«Είμαστε μια ανάσα πριν από το Απρόσμενο», δηλώνει με όλους τους τρόπους (μυθιστόρημα, ποιητική συλλογή, παραμύθι) η Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου, προσωπική φίλη του Λακαριέρ, ο οποίος και την μετάφρασε, συνομιλήτρια για χρόνια του Μπέκετ, η αλληλογραφία και η μελέτη της για το έργο είναι ήδη βιβλίο, ποιήτρια με τις ευλογίες του Οδυσσέα Ελύτη, και παραδίδει το πιο μυστικιστικό και αποκαλυπτικό της βιβλίο: «Ως ωραίος νέκυς».
Γραμμένο κυρίως ως ανεπίδοτα ποιητικά γράμματα στον άντρα της Μίνωα Πόθο. Στο δεύτερο μέρος του, ποίηση για το άδηλο και το άφατο του κόσμου και της πάσχουσας χώρας μας.
«”Η ποίηση ήταν πάντα για µένα η πρώτη ύλη η ακατέργαστη των βιβλίων µου, το µεταφυσικό στοιχείο της όρασής µου". Αυτό είχα γράψει στα "Μονοπάτια του Αγγέλου µου", που ήταν σελίδες από τα ηµερολόγια που κρατούσα µια ζωή. Και είχα γράψει ακόµα πως "η ποίηση είναι το αρχέγονο υλικό της χαµένης µνήµης ή, αλλιώς, το περπάτηµα της ψυχής πάνω στην άβυσσο". Μισόν αιώνα µετά, το ίδιο θέλω να πω. Και κάτι ακόµα: "Είµαστε πλάσµατα ελλιπή, πλάσµατα της στέρησης. Ο πόθος µας να φτάσουµε στην υπέρβαση είναι στέρηση ή, αλλιώς, ο πόνος για το ελλιπές πρόσωπό µας».
Θα αποδεχθεί η ίδια, εμφανιζόμενη με τρία διαφορετικά βιβλία τον τελευταίο χρόνο.
Την επανέκδοση του υπερβατικού μυθιστορήματός της «Άγγελος της στάχτης» που συνεχίζει το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού», «δηµιουργώντας έναν καινούριο µύθο που φτάνει ως το άδυτο της ψυχής να βρει το µακρύ ταξίδι της στη Νέκυια.»
Το πρόσφατο παραμύθι της «Ο χτύπος της καρδιάς σου», τα παιδιά εξάλλου έχουν ακόμα μέσα τους την σοφία του κόσμου, την βλέπουν ακόμα και μέσα στην καθημερινότητα, το Αδύνατο είναι γι’ αυτά Δυνατό, προκαλώντας διαρκώς το θαύμα.
Και με την τελευταία ποιητική της συλλογή «Ως ωραίος νέκυς» στην οποία ουσιαστικά καταλύει τα όρια του χρόνου. Άλλωστε το έχει αυτό η ποίηση, αν είναι αληθινή, είναι και χρησμική, σε αξιώνει να ζήσεις -για όσο κρατάει το ποίημα- στον αιώνιο χρόνο.
Μυημένη ωστόσο σ’ αυτό από τα μυθιστορήματά της, τα οποία προσέγγισε και ολοκλήρωσε πάντα με μυητική και ποιητική διάθεση, έτσι γράφτηκαν και «Το ξύλινο τοίχος» και το «Πήραν την Πόλη, πήραν την…», και «Ο Άγγελος της στάχτης» και «Τα μονοπάτια του αγγέλου μου», η συγγραφέας συνεχίζει την επικοινωνία τους έστω και από άλλη διάσταση, διασχίζει σχεδόν ρεαλιστικά τα απάτητα και τα άγνωστά μας τοπία:
Εξάλλου όπως θα γράψει:
«Η μνήμη είναι ο αιματίτης του ουρανού/ο αιματόεις λίθος από τα δάκρυα του /είναι ο αυδύεις λίθος από τον σπαραγμό του Ορφέα/Η πέτρα που μιλάει με τη φωνή μου/να θυμάσαι, σου λέει/να με θυμάσαι/Eσύ που ήσουν ο Άγγελος της νιότης μου/που ακύρωσε τη στάχτη/και τώρα είσαι ο δρόμος/ που όρθιος σηκώθηκε και περπατάει μαζί μου/ ο άσπρος δρόμος της Νέκυιας ο αιματόεις.»
Δηλαδή, για κείνη ο απών αγαπημένος «γίνεται δρόμος». Η μεταξύ τους επικοινωνία μέσω της ποίησης αποκαθίσταται: «μας χωρίζουν οι χαμένες διαστάσεις μας/ οι χαμένοι όρκοι οι αστερόεντες/που συγκρατούν την ευταξία του κόσμου/όμως σημάδι θα βάλω το πρόσωπό σου/ μη χαθώ/ την ώρα που τα νερά αλλάζουν/ κι ο χρόνος γίνεται συμπαγής και άβατος σαν τοπίο / σε απόγνωση».
Η ποίησή της, οικοδόμημα σταθερό το επιτυγχάνει: «θα στήσω γέφυρα, λέω/ με ήχους φιλντισένιους να περάσω/ να σαγηνέψω κείνο που δεν φαίνεται/ κείνο που δεν γνωρίζω/ εκείνο που σε πήρε μια μικρή αυγή».
Γι’ αυτό και θα την δούμε πότε στο θρηνητικό -εδώ» και πότε στο αναστάσιμο-επέκεινα: «Κάθισα μονάχη στην πέτρα που πάνω της/ καιγόταν ο Ιούλιος ερωτικός /και έκλαψα για τα χρόνια / που χωρίς εσένα θα ‘ρθουν», Κι αμέσως μετά «Έτσι, για να μπορώ να συμμετέχω / στο νέο σου πεπρωμένο», Μέσα από λέξεις αποκαθιστά ως και την αφή την τάχα μου παντοτινά χαμένη: «Ό,τι και αν ήθελες να μου πεις, εγώ το ένιωσα με την αφή του χεριού σου».
Κι έτσι θα περιφέρεται διαρκώς, στο εδώ το πένθιμο:
«Το σπίτι σε περίμενε/με ανάσες αγίων στα σωθικά του /κι ένα κυπαρίσσι στην πόρτα του/λυγισμένο ως κάτω/δεξιά τη κυφάρισσω, είπες/και έσπρωξες την επτάτοξη πύλη/να περάσεις στα μιλητικά νερά/Το σπίτι ακατοίκητο/με όλες τις βρύσες του ανοιχτές/λουζόταν την πανσέληνο»
Μέχρι το πέρασμά του το ουράνιο: «Και ξέρω πως όπου περνάς/μικρά κυκλάμινα φυτρώνουν πάνω/στον άνεμο/και φέρνουν το λιλά της αγάπης σου/μια λουρίδα πένθος για την Ανάσταση.»
Με οπλοστάσιό της μια τεράστια και πανάρχαια γλώσσα (με δάνεια από Ορφικούς και Όμηρο) η Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου, σχεδόν σωματοποιεί την ποίηση. Δίνοντας σάρκα κι αίμα σε όλες της τις λέξεις. Και όσο για τη μνήμη, άλλη δεν έχουμε για να νικήσουμε τον χρόνο και το θάνατο. Είναι η επανάστασή μας στις δικές μας σχεδόν μηδαμινές ανθρώπινες συνθήκες:
«Η μνήμη είναι έγερση, σου είπα/να θυμάσαι/να με θυμάσαι/Όταν σε είδα να το φοράς κατάσαρκα/το φρέσκο/να το ομοιώνεσαι σαν κάποιο/
νέο πεπρωμένο/όλες οι μέρες μου χτυπήθηκαν/με το Αδύνατο κι εσύ/
στεκόσουν ιερός/απ’ τη μεριά του παραδείσου/του αειρρόω/ Έτσι λένε η ψυχή ξεδιπλώνει το άρμα/το παμπάλαιο/και μέσα από ίριδες και καμπανούλες του βουνού/Μέσα από αύρες λευκές θαλασσινές
μιας άλλης επικράτειας/σε πήγε εκεί όπου οι όρκοι όσων αγαπούν/
γίνονται άγγελοι/και τα νερά μιλητικά/νερά σεντέφια να στέκονται όρθια/
στα όρη επάνω που παλαιότερα κι από τον χρόνο/Να με θυμάσαι!»
Πηλός η γλώσσα για την Λαμπαδαρίδου Πόθου κι όσο για τον ποιητικό της ρυθμό, Ο Ρυθμός του Κόσμου.
Ακόμα και τις στιγμές εκείνες που καλά γνωρίζει ότι η αθανασία έχει την διάρκεια ενός ποιήματος:
«Δεν έμαθα για πού τραβάει ο χρόνος/τις νύχτες τις άφεγγες/όταν τα πλάσματα τρέμουν στην ερημία/τι παίρνει μαζί του τι αφήνει/δεν έμαθα
έτσι σπαταλώντας τη ζωή μου/σ’ εκείνο το ελάχιστο από πραγματικότητα/
άβατη ή ανέφικτη/τόσο μπόρεσα.»
Κάποτε θα την ευγνωμονούμε γι’ αυτή την Ποίηση.