Η ξεκάθαρη και εμφατική επικράτηση του Εμανουέλ Μακρόν στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, εκτός από μια πολλαπλά κρίσιμη νίκη του δημοκρατικού πνεύματος επί των ακροδεξιών εκτροπών, προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ανάλυσης των σημερινών πολιτικών τάσεων.
Προφανώς, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι τις πολιτικές επιλογές των πολιτών επηρεάζει καίρια η τρέχουσα, οξύτατη κρίση της ακρίβειας, με την εκτόξευση του κόστους σχεδόν σε ολόκληρο το φάσμα των αγαθών, της ενέργειας κ.λπ. Πρόκειται για μια τιμαριθμική κρίση η οποία συμπιέζει το διαθέσιμο εισόδημα όλων των Ευρωπαίων πολιτών και ωθεί μια μεγάλη μερίδα τους στο να επανεξετάσουν και να αναθεωρήσουν τις πολιτικές τους προτιμήσεις.
Τα αποτελέσματα του φαινόμενου αυτού πουθενά δεν ήταν πιο εμφανή και εκτεταμένα από ό,τι στη Γαλλία. Το παραδοσιακό δίπολο αριστεράς-δεξιάς μοιάζει να έχει λιώσει πλέον μέσα στο καμίνι των αποτελεσμάτων των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Τη θέση αυτού του διαδεδομένου διπόλου φάνηκε πως καταλαμβάνει η διάκριση μεταξύ του ορθολογικού κέντρου και των λαϊκιστικών άκρων.
Το προεδρικό σύστημα ευνόησε τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, καθώς το χάσμα ανάμεσα στις θέσεις της Μαρίν Λεπέν και του αριστερού Ζαν-Λυκ Μελανσόν δεν επέτρεψε τη δημιουργία μιας ετερόκλητης συμμαχίας με αξιώσεις νίκης. Παρόλα αυτά, η στήριξη προς τον Μακρόν στο β' γύρο των εκλογών, εν τέλει δεν ήταν η κυρίαρχη τάση μεταξύ όσων είχαν ψηφίσει Μελανσόν στον α' γύρο. Οι περισσότεροι εξ αυτών προτίμησαν κυρίως να μην προσέλθουν για δεύτερη φορά στις κάλπες.
Ωστόσο, αν επιχειρήσουμε μια πρόχειρη σύγκριση με τα καθ' ημάς, πιστεύω ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πώς η λαϊκιστική διακυβέρνηση του 2015-2019 στη χώρα μας κατέστη εφικτή υπό δύο προϋποθέσεις, οι οποίες στη Γαλλία του 2022 απλώς δεν υπάρχουν: Πρώτον, η οικονομική κρίση ήταν πολύ πιο σοβαρή στην Ελλάδα από τις δυσκολίες που βιώνει σήμερα ο μέσος Γάλλος πολίτης. Δεύτερον, το 2015 στην πατρίδα μας υπήρξε στην πράξη μια συμμαχία των (αριστερο-δεξιών) άκρων, η οποία σχηματίστηκε με συγκολλητική ουσία την εξουσία, μαζί με μια αόριστη και απροσδιόριστη «αντισυστημική» στάση -η οποία αποδείχθηκε απολύτως κενή περιεχομένου.
Σε κάθε περίπτωση, το κοστούμι του αριστερού-δεξιού διπολισμού ήταν πάντα στενό για τον φιλελευθερισμό. Στο οικονομικό πεδίο αντιμετωπίζει δριμεία -αν και κατά το πλείστον ασυνάρτητη- κριτική από τα αριστερά, ενώ στο κοινωνικό βάλλεται από τα δεξιά.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, η βασική θέση εναντίωσης εκ μέρους των λαϊκιστικών ρευμάτων κατά του φιλελευθερισμού, ήταν ότι «το σύστημα έχει σταματήσει να παράγει λύσεις χάριν των πολιτών, η παγκοσμιοποίηση έχει προξενήσει περισσότερα προβλήματα από όσα έχει επιλύσει» και ότι ο άλλος εφικτός κόσμος, είναι ένας κόσμος μικρότερης παγκοσμιοποίησης (και «νεοφιλελευθερισμού», όπως λένε, διαστέλλοντας αυθαίρετα και όχι χωρίς δόλο τις έννοιες).
Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι η πανδημία δημιούργησε τις συνθήκες ενός ενδιαφέροντος, πρωτοφανούς κοινωνικού πειράματος: Σταματώντας πρακτικά, λόγω των υγειονομικών κινδύνων, τις αλυσίδες παραγωγής οικονομικής αξίας, η πανδημία της COVID-19 δημιούργησε -ενδεχομένως προσωρινά- συνθήκες άρσης της παγκοσμιοποίησης. Είδαμε λοιπόν πως είναι ο κόσμος χωρίς παγκοσμιοποίηση.
Και, φυσικά, πρόκειται για έναν κόσμο ακρίβειας. Είναι ένας κόσμος σύνθλιψης των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, ένας κόσμος δυσκολιών για ολόκληρη τη μεσαία τάξη. Ένας κόσμος, συνοπτικά, όπου η οικονομία δεν μπορεί να κινηθεί αν δεν ενισχυθούν μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού με δραστικές επιδοματικές πολιτικές. Ωστόσο, αυτές οι επιδοματικές πολιτικές δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμες, άρα μόνο ως μεταβατικές μπορούν να λογίζονται. Οπότε, το κύριο βάρος της αναπόφευκτης τιμαριθμικής προσαρμογής μετακυλίεται αναγκαστικά στους οικογενειακούς και επιχειρηματικούς προϋπολογισμούς. Πρόκειται για μια προσαρμογή την οποίαν δεν επιθυμούν και δεν είναι διατεθειμένα να αναλάβουν τα λαϊκά στρώματα.
Κατ' αυτό τον τρόπο, λοιπόν, και αντίθετα με τα κλισέ, φαίνεται πως ο φιλελευθερισμός απαντά στα υπαρκτά προβλήματα της κοινωνίας, όπως αυτό της ακρίβειας· δεν είναι η έλλειψη λύσεων αυτή που καθιστά τις κοινωνίες ευάλωτες στον λαϊκισμό. Η άνοδός του εξηγείται, κατά την άποψή μου, από τρεις παράγοντες -αλλά ακόμη περισσότερο, από το γεγονός πως οι παράγοντες αυτοί συνδυάζονται και επενεργούν ταυτόχρονα.
Ο πρώτος παράγοντας είναι ότι, σε παγκόσμιο και όχι απλώς σε περιφερειακό επίπεδο λαμβάνουν χώρα μεγάλες γεωστρατηγικές ανακατατάξεις. Η πτώση της Ρωσίας και σε κάποιο βαθμό των ΗΠΑ, η άνοδος της Κίνας και, με αρκετές εσωτερικές αντιστάσεις, της ΕΕ ορίζουν ένα περιβάλλον όπου η οικονομική δύναμη δεν αντιστοιχεί στην πολιτικοστρατιωτική ισχύ. Κατά συνέπεια, στην πράξη επιβάλλονται ανακατατάξεις. Φυσικά, ο πιο εμφανής μοχλός ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης είναι ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας.
Δεύτερος παράγοντας: Οι δεκαετίες ευημερίας και τεχνολογικής προόδου που προηγήθηκαν, έχουν γιγαντώσει προβλήματα που αφορούν στο φυσικό περιβάλλον, τη διαχείριση πόρων, τις ανισότητες των ανθρώπων σε οικουμενικό επίπεδο κ.λπ. Παράλληλα, η υπερεθνική διακυβέρνηση δεν έχει ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα αυτά σε συλλογικό, διακρατικό και δημοκρατικό επίπεδο.
Τρίτος παράγοντας που ευνοεί την αντεπίθεση του λαϊκισμού, το ότι η σύγχρονη διασυνδεδεμένη και παγκοσμιοποιημένη εκδοχή του οικουμενικού πολιτισμού δρα ως μεγεθυντής των κρίσεων (στο οικονομικό πεδίο αλλά και σε αυτό της διάδοσης πληροφοριών κ.λπ) και δημιουργεί περισσότερα τρωτά σημεία από ό,τι προηγουμένως.
Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των ως άνω τριών παραγόντων είναι πως ζούμε σε μια μεταβατική εποχή. Οι κρίσεις προβλέπεται πως θα είναι μεγάλες και πολύπλοκες. Αντίστοιχα, όμως, οι λύσεις θα πρέπει να είναι και αυτές το ίδιο: Φιλόδοξες, τολμηρές και πολυσύνθετες. Δηλαδή, αυτές ακριβώς που προτείνει ο φιλελευθερισμός, μιας και υπό τέτοιου είδους συνθήκες δίνει πάντοτε τον καλύτερό του εαυτό.
Εν κατακλείδι, θα παρατηρούσα ότι οφείλουμε να αξιοποιήσουμε τη δεδομένη ευκαιρία. Αυτή που μας προσφέρει η «προσωρινή» κρίση της παγκοσμιοποίησης, προκειμένου να βρούμε ξανά ένα νέο μίγμα πολιτικής: Κατ' αρχάς με περισσότερη περιφερειακή συνεργασία ώστε να μειώσουμε τον αυξημένο κίνδυνο θραύσης των αλυσίδων που παράγουν αξία. Μόνον έτσι θα περιορίσουμε τον αυξημένο κίνδυνο θραύσης των δεσμών στο επίπεδο ολόκληρων κοινωνιών.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, χωρίς ανοικτές εμπορικές διόδους θα έχουμε προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλότερης ποιότητας αλλά με υψηλότερο κόστος. Ας το παραδεχτούμε αυτό χωρίς αγκυλώσεις και ιδεοληπτικές παρωπίδες, εφόσον το διακύβευμα είναι υψηλότερο. Και το διακύβευμα αυτό δεν είναι άλλο από την θεμελιώδη κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα.