«… Η τύχη, για άλλη μια φορά, και το ταλέντο δυο πλασμάτων επιεικώς απαίσιων προσδιορίζουν το πεδίο όπου διαδραματίζονται η κωμωδία, η τραγωδία, η ιλαροτραγωδία του ερωτισμού. Good night, miss F. Θα επιλέξεις εσύ τη σειρά, αύριο: Talk or sex». Μπ.
Και καταλήγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το φαξ που στέλνει ο άγνωστος για την ώρα εραστής που μονογράφει ως Μπ. στην άρτι αφιχθείσα σε εκείνο το πολυτελές ξενοδοχείο στη Βενετία άγνωστη, είναι σαν να οροθετεί το αίνιγμα αλλά και την λύση του, αυτής της φαινομενικά σύντομης, αλλά που κρατά όσο και η ιστορία του κόσμου, ερωτικής ιστορίας.
«ΤΑ ΣΑΝΔΑΛΙΑ» του Χόρχε Σεμπρούν, Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Άγρα
Τον Χόρχε Σεμπρούν τον έχουμε στην αναγνωστική μας συνείδηση κατατάξει στους πολιτικούς συγγραφείς, τα μεγάλα έργα του εξάλλου «Η αυτοβιογραφία του Φεδερίκο Σάντσεθ», «Τι ωραία Κυριακή!», «Η επιστροφή του Νετσάγιεφ», «Χαιρετίσματα από τον Φεδερίκο Σάντσεθ», «Γραφή η ζωή», «Αντίο φως της νιότης», «Είκοσι χρόνια και μια μέρα», «Ο νεκρός που μας χρειάζεται», η ζωή και η δράση του δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια. Ωστόσο και στα μεγάλα του σύνθετα μυθιστορήματα, ακόμα και στο πλέον ακραίο πολιτικά «Η επιστροφή του Νετσάγιεφ» διαφαίνεται η τρυφερά διεισδυτική, ακτινολογική θα μπορούσε να πει κανείς, ιδιαίτερη ματιά του πάνω στον έρωτα. Υπαρξιακή ανάγκη, ψευδαίσθηση, η αναγκαία συνθήκη για να γνωρίσει ο καθένας την αντοχή του στα όρια, ο Σεμπρούν θα μπορούσε να πει κανείς ότι γνωρίζει όσο άλλος κανείς, τις αλήθειες και τα ψεύδη του έρωτα: «Το πεδίο όπου διαδραματίζονται η κωμωδία, η τραγωδία η ιλαροτραγωδία του ερωτισμού», όπως ελαφρά τη καρδία ανταλλάσσουν στο fax οι δυο εραστές, σε ένα βιβλιαράκι που εκτός από μια μοιραία ερωτική ιστορία αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, και το απόλυτο δοκίμιο του έρωτα.
Μιας ιστορίας ερωτικής η οποία για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές διαθέτει τουλάχιστον είκοσι χρόνια βάθος. Διότι στα «Σανδάλια» του ο Χόρχε Σεμπρούν αυτό επιλέγει να κάνει, να συμπυκνώσει την αιώνια ιστορία ενός παράνομου έρωτα σε δυο βράδια.
Μια γυναίκα «με ωραιότητα εσωτερική και απαστράπτουσα», «διαθέσιμη και συγκρατημένη», με «κάποιες ρυτίδες γύρω από το βλέμμα, λεπτομέρειες μηδαμινές μα κραυγαλέες- ή μάλλον ικετευτικές» οι οποίες θα κάνουν τον πορτιέρη (και τον αναγνώστη) να καταλάβει ότι έχει σίγουρα πατήσει τα σαράντα, φορώντας ακόμα τα εκδρομικά παπούτσια του τένις, φτάνει και περιμένει έναν άντρα.
Είναι η Φρανς Μπάμπελσον, δικηγόρος, κάτοικος Νέας Υόρκης. Και περιμένει τον Μπερνάρ Μπορίς, δημοσιογράφο σε έρευνες και μεγάλα ρεπορτάζ, με ειδικότητα στα ντοκιμαντέρ να έρθει από το Παρίσι.
Από τις σκέψεις της Φρανς μαθαίνουμε ότι γνωρίστηκαν είκοσι χρόνια πριν, μια νύχτα του Αυγούστου. Βιώνοντας μαζί – και με τη μια- το απόλυτο παρόν «στην εφήμερη, άχρονη και ακόρεστη σχισμή του πόθου». Κατά κάποιον τρόπο «ανώνυμοι ο ένας για τον άλλο». «Ποτέ στη διάρκεια εκείνων των ημερών της ερωτικής αγρύπνιας» «δεν είχε τεθεί μεταξύ τους ζήτημα μέλλοντος. Κανένα σχέδιο, κανένας ορίζοντας, καμία ψευδαίσθηση». Και έτσι κύλησε η ζωή τους. Με εκείνον στον γάμο του (εκείνη δεν τον διεκδίκησε), με εκείνη σε έναν άλλο γάμο (και μετά έξω απ’ αυτόν) και τώρα σε μια από τις κατά περιόδους παθιασμένες συναντήσεις τους, με σκοπό αυτή τη φορά να τον αποχαιρετήσει. Να του δώσει τα παπούτσια, δηλαδή, σανδάλια στο χέρι.
Τα δικά της σανδάλια που τα θυμήθηκε με το δεύτερο φαξ του ότι φθάνει: «εκλεπτυσμένα σανδάλια, με τακούνι και κορδόνια, που έδιναν αξία στους φινετσάτους αστραγάλους, στις λεπτές, τορνευτές γάμπες, τις απαλά γραμμωμένες».
Έτσι ανάμεσα σε ένα ζευγάρι παπούτσια, σανδάλια για την ακρίβεια, και υπό τους στίχους του Ρενέ Σαρ: «Ομορφιά μου εσύ, απόλυτη ευθεία, μέσα από τόσο άθλια μονοπάτια, κάτω απ' το φως της λάμπας, όπου το κουράγιο κρύβεται, εγώ ας παγώσω κι εσύ ας γίνεις η γυναίκα μου για τον Δεκέμβρη. Η μελλοντική ζωή μου είναι το πρόσωπό σου όταν κοιμάσαι...», θα παιχτεί η ερωτική ιστορία τους, και το παιχνίδι του έρωτα στον κόσμο. Με αποκορύφωμα εκείνη τη ποιητική στροφή του δικού τους πια συνένοχου σχεδόν ποιητή «Τι όμορφη η κραυγή που μου χαρίζει η σιωπή σου», με την οποία και θα τελειώσουν όλα. Κατά μόνας, για τον καθένα. Με ό,τι έχει, με αυτό που είναι, εξάλλου, βιώνει ο καθένας τον έρωτα. Αν ρωτήσεις δυο εραστές για την κοινή ιστορία τους, μιαν άλλη δική του ερωτική εκδοχή θα σου παρουσιάσει ο καθένας.
Ωστόσο το τέλος που θα γραφτεί, εν τέλει, είναι από εκείνα τα μοιραία σανδάλια, συγκεκριμένα από «το τακούνι του όμορφου δεξιού σανδαλιού». Και η μοναχική κραυγή που θα ακουστεί αυτή την φορά δεν θα είναι η συνήθης ηδονική κραυγή της αλλά ναι, αυτός ο άντρας που έτρεξε να προϋπαντήσει στο ταξί, ήταν ο Μπερνάρ. Ο Μπερνάρ που, απ’ ότι θα μάθουμε κατόπιν εορτής και ερήμην αυτής, είχε τον Σαρ, ερωτικό άσσο στο μανίκι από πάντα.
Μια σύντομη, βίαιη, παθιασμένη ερωτική ιστορία από έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του κόσμου. Βαθύτατα υπαρξιακή και αποκαλυπτική: για την ψυχοσύνθεση της γυναίκας και του άντρα, για την φύση αυτής καθ’ εαυτής της επιθυμίας, για το ψέμα και την αλήθεια του έρωτα, για το βάσανό του, την κωμωδία του και την ιλαροτραγωδία. Για τον ερωτισμό του «μιλώ» ειδικά όταν τα μισά απ’ όσα λέω είναι ποίηση. Για όλη αυτή την «εγκεφαλική ηδονή» που μπορεί να κρατήσει εξίσου τους εραστές μια ζωή, όσο και όπως «η απόλυτη υποδούλωση στη σάρκα».
Μια σύντομη ιστορία που αποδεικνύει πόσο ερωτικός συγγραφέας είναι ο συνήθως πολιτικός Σεμπρούν.
Η νουβέλα πρωτοκυκλοφόρησε το 2003 από τις εκδόσεις Εξάντας σε Αυγούστου Κορτώ και για αρκετά χρόνια ήταν εξαντλημένη και εκτός εμπορίου. Στην καινούργια κομψή, επιμελημένη και εξαιρετικά μεταφρασμένη από τον Σταύρο Παπασταύρου εκδοτική εκδοχή της Άγρας, αποτελεί αυτό που είναι τελικά: Ένα μεγάλο αποκαλυπτικό και απόλυτα ερωτικό Ποίημα. Σηματοδοτώντας αυτό που αποτελεί και ο έρωτας στη ζωή: το αντίδοτό μας στη φθορά και στο θάνατο.
Ο Χόρχε Σεμπρούν γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1923. Η οικογένειά του έφυγε στο εξωτερικό το 1937 και από το 1937 και από το 1939 έζησε στο Παρίσι, όπου έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και πήρε μέρος στην Αντίσταση κατά των Ναζί.
Το 1943 συνελήφθη από την Γκεστάπο και κρατήθηκε επί δύο χρόνια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ.
Μετά την απελευθέρωσή του, την άνοιξη του 1945, γίνεται υπεύθυνος της παράνομης δουλειάς του Κομμουνιστικού Κόμματος και πολύ γρήγορα μέλος της Κ.Ε.
Τον Απρίλη του 1964 διαγράφεται από το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα μαζί με τον Φερνάντο Κλαουδίν μετά από εισήγηση του Σαντιάγο Καρίγιο και της Ντολόρες Ιμπάρουρι, της θρυλικής «Πασιονάριας».
Από τότε αφιερώνεται στη Λογοτεχνία και τον Κινηματογράφο.
Υπήρξε, επίσης, για μεγάλο διάστημα, υπουργός Πολιτισμού στην Κυβέρνηση Φελίπε Γκονθάλεθ.
Παράλληλα η συγγραφική του δραστηριότητα τον αναγορεύει σε έναν από τους πλέον σημαντικούς, πολυδιαβασμένους και βραβευμένους συγγραφείς των τελευταίων χρόνων (Βραβείο Φορμεντόρ 1964, Βραβείο της Ειρήνης 1994, Φέμινα 1995, Βραβείο Ιερουσαλήμ 1996).
Το «Είκοσι χρόνια και μια μέρα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφει στα ισπανικά, τη γενέθλια γλώσσα του, αποσπώντας ομόφωνα το Βραβείο του Ιδρύματος Λάρα 2003, που απονέμουν οι εκδότες της Ισπανίας στο καλύτερο λογοτεχνικό έργο της χρονιάς.