Ο Διονύσιος Σολωμός συνέγραψε, ο Νικόλαος Γύζης ζωγράφισε, εμπνεόμενος από τον ποιητή. Το ποίημα «Η καταστροφή των Ψαρών» του πρώτου, παρακίνησε τον ζωγράφο να δημιουργήσει το έργο «Η δόξα», το οποίο τις προηγούμενες ημέρες δωρήθηκε από τον σημερινό κάτοχο στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συμβολική κίνηση μεγάλης αξίας και σημασίας, σε συμβολικούς καιρούς, που η Ελλάδα εορτάζει τα 200 χρόνια από την Επανάσταση.
Ας ξεκινήσουμε από το ποίημα:
Η Καταστροφή των Ψαρών
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη,
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
που ’χαν μείνει στην έρημη γη.
Διονύσιος Σολωμός
Κατά το τέταρτο έτος της Εθνικής Παλιγγενεσίας, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β δεν ήταν σε θέση να καταστείλει την Επανάσταση και ζήτησε τη βοήθεια του υποτελούς του Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου. Το Μάρτιο του 1824 συνήφθη μεταξύ των δύο ανδρών συμφωνία, με την οποία ο Μεχμέτ Αλή δεχόταν να συμπράξει, υπό τον όρο να του παραχωρηθεί η Κρήτη, η Κύπρος και να διορισθεί ο θετός γιος του, Ιμπραήμ διοικητής της Πελοποννήσου. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ήδη εμπλακεί σε εμφύλιο πόλεμο και ήταν αποδυναμωμένες, πράγμα που στοίχισε ακριβά.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι ήθελαν κατά πρώτον να καταστρέψουν τον ελληνικό στόλο, θεωρώντας πως δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν στην ξηρά ανεμπόδιστοι όσο οι Ελληνες διέθεταν ναυτικές βάσεις. Ο αιγυπτιακός στόλος χτύπησε την Κάσο υπό τον Χουσεΐν και ο τουρκικός τα Ψαρά, υπό τον Χοσρέφ πασά.
Τα Ψαρά, ένα μικρό νησί στα βορειοδυτικά της Χίου, δεν επελέγησαν τυχαία. Είχαν σπουδαία θαλασσινή παράδοση και ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες. Η εντολή του σουλτάνου ήταν να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι Μυτιλήνης και είχε 176 πλοία και 12 χιλιάδες άντρες. Υστερα από ισχυρό κανονιοβολισμό, έγινε κατορθωτή η απόβαση.
Οι κάτοικοι του νησιού ανέρχονταν σε 30.000, οι 7.000 ντόπιοι και οι υπόλοιποι πρόσφυγες από τη Χίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το υπερασπίζονταν 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1027 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Εκαναν το λάθος να επιλέξουν ως τακτική την άμυνα και δεν χρησιμοποίησαν τα πυρπολικά τους, ούτε έδιωξαν τα γυναικόπαιδα. Όμως οι υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν το νησί σε δύο ημέρες. Η καταστροφή και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε τρομερή. Από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 θανατώθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι. Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, καθώς και 7 πυρπολικά υπό τον Κανάρη.
Η Καταστροφή των Ψαρών υπήρξε δεινό πλήγμα για την Επανάσταση, καθώς χάθηκε μία από τις σημαντικές βάσεις του ελληνικού ναυτικού. Η τεράστια αυτή ήττα και τα παρεπόμενά της, ενέπνευσαν τον Διονύσιο Σολωμό να συνθέσει το ομότιτλο επίγραμμα.
Η Δόξα του Γύζη
Ο Δημήτρης Γκέρτσος, εγγονός του Ευάγγελου Παπαστράτου και της Καίτης Δαμβέργη (μίας από τις πρώτες Ελληνίδες που φοίτησαν στην ΑΣΚΤ), παραχώρησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας τον πίνακα του Νικολάου Γύζη «Δόξα», τον οποίο είχε αγοράσει ο παππούς του. Μια παραλλαγή του, που είχε κάνει ο καλλιτέχνης για τα Ανάκτορα, έχει χαθεί εδώ και δεκαετίες. Η σημαντική αυτή κίνηση, πλουτίζει την Ελληνική Δημοκρατία με ένα μοναδικής αξίας και σημασίας έργο.
«Με το έργο του αυτό, ο Γύζης συμπορεύεται με τον Σολωμό» σημειώνει σε κείμενό του ο Μιχάλης Δουλγερίδης. «Είναι και οι δυό τους εκφραστές του ιδεώδους της αθάνατης δόξας, που -δυστυχώς- είναι το τίμημα ελαχίστων, διότι λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να την εννοήσουν και να την εκτιμήσουν. Το έργο αυτό εντάσσεται στο σύνολο των θεμάτων που έχει εκτελέσει ο Γύζης, και τα οποία είχαν αποκλειστικές αναφορές στην μυθολογία, στην παράδοση, στην ηθογραφία και στα τελευταία γεγονότα της ιστορίας της πατρίδος του, της Ελλάδος.
Η δόξα των Ψαρών, σαν θεματική επεξεργασία και ανάπτυξη αλλά και ως παρουσίαση της σύλληψής της, διακρίνεται από τις προηγούμενες δημιουργίες του, κυρίως για το υψηλό φρόνημα που ενσαρκώνει, για τον ιδεαλισμό της, για την αρχαΐζουσα λιτότητα, αλλά και για την υπέρμετρη αγάπη με την οποία ζωγραφίστηκε.»
Όπως αναφέρει ο Montanton, ο Γύζης είχε αντιγράψει στο τετράδιο των σχεδίων του στίχους από διάφορα δημοτικά τραγούδια, όπως και το σχετικό ποίημα του Διονυσίου Σολωμού, προκειμένου να το μεταφέρει σε δεδομένη στιγμή σε ζωγραφικές απεικονίσεις. Ένα μικρό και γρήγορο σκίτσο της «Δόξας», που μάλλον προέρχεται από αυτές τις σημειώσεις του, που έγιναν από το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1895, έχει επισημανθεί σε ιδιωτική συλλογή, όπου στην πίσω πλευρά του χαρτιού είναι γραμμένο με το ίδιο του το χέρι το ποίημα του Δ. Σολωμού.
«Τα γεγονότα του 1897, όπου η Ελλάδα έπειτα από μία κακή προετοιμασία ηττάται στην ελληνο-τουρκική σύρραξη και οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης επέβαλαν όρους δυσβάσταχτους και ταπεινωτικούς για το ελληνικό φρόνημα, κεντρίζουν την ευαισθησία των καλλιτεχνών, οι οποίοι εκρήγνυνται» συνεχίζει ο κ. Δουλγερίδης . «Ο Γύζης ως μετανάστης της σύγχρονης Ελλάδας, ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος στα εθνικά θέματα, πληγώνεται στον πατριωτισμό του, θλίβεται και ξεσπά σε μία πλημμυρίδα αγάπης για την Ελλάδα, αλλά και ταυτοχρόνως σε μία οργή προς τις μεγάλες και ισχυρές δυνάμεις της Ευρώπης. Τελικά, η ‘Δόξα των Ψαρών’, έπειτα από μία σειρά από σκίτσα και σχέδια, παίρνει την τελική μορφή.» Μία από τις «σπουδές» του ζωγράφου βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Το έργο εκτέθηκε το 1898 στη Βιέννη, και κατόπιν στην έκθεση του Glaspalast του Μονάχου, μαζί με άλλα έργα του.
Στην έκθεση του Ζαππείου που εγκαινιάστηκε στις 28 Μαρτίου 1899, έλαβαν μέρος διάφοροι καλλιτέχνες με 169 έργα τέχνης. Μεταξύ των συμμετεχόντων ήταν και ο Νικόλαος Γύζης με τον ζωγραφικό του πίνακα «Η Δόξα των Ψαρών». Εκεί, όμως, ο χρονογράφος της εφημερίδας «Εμπρός» με το ψευδώνυμο Ριπ, στα σχόλιά του για τον πίνακα του Νικόλαου Γύζη με θέμα την «Δόξα των Ψαρών», ήταν αρκετά καυστικός και απόλυτος. Χωρίς να προσέξει τις αρετές του έργου και το βαθύτερο νόημα του καλλιτέχνη, το χαρακτήρισε «γέννημα παράτολμης υψιπέτιδος φαντασίας». «Η άποψή του αυτή επηρέασε ένα μεγάλο μέρος του αθηναϊκού κοινού, ενώ το πλατύ κοινό των Αθηνών που δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους παράσταση, δεν μπόρεσε να αντέξει σ αυτή τη νέα καινοτομική δουλειά του καλλιτέχνη και τον αποδοκίμασε» αναφέρει ο Μ. Δουλγερίδης.
Όπως ήταν εύλογο, ο Γύζης, μόλις το πληροφορείται, οργίζεται και ζητά από τον Γεώργη να του επιστραφεί η «Δόξα των Ψαρών» το συντομότερο.
Λίγο αργότερα, ανήσυχος για τις πληροφορίες που καταφθάνουν, θα γράψει στην Έδλα, τη σύζυγο Γεωργίου Ν. Νάζου, ορισμένες διευκρινιστικές σκέψεις του για το έργο του, που τρόμαξε το ελληνικό κοινό «…σε τρόμαξε το μεγαλείον αυτής, ως και το ύψος, εις το οποίο ευρέθης. Αλλ ἔχεις δίκαιον να είσαι ευτυχής , διότι ήσουν κοντά μου. Μου προκάλεσε με την ‘Δόξα’ ο δαιμόνιος Σολωμός. Ήταν όμως και το πνεύμα μου και η καρδιά μου και εν μέρος της ζωής μου μαζί της…».
Πώς το λέει η λαϊκή ρήση; «Ουδείς προφήτης στον τόπο του».