Με τον υπότιτλο «MURATTI/ Ένας αποχαιρετισμός», ο συγγραφέας αφηγείται την άνοδο και την πτώση της ομώνυμης καπνοβιομηχανίας μέσα από τον ανώνυμο αφηγητή του ο οποίος ακολουθεί τα εναπομείναντα ίχνη της βιώνοντας την δική του αντίστοιχη παρακμή. Μέσα από τις λιγοστές σελίδες της διπλής αφήγησης, αποκαλύπτονται και οι αρμοί της ιστορίας: η παγκόσμια άνθιση, ένας πόλεμος, οι ανακαλύψεις της εποχής (το ποδήλατο και ο κινηματογράφος). Η ζωή και ο θάνατος του ανθρώπου, της εποχής, των πραγμάτων.
Χρήστος Αστερίου «Μικρές αυτοκρατορίες», εκδ. Πόλις, σελ. 96
«Δύο μισοσκουριασμένες μεταλλικές πλακέτες της φίρμας και μερικά ασήμαντα αναμνηστικά, ό,τι έχει απομείνει από την αλλοτινή αυτοκρατορία. Εργοστάσια, μηχανήματα, πινακίδες, φάκελοι, γενικός εξοπλισμός – ένας κόσμος ολόκληρος συρρικνωμένος σ’ αυτό το κουτί. Ένα σώμα γίγαντα που χώρεσε σε μια από εκείνες τις γαλβανιζέ οστεοθήκες των νεκροταφείων».
Χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου που αποτελεί, ταυτοχρόνως, και την Κεντρική του Ιδέα.
Ο ανώνυμος αφηγητής, «πέντε χρόνια από τον θάνατο της Ίνγκε (της γυναίκας του), δύο από την διάγνωση της (δικής του) ασθένειας», βαδίζοντας το τελευταίο του «πράσινο μίλι», ανασυνθέτει την άνοδο και την πτώση μιας αυτοκρατορίας, της Καπνοβιομηχανίας Murrari ανιχνεύοντας, ταυτοχρόνως, και την αναγκαιότητα μιας εποχής: αυτής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της ξέφρενής δεκαετίας του 1920, με όλες της ανακαλύψεις της, τον Κινηματογράφο, Ποδήλατο…
Από την Κωνσταντινούπολη του 19 ου αιώνα ως το Βερολίνο και το Μάντσεστερ, οι αδελφοί Σοφοκλής και Δημοσθένης Muratti, ακολουθώντας το ευοίωνο ρεύμα της εποχής, καθιερώνουν τα τσιγαρέτα Muratti (192 είδη) την εποχή που έπνεε τα λοίσθια το πούρο, ωστόσο, καθιερωνόταν το κάπνισμα ως σύμβολο χειραφέτησης και πνευματικό προϊόν.
Ξεκινώντας την αφήγηση από την πτώση, τους καπνιστές στο εξωτερικό χώρο των καταστημάτων, αποσυνάγωγοι και εξαρτημένοι σε ένα κάθε άλλο παρά πνευματικό πάθος, υπενθυμίζει με λοξό τρόπο τα «επιτρέπεται» και «απαγορεύεται» της κάθε εποχής. Κάτι που σήμερα μπορεί και να θεωρηθεί πλεονέκτημα, μετά από χρόνια η εποχή κάλλιστα το αντιμετωπίζει ως μειονέκτημα. Και μαζί του βιώνει ακολουθώντας την άνοδο και την πτώση και ό,τι το σχετικό.
Υπογραμμίζοντας – μέσα από μια ιστορία εξαφάνισης (έτσι όπως ελάχιστα ντοκουμέντα απόμειναν από εκείνη την εποχή) την αναπότρεπτη πορεία των πάντων προς την λήθη. Εξηγώντας και γιατί επιλέγει ο αφηγητής αυτήν ακριβώς την ιστορία να αφηγηθεί, ερμηνεύοντας το γιατί συμπάσχουμε σε όλα τα πένθη, αναλογιζόμενοι το δικό μας αναπόδραστο πεπρωμένο. Και ο Αστερίου έχει βρει έναν μοναδικό τρόπο να πει ακριβώς αυτό: «Ίσως γι’ αυτό και να συμβαίνει το ανεξήγητο, να πενθούμε, δηλαδή, ανθρώπους άγνωστους ή κουφάρια κτιρίων, απλώς και
μόνο επειδή δεν κατάφεραν ν’ αντισταθούν στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου. Στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν».
Επιστρατεύοντας ντοκουμέντα της εποχής: λεπτομέρειες από τηλεφωνικούς καταλόγους του Βερολίνου κατά το έτος 1907, λεπτομέρειες ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Σοφοκλή Muratti, αποσπάσματα από τον τύπο της εποχής, καταχωρίσεις της εταιρείας στις εφημερίδες, λεπτομέρεια καταλόγου μελών της τεκτονικής στοάς Sir Walter Raleig Lodge κατά το έτος 1883, φωτογραφίες και καρτ ποσταλ που αποτυπώνουν αιώνια τις φευγαλέες στιγμές.
Φιλοσοφώντας και αντιμετωπίζοντας όλους τους υπαρξιακούς τρόμους μέσω του αφηγητή, ερμηνεύει και την επιλογή του θέματος, εξάλλου η εκ των υστέρων ματιά και η αποκωδικοποίηση του παρελθόντος είναι κάτι που γενικότερα θέλγει λογοτεχνικά τον Αστερίου:
«Είναι κι ένας βουβός τρόμος που μας καταλαμβάνει στη θέα των ερειπίων που στέκουν στο δρόμο μας σαν τοπόσημα θανάτου. Δεν απεικονίζουν μόνο το παρελθόν, όπως θέλουμε να νομίζουμε, κοιτάζοντάς τα κάποτε με κάποια αλαζονεία, αλλά προοικονομούν αυτό που μας επιφυλάσσει η μοίρα, συμβολίζουν το αναπόφευκτο, την απόλυτη βεβαιότητα της λήθης.[…] Στη δική τους εξαφάνιση βλέπω ενδεχομένως τη δική μου προδιαγεγραμμένη πορεία».
Κατά την ανάπτυξη της ιστορίας θα δοθεί έμφαση και σε όλα τα αντιφατικά, η διαπίστωση ότι το τεράστιο διαμέρισμα που κατοικούσε ο ιδιοκτήτης συνορεύει με το πολυτελές μπορντέλο που στεγαζόταν στον ίδιο όροφο εκείνη την εποχή. Η μνήμη ή μάλλον η αμνησία των κτηρίων. Τα ίδια διαμερίσματα που έγιναν σύγχρονες κατοικίες, με τους ενοίκους να αγνοούν το ένδοξο παρελθόν.
Ο Αστερίου με αριστουργηματικό αφηγηματικό τρόπο και εγκιβωτίζοντας ντοκουμέντα και προσωπικές μικρές ιστορίες, κατορθώνει να αποτυπώσει σχεδόν άπαντα τα μεγάλα μέσα σε 96 σελίδες: ποδηλατικούς και ποδοσφαιρικούς αγώνες, χορηγίες της εποχής, τον πόλεμο, την παρακμή, ακόμα και την εκδίωξη των Εβραίων στο Βερολίνο και στη Βρετανία, εξηγώντας με ιδιαίτερο τρόπο την σχέση και την σύνδεση των πάντων, σε ένα
νομοτελειακό fractal που καθορίζει τις προσωπικές ιστορίες και τα επιτεύγματα αναλόγως με τις μεγάλες αλλαγές και στροφές της Ιστορίας, φροντίζοντας μάλιστα να μας υποδείξει μαζί με τους αρμούς της έρευνας, και αυτής της μοιραίας συμπόρευσης τους αρμούς.
Οι ήρωές του, ωστόσο, παρ’ ότι εκ των προτέρων τους είναι γνωστό εκείνο το φροϋδικό πώς «στη ζωή έχουμε έρθει να χάσουμε τα πάντα μέχρι και τη συνείδησή μας», εξακολουθούν «να χτίζουν στην άμμο σα νάναι στην πέτρα», αιχμάλωτοι της ανθρώπινης περιπέτειας και δικαιώνοντας τον εις το διηνεκές.
Το αποτέλεσμα, μια νουβέλα κομψοτέχνημα, για την ανθρώπινη μοίρα, τη νομοτέλεια των πραγμάτων, την πικρή διαπίστωση πως «στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν».
Παρ’ όλα αυτά, μέσω του αφηγητή του θα επιμείνει πως: «Η γνώση των μελλούμενων δεν είναι προνόμιο των θνητών, σκέφτομαι, μα όταν κοιτάζουμε παλιές φωτογραφίες ή φιλμ σαν κι αυτό, το κάνουμε από καθέδρας, σαν μικροί θεοί. Μπορεί να αγνοούμε τη δική μας, προσωπική μοίρα, γνωρίζουμε όμως αυτή που επιφυλάχθηκε στους πρωταγωνιστές τέτοιων ντοκουμέντων, τις αναλαμπές και τις τραγωδίες της ιστορίας που ακολούθησαν εκείνες τις απαθανατισμένες στιγμές». Βαδίζουμε, δηλαδή, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να βαδίζουμε υποψιασμένοι στο μέλλον, όσον αφορά το παρόν.
Και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό.