβιάζει συστηματικά τα κυριαρχικά δικαιώματά της.
Βέβαια, το κείμενο περιλαμβάνει και δύο παραγράφους με τις οποίες επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο καρότο και το μαστίγιο. Αρχικά, και με την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνεται ένα βιώσιμο πλαίσιο για τον τερματισμό των παράνομων δραστηριοτήτων σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, προτείνεται η δημιουργία μις θετικής πολιτικής ατζέντας ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία. Μεταξύ άλλων μνημονεύεται ο εκσυγχρονισμός της τελωνειακής ένωσης και η διευκόλυνση των εμπορικών σχέσεων, η αναβάθμιση των επαφών σε επίπεδο υψηλών αξιωματούχων και φυσικά η συνεργασία για τα ζητήματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση. Ωστόσο, το ερώτημα είναι αν πραγματικά η Τουρκία του καθεστώτος Ερντογάν ενδιαφέρεται για την ευρωπαϊκή προοπτική της και επιδιώκει συγκλίσεις και συνεργασία με την ΕΕ. Επειδή, λοιπόν, η προφανής απάντηση είναι πως η ερντογανική Τουρκία δεν συμπεριφέρεται μόνο ως ταραξίας αλλά και ως αυτοκρατορία, και υπό αυτή την έννοια στέκεται απέναντι στην ΕΕ ως ίση, το καρότο που προσφέρει η τελευταία δεν είναι ελκυστικό για να κατευνάσει την Άγκυρα και να αναστείλει την υλοποίηση της αναθεωρητικής ατζέντας της σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Επομένως, ο δρόμος των κυρώσεων, με ρητή αναφορά στα άρθρα 29 ΣΕΕ και 215 ΣΛΕΕ παραμένει ανοιχτός, καθώς η επανάληψη των προκλητικών μονομερών ενεργειών της Τουρκίας φαίνεται πως είναι μονόδρομος. Ίσως, η τελευταία ευκαιρία που δίνεται στην Τουρκία από το Συμβούλιο της ΕΕ είναι η υιοθέτηση της πρότασης για μια Διάσκεψη στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου θα μπορούσαν να συζητηθούν θέματα οριοθετήσεων των θαλάσσιων ζωνών, ασφάλειας, ενέργειας, μετανάστευσης και οικονομικής συνεργασίας. Πρόκειται για μια πρόταση που έχει υποβάλει ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σάρλ Μισέλ εδώ κι ένα μήνα, ωστόσο εκτός από το γεγονός ότι εξυπηρετεί μια πολιτική ίσων αποστάσεων που διαμορφώνει ένα θετικό κλίμα, είναι μάλλον ανεδαφική, καθώς το πρώτο δυσεπίλυτο ζήτημα που θα προκαλούσε μια τέτοια πρωτοβουλία είναι εκείνοι που θα προσκληθούν να συμμετάσχουν. Κι αν υποθέσουμε, ότι αυτό θα μπορούσε να ξεπεραστεί, είναι επίσης πολύ δύσκολο να συγκεραστούν διαφορετικές προτεραιότητες και συμφέροντα, ώστε να καταρτιστεί μια κοινώς αποδεκτή ατζέντα. Πολύ δε περισσότερο, το καθεστώς Ερντογάν αναζητά τέτοιες δυνατότητες προκειμένου να προβάλει σε διπλωματικό επίπεδο τις θέσεις και τις επιδιώξεις του, και συνεπώς να προωθήσει την αναθεωρητική ατζέντα του σε βάρος των υπολοίπων.
Συνολικά, το κείμενο συμπερασμάτων του Συμβουλίου της ΕΕ στην ενότητα για την Ανατολική Μεσόγειο υιοθετεί τις ελληνικές θέσεις και αναδεικνύει όσα θεωρούσαμε προδεδομένα καθ’ όλη τη διάρκεια των διαμεσολαβητικών επαφών για την αποκλιμάκωση της έντασης στην περιοχή. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Γερμανία προσπάθησε να μαζέψει το μαστίγιο που κραδαίνει, έστω με καθυστέρηση, η ΕΕ και να προβάλει τα καρότα που προσφέρει η γερμανική εξωτερική πολιτική ενόψει της ιδιαίτερης σημασίας που προσδίδει το Βερολίνο στις σχέσεις του με την Άγκυρα.
Ωστόσο, η Γερμανία μάλλον δεν απέφυγε την απόκλιση από τους στόχους της, και ενδεχομένως θα πρέπει να διαχειριστεί έναν ενοχλημένο, αν όχι θυμωμένο, Ερντογάν που βρέθηκε μάλλον απροσδόκητα μπροστά σε ένα κείμενο που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αναθεωρητική πολιτική του, και συνεπώς τείνει στη λογική του μαστίγιου, και όχι του καρότου. Επομένως, αν υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε όσα υποσχέθηκε η γερμανίδα Καγκελάριος στον τούρκο Πρόεδρο για να προχωρήσει ο τελευταίος σε αποκλιμάκωση με την απόσυρση του ερευνητικού σκάφους Ορούτς Ρέϊς, τότε το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι η επανάληψη των προκλήσεων σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων είτε νοτίως του συμπλέγματος της Μεγίστης είτε νοτίως της Κρήτης. Σε αυτή την περίπτωση, η περίφημη «συμπληρωματική» σχέση μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού, θα μετατοπίσει το βάρος των πρωτοβουλιών στον Πρόεδρο Μακρόν και στην άσκηση περισσότερο δυναμικής διπλωματίας στη Μεσόγειο. Βέβαια, το Βερολίνο θα περιμένει υπομονετικά την ευκαιρία για να αναδείξει κατά την άποψή του το αδιέξοδο του μαστίγιου απέναντι στην Τουρκία, και όλα πάλι από την αρχή.
*Ο Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.