«Κάτι θα γίνει θα δεις», «Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα», και οι δυο τίτλοι των βιβλίων του αποδείχθηκαν προφητικοί, τα βραβεία στη χώρα μας ήρθαν από την αρχή, αλλά το καλό, ένα διεθνές βραβείο, ήρθε τελικά από τη θάλασσα. Η είδηση χαροποίησε αναγνώστες και συγγραφείς, αλλ’ αφορά και το καλό της ελληνικής λογοτεχνίας, εν γένει.
Ο βραβευμένος ήδη διηγηματογράφος Χρήστος Οικονόμου εγκαινίασε το νέο διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Chowdhury Prize in Literature, το οποίο θέσπισαν το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας USC Dornsife και το Kenyon College, με έδρα το Οχάιο, υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Subir and Malini Chowdhury. Η τελετή απονομής θα γίνει στις 21 Απριλίου, μία μέρα πριν από την έναρξη του Φεστιβάλ Βιβλίου της εφημερίδας Los Angeles Times, και ο Χρήστος Οικονόμου θα ταξιδέψει στο Λος Αντζελες, «εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν», όπως χαρακτηριστικά είπε ο ίδιος.
Η κριτική επιτροπή τον ξεχώρισε ανάμεσα σε 15 συγγραφείς, γιατί «το έργο του κινείται στον χώρο μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού, σε ένα τοπίο όπου το δημόσιο δεν μπορεί παρά να εισχωρήσει στο ιδιωτικό. [...] Η γλώσσα του είναι εναλλάξ άμεση και λυρική με μια απτή αίσθηση, με μια “σάρκινη” έκφραση της ατμόσφαιρας και των χαρακτήρων. Είναι αξιοθαύμαστη με κάθε έννοια του όρου».
Η ομάδα των κριτών αποτελείται από καταξιωμένους συγγραφείς και ακαδημαϊκούς των ΗΠΑ και η απόφασή τους ήταν ομόφωνη: Maggie Nelson, νικήτρια του National Book Critics Circle Award για το «The Argonauts». Viet Thanh Nguyen, βραβευμένος με Πούλιτζερ για το «The Sympathizer». Claudia Rankine, βραβευμένη με NBCC για το «Citizen: An American Lyric». Arthur Sze, μεταφραστής και ποιητής του οποίου η συλλογή «Sight Lines» τιμήθηκε με National Book Award. Και David Ulin, του οποίου η ανθολογία «Writing Los Angeles: A Literary Anthology» κέρδισε το Californa Book Award.
Με τον Χρήστο, συνυπήρχαμε για αρκετά χρόνια σε γειτονικά γραφεία. Μια γνωριμία μαζί του, καθ’ ότι ακριβοθώρητος, σεμνός και κάθε άλλο παρά βιαστικός, όσον αφορά τις εκδόσεις βιβλίων του, ειδικά σήμερα επιβάλλεται.
Πρωτόγραψε το 2003 μια συλλογή με διηγήματα «Η γυναίκα στα κάγκελα». Εκδόθηκαν από τα «Ελληνικά Γράμματα», ο Χρήστος Οικονόμου αμέσως δημιούργησε αίσθηση. Γλώσσα ευαίσθητη και σκληρή και ένας νατουραλισμός που τότε ήταν και δεν ήταν ακριβώς η ζωή μας. Επτά χρόνια μετά, κι ενώ η δημοσιογραφία πάντοτε υπήρχε και όλα έδειχναν ότι τον κέρδιζε, η δεύτερη συλλογή του με διηγήματα το 2010 «Κάτι θα γίνει, θα δεις» από τις εκδόσεις «Πόλις» αυτή τη φορά, ήρθε και εξ αρχής τα σάρωσε όλα. Υποψηφιότητα στα βραβεία του περιοδικού «Διαβάζω», τους κριτικούς να μιλούν για ένα ταλέντο αναμφισβήτητο και για γραφή στιβαρή, τον Κώστα Μουρσελά φανατικό αναγνώστη να τον συστήνει σε όλους και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος ως επιστέγασμα τελικά όλων αυτών.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, στη συχνή πια ερώτηση Χρήστο κάτι θα γίνει, έγραψες, τελικά τι ήταν εκείνο που έγινε, «Έγινε ότι έγραψα μια χούφτα διηγήματα που νόμιζα ότι θα τα διαβάσω εγώ, η γυναίκα μου και δυο-τρεις άλλοι, αλλά τελικά το βιβλίο διαβάστηκε από περισσότερους και κέρδισε και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Απίστευτο μου φαίνεται», απαντά.
Στο μεταξύ, από την πρώτη του συγγραφική εμπειρία μοιάζει να μην έχουν αλλάξει και τόσο πολλά. «Σε μένα άλλαξε κυρίως ο τρόπος που βλέπω αυτά που γράφω. Γύρω μου άλλαξαν πολύ περισσότερα. Το 2003 αγωνιούσαμε αν θα κάνουμε καλούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Τώρα αγωνιούμε αν αύριο θα υπάρχουμε σαν χώρα και σαν κοινωνία», όμως, ο Χρήστος επιμένει.
Κι επιβραβεύεται με ένα βραβείο στα δύσκολα και για τα δύσκολα, στα διηγήματά του εξάλλου αυτό ακριβώς κάνει, βρίσκει στο έρεβος φως: «Και αν δεν υπάρχει, πρέπει να ψάχνουμε να το βρούμε. Καμιά φορά, ψάχνοντας, ανακαλύπτεις ότι το φως είσαι εσύ ο ίδιος», υπογραμμίζει.
Οι συγγραφικές εμμονές του, «Πολλές. Άλλωστε, και το γράψιμο από μόνο του μια εμμονή δεν είναι; Πέραν αυτού, η μεγαλύτερη εμμονή μου είναι να γράφω με καθαρό μυαλό και καθαρή καρδιά. Και, φυσικά, πάντα με μολύβι και χαρτί. Θέλω να χαράζω τις λέξεις πάνω στην άσπρη σελίδα, να τις διαβάζω σαν να ‘ναι ματωμένα ίχνη στο χιόνι».
Στο μεταξύ, η δημοσιογραφία γι’ αυτόν δημοσιογραφία, αλλά όλα μπορούν να συνδυαστούν σ’ αυτή τη ζωή. Πόσο μάλλον για τον γεννημένο συγγραφέα που βρίσκει ότι, τελικά, «Αναγκαία είναι και τα δυο, και από ανάγκη συνδυάζονται. Η λογοτεχνία είναι φυσική ανάγκη, η δημοσιογραφία εξασφαλίζει τα αναγκαία προς το ζην. Τον χρόνο προσπαθώ να τον φτιάχνω μόνος μου. Δεν τα καταφέρνω πάντοτε, αλλά το παλεύω».
Και με ένα λογοτεχνικό είδος όπως το διήγημα, «δύσκολο» όπως επιμένουν οι συγγραφείς και οι εκδότες το αντιμετωπίζουν ως «αντιεμπορικό», αλλά δεν μπορεί, την έχει σίγουρα την γοητεία της η μικρή φόρμα: «Δύσκολη (πάντα) και αντιεμπορική (όχι πάντα, ευτυχώς) είναι η καλή λογοτεχνία. Το διήγημα σου δίνει απόλαυση όμοια μ’ εκείνη που νιώθεις, όταν είσαι διψασμένος, πίνοντας μονορούφι ένα ποτήρι δροσερό νερό. Οι απαιτήσεις του πολλές. Είναι σαν να προσπαθείς να ισορροπήσεις τρέχοντας πάνω σε τεντωμένο σχοινί», αποκαλύπτει ο συγγραφέας. Ενίοτε μάλιστα και μεταφραστής: «Μεταφράζω για βιοποριστικούς λόγους», διευκρινίζει. Και «Δεν πιστεύω ότι η μετάφραση είναι συνδημιουργία. «Ποίηση είναι ό,τι χάνεται στη μετάφραση», είπε ο Φροστ. Ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου ο κάθε αναγνώστης θα μπορεί να διαβάζει στο πρωτότυπο τα βιβλία που αγαπάει».
Όσον αφορά δε την διαδικασία γραφής «Γράφω τις νύχτες συνήθως. Γράφω καθημερινά, στο χαρτί ή στο μυαλό μου. Στο χαρτί γράφω μόνο όταν κάθομαι στο γραφείο μου. Στο μυαλό μου γράφω όπου και όποτε να ‘ναι. Χρειάζομαι τα απολύτως απαραίτητα: χαρτί, μολύβι, καφέ, καπνό, σιωπή— για ν’ ακούω αυτά που γράφω».
Ο Χρήστος Οικονόμου που γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Κρήτη και έζησε στον Πειραιά, έχει στο συγγραφικό σύμπαν του να επιζούν ή απλώς να περνούν τρεις σημαντικότατες πόλεις: «Περνούν αλλά δεν μένουν, ίσως επειδή δεν είμαι δεμένος με κανένα τόπο— ή, μάλλον, επειδή είμαι δεμένος με πολλούς τόπους, είτε έχω ζήσει εκεί είτε όχι. Από μικρός φανταζόμουν πως κάθε νύχτα ταξίδευα σε κάποιο άλλο μέρος και έμπαινα, λέει, σαν τον αέρα μες απ’ τις γρίλιες στα σπίτια και τις δουλειές των ανθρώπων και παρακολουθούσα τι έλεγαν και τι έκαναν».
Το γιατί γράφει, έχει πάψει πια να τον απασχολεί: «Παλιότερα αναρωτιόμουν συχνά. Τώρα πια όχι, όπως δεν αναρωτιέμαι γιατί τρώω, γιατί κοιμάμαι, γιατί ζω».
Αγαπημένοι του συγγραφείς ήταν και παραμένουν «Ο Άντερσεν, ο Παπαδιαμάντης, ο Κάρβερ, ο Τσέχοφ. Ο Στάινμπεκ, ο Κόρμακ Μακάρθι—ο μεγαλύτερος εν ζωή Αμερικανός μυθιστοριογράφος, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Ο Αλεξάνδρου, ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Σκαμπαρδώνης. Ο Καβάφης, η Ντίκινσον, ο Φροστ».
Αγαπημένα του βιβλία «Η Αγία Γραφή. Τα παραμύθια του Άντερσεν. Ό,τι έχουν γράψει ο Παπαδιαμάντης, ο Κάρβερ, ο Κόρμακ Μακάρθι. Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Η Μεταμόρφωση του Κάφκα. Ο Καπετάν Μιχάλης και Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη. Ο Φύλακας στη Σίκαλη του Σάλιντζερ. Τα Σταφύλια της Οργής του Στάινμπεκ. The Things They Carried του Τιμ Ο’ Μπράιεν».
Το πρώτο βιβλίο που θυμάται «Η Μυστηριώδης Νήσος του Ιουλίου Βερν. Ακόμα και τώρα τ’ ανοίγω πού και πού, και διαβάζω μερικές σελίδες. Έχω μια παμπάλαια έκδοση, εικονογραφημένη με τις υπέροχες γκραβούρες του Φερά».
Και η πρώτη φορά που έγραψε «Πρέπει να ήμουν δεκάξι, δεκαεφτά. Ήταν μια ιστορία για έναν τύπο, σε κάποιο μέρος της Κρήτης, που ένα βράδυ, σουρωμένος, σκαρφαλώνει στη σκεπή του σπιτιού της πρώην γυναίκας του κι αρχίζει να ξηλώνει τα κεραμίδια. Νομίζω ότι κάπου πρέπει να το ‘χω κρατήσει». Θυμάται για μας μια ιστορία που μάλλον ποτέ δεν θα πρέπει να ήταν για τον συγγραφέα Χρήστο Οικονόμου και τόσο ξεχασμένη.