Το αξίωμα ότι η Ρωσία δεν μετέχει του Δυτικού πολιτισμού, της «Δύσης», αλλά ότι αποτελεί τον πυρήνα ενός άλλου πολιτισμού, δεν είναι αυταπόδεικτη. Άλλωστε το έθνος των Ρώσων συγκροτήθηκε κατ’ αρχήν μέσα από την συνάντηση με τον Βυζαντινό πολιτισμό, και ως εκ τούτου με την Χριστιανική θεολογία και το ρωμαϊκό δίκαιο, κατόπιν εκσυγχρονίσθηκε πάνω στα δυτικά πρότυπα κρατικής οργάνωσης της πεφωτισμένης μοναρχίας από τον Μεγάλο Πέτρο, συμμετείχε καθ’ όλη την διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα στις διάφορες ευρωπαϊκές συμμαχίες, οικονομικά και πολιτισμικά δίκτυα και πολέμους, και κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα εφάρμοσε την πιο ριζοσπαστική έκφανση του γαλλικού διαφωτιστικού οράματος, τον ιακωβινισμό, υπό την μορφή του εκσυγχρονιστικού κομουνισμού.
Όσο για την κουλτούρα, η Ρωσία αναμφίβολα αποτελεί μία από τις πιο αυθεντικές πηγές υψηλής τέχνης δυτικότροπου αναστοχασμού και εκφραστικότητας. Τότε, τι ακριβώς την διαχωρίζει από την Δύση;
Η απάντηση έγκειται στον «τρόπο» με τον οποίον όλα τα παραπάνω στοιχεία ενσωματώθηκαν και διαρθρώθηκαν στην ρωσική κοινωνία. Αυτοί οι διαφορετικοί τρόποι περιλαμβάνουν: τη επιλεκτική βυζαντινή κληρονομιά και την απόρριψη των κλασικών και παλαιοχριστιανικών θεολογικών παραδόσεων, την άρρηκτη διασύνδεση Εκκλησίας και Κράτους, τις ρωσικές θρησκευτικές σέκτες και κινήματα που δεν υποστήριξαν φιλελεύθερες πολιτικές ιδέες και ορθολογικούς και οικουμενικούς προσανατολισμούς (όπως για παράδειγμα ο προτεσταντισμός στη Δύση), καθώς και την προτίμηση για πατριαρχικά-κοινοτικά σωματεία που διαφέρουν από τις εθνικές-ταξικές «ενώσεις» που κυριαρχούν στις δυτικές κοινωνικές δομές και θεσμούς.
Η μεσαιωνική Ρωσία δεν εξοικειώθηκε ποτέ με την αρχαία κλασική ελληνική και ρωμαϊκή κληρονομιά (δηλαδή με τα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, της ύστερης ελληνικής φιλοσοφίας, της ελληνικής επιστήμης, του ρωμαϊκού δικαίου) και ήταν εξοικιωμένη μόνο σε περιορισμένο βαθμό με την παλαιοχριστιανική θεολογία – όλα εκ των οποίων είχαν τεράστια επίδραση στον πολιτισμικό προσανατολισμό και πνευματική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης.
Η βαθιά διαμορφωτική επίδραση του Βυζαντίου στο ρωσικό πολιτισμικό σύμπλεγμα είναι βέβαια ευρέως αποδεκτή. Ο βυζαντινός υψηλός πολιτισμός (νόμοι, θρησκεία, πολιτικο-αυτοκρατορικές ιδεολογίες, λογοτεχνία και τέχνη) έγινε ευπρόσδεκτος από τους Ρώσους του Μεσαίωνα, ωστόσο η υιοθέτησή του ήταν εξαιρετικά επιλεκτική. Διάφορα στοιχεία του βυζαντινού συμπλέγματος έγιναν αποδεκτά, άλλα απορρίφθηκαν και άλλα ενσωματώθηκαν αφού πρώτα μεταμορφώθηκαν. Αν και το ρωσικό δίκαιο και οι κώδικες του 10ου-17ου αιώνα περιέχουν ορισμένους κανόνες του Ρωμαϊκού Δικαίου που υιοθετήθηκαν μέσω της μετάφρασης των νομικών κειμένων του Βυζαντίου, το ρωσικό κοσμικό δίκαιο δεν αποτελεί απόγονο του Βυζαντίου.
Η συστηματική υποδοχή και ενσωμάτωση του ρωμαϊκού δικαίου στον ρωσικό νομικό κώδικα συνέβη μόλις τον 18ο -19ο αιώνα. Ο νομικός εκσυγχρονισμός και κωδικοποίηση κατά την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο έτεινε να αποδεχθεί τις ευρωπαϊκές ιδέες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία, αλλά ταυτόχρονα το όραμα της παραδοσιακής αυτοκρατορικής και αυταρχικής δομής εξουσίας παρέμενε ως επί το πλείστον ανέπαφο. Αυτός ο «νομικός δυϊσμός», δηλαδή η αντιφατική συνύπαρξη του ορθολογικού δικαίου που επιβάλλει το κράτος έναντι του παραδοσιακού κοινού δικαίου που βασίζεται σε λαϊκές πρακτικές δικαιοσύνης και πατερναλισμού, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ρωσικής νομικής παράδοσης.
Το ρωσικό νομικό σύστημα έχει μικρή αυτονομία, ενώ η αρχή της άτυπης δικαιοσύνης που είναι πάνω από κάθε επίσημο νόμο, εξακολουθεί να είναι συμβατικά αποδεκτή. Η επίδραση του Βυζαντίου και των Μογγόλων στην εξέλιξη διακριτών πολιτισμικών και πολιτικών προτύπων φαίνεται να είναι η πιο σημαντική. Ο σχηματισμός του μοσχοβιτικού κράτους και η δομή εξουσίας του είναι αναμφισβήτητα ο κύριος τομέας όπου συνενώνονται και συνυφαίνονται οι επιρροές του Βυζαντίου και της Μογγολικής Χρυσής Ορδής όπου κορυφώθηκε η ανατολίτικη παράδοση του ρωσικού πολιτισμού (εξαιρετικά αποτυπωμένη στο Andrei Rublev του Ταρκόφσκι).
Εδώ μόνον μπορούμε να αναφέρουμε εν συντομία μερικές από αυτές τις ιδιαιτερότητες που διαμορφώνουν το περίγραμμα του μοτίβου της Ρωσίας κράτους-κοινωνίας: συσσωμάτωση κοσμικής και ιερής εξουσίας· κηδεμονισμός· συγκεντρωτισμός και αυταρχικός έλεγχος των πόρων· έντονη σύνδεση του σχηματισμού κράτους και του εδαφικού ελέγχου και επέκτασής του· πολιτισμική απόσταση μεταξύ των κυβερνώντων και των μαζών· και εγκαθίδρυση μιας «πολιτειακά εξαρτημένης κοινωνίας», δηλαδή ενός θεσμικού πλαισίου που προϋποθέτει την συστηματική υποταγή της κοινωνίας στις επιταγές της συγκρότησης του κράτους κ.λπ.
Ο Μέγας Πέτρος αναμόρφωσε θεμελιωδώς αυτό το κράτος σύμφωνα με το δυτικό μοντέλο της «εύρυθμης κοινωνίας» μέσω ενός αρθρωμένου αυτοκρατορικού σχεδίου πρακτικής μεταμόρφωσης της ρωσικής κοινωνίας «από τα επάνω» με ένσκοπη αφομοίωση δυτικών προτύπων γραφειοκρατίας και στρατιωτικής οργάνωσης. Αυτός ο αυτοκρατορικός-αυταρχικός εκδυτικισμός και εκσυγχρονισμός του Μεγάλου Πέτρου συνέβαλε στη διαδικασία εξορθολογισμού και στην εκκοσμίκευση της υψηλής κοινωνίας, καθώς και στην επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας. Ωστόσο, σε αυτό το νέο πρότυπο συναντάει κανείς μια επίμονη εσωτερική αντίφαση: Ενώ το συγκεντρωτικό κρατικό σύστημα ορθολογικοποιήθηκε δυτικότροπα, την ίδια στιγμή απαιτούσε την υποταγή του ατόμου στο κράτος το οποίο διατήρησε σχεδόν απεριόριστη εξουσία – στην Ρωσία δεν θα μπορούσε να υπάρξει ο περίφημος Γερμανός αγρότης που αρνούμενος να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις του Μεγάλου Φρειδερίκου ανέκραξε «υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο». Η απόλυτη κρατική βούληση εξακολούθησε να είναι η νόμιμη ενσάρκωση κάθε εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάδυση μιας δημόσιας σφαίρας, νομικά αυτόνομων οντοτήτων και η ανάπτυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μαζί με την ατομική και συλλογική αυτονομία, εμποδίσθηκε από το παραδοσιακά ισχυρό κηδεμονικό-πατρογονικό κράτος που εισέβαλε, απορρόφησε και ήλεγξε την κοινωνία των πολιτών. Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα με την «αποσάρκωση της εξουσίας» (για να ακολουθήσουμε την ορολογία του Claude Lefort) δεν συνέβη ποτέ στη Ρωσία. Η πολιτική αρχή πάντοτε ταυτιζόταν με την απτή κυβέρνηση και τον συγκεκριμένο Αυτοκράτορα.
Ιστορικά, λοιπόν, η Ρωσία εξελίχθηκε ως ένα κηδεμονικό-γραφειοκρατικό κράτος με μια ιεροποιημένη εξουσία, οργανωμένη γύρω από έναν Ηγεμόνα ο οποίος απολάμβανε απεριόριστη εξουσία πέρα και πάνω από οποιονδήποτε νόμο. Ιδεολογικά, αυτή η αρχή βασίσθηκε στον βυζαντινό Καισαροπαπισμό, δηλαδή στην υποταγή της Εκκλησίας στον κοσμικό άρχοντα. Η Ορθόδοξη Χριστιανική κοσμοθέαση, η οποία χαρακτηρίζεται από έναν εξωκοσμικό προσανατολισμό, αποτυπώθηκε τόσο στις «δομές της συνείδησης», όσο και σε οράματα κοσμικών κοινωνικών τάξεων. Σε σύγκριση με τον Προτεσταντισμό στη Δυτική Ευρώπη, οι ασκητικές σέκτες της Ρωσίας του 17ου αιώνα δεν απετέλεσαν κινητήρια δύναμη στη διαμόρφωση των «μοντέρνων» δομών και άσκησαν πολύ περιορισμένη επιρροή στις κύριες πτυχές της ζωής. Οι παραδοσιακές δομές συνέχισαν να κυριαρχούν, συμπεριλαμβανομένης της στοχαστικής, φυγόκοσμης φύσης του σλαβικού Ορθόδοξου μυστικισμού της άγριας και επικίνδυνης στέπας που ενσαρκώνουν οι «σαλοί του Θεού» όπως ο Ρασπούτιν.
Στη Ρωσία αναπτύχθηκε ένα σύστημα κρατικών υπηρεσιών που αντιστοιχεί στο «λειτουργικό κράτος» που περιγράφει ο Max Weber. Αυτό είναι ένα κράτος-αφέντη οι ανάγκες του οποίου καλύπτονται από ένα προκαθορισμένο-πατερναλιστικό σύστημα καθηκόντων που καθόριζε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας και το οποίο συμπεριλάμβανε κάθε Ρώσο κάθε κοινωνικής ομάδας – από την ανώτερη τάξη των γαιοκτημόνων, μέχρι και τον τελευταίο ακτήμονα. Το πιο σημαντικό: έναντι του Αυτοκράτορα δεν αναγνωριζόταν καμία εξουσία και κανένα κύρος. Έναντι του Αυτοκράτορα, ο αριστοκράτης ήταν το ίδιο αδύναμος με τον ακτήμονα.
Το ρωσικό κράτος χαρακτηρίζεται λοιπόν από την ενοποίηση της εξουσίας και της ιδιοκτησίας, την αγιοποίηση της εξουσίας, και τον κεντρικό ρόλο της εξουσίας στη διανομή του πλούτου και στην εφαρμογή κάθε ριζικής μεταρρύθμισης «από τα πάνω», η οποία έφθασε στο απόγειό της κατά τη σταλινική εποχή. Η σοβιετική εμπειρία στη δημιουργία της κομμουνιστικής κοινωνίας και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της καταδεικνύει τη συνέχεια ορισμένων παραδοσιακών προεπαναστατικών ρωσικών μοντέλων. Το προεπαναστατικό σύμπλεγμα της πατρογονικής κυριαρχίας, της καισαροπαπικής σχέσης κράτους και εκκλησίας συνεχίστηκε καθ’ όλη τη σοβιετική περίοδο και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Ο πυρήνας του σοβιετικού μοντέλου ήταν μια συσσωμάτωση αυτοκρατορικών και επαναστατικών παραδόσεων. Το σοβιετικό πρόγραμμα της νεωτερικότητας χαρακτηριζόταν από την συσσωμάτωση της ιδεολογικής, της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας που αντιπροσωπεύεται από το κόμμα-κράτος και μια σειρά από αλληλένδετες αρχές οργάνωσης: το κόμμα-κράτος, την ελεγχόμενη οικονομία και ιδεολογική ορθοδοξία· την έννοια του «σοσιαλισμού σε μια χώρα»· την φαντασίωση μιας συντόμευσης προς την ευημερία μέσω μιας συνολικής κοινωνικής κινητοποίησης· και μια ιδεολογία που θύμιζε έντονα θρησκεία. Το σοβιετικό μοντέλο προσπάθησε, ταυτόχρονα, να αγκαλιάσει τον ορθολογισμό, την ιδέα της προόδου και την κυριαρχία της φύσης. Υιοθέτησε μια επιφανειακή καθολικότητα και εισήγαγε έναν επιλεκτικό και κατασταλτικό «σοσιαλιστικό νόμο».
Μετά την πτώση του κομουνισμού, αυτή η περίπλοκη κληρονομιά, μαζί με ποικίλες πολιτισμικές ερμηνείες, προκάλεσαν την αναμόρφωση των αφομοιωμένων δυτικών μοντέλων και υποδηλώνουν τον χαρακτήρα των προτύπων νεωτερικότητας που προέκυψαν στη μετα-σοβιετική Ρωσία.
Παρά τις πολλές λαϊκές κινητοποιήσεις για την υποστήριξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αμέσως μετά την πτώση του κομουνισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η εισαγωγή δημοκρατικών θεσμών μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έγινε από το κράτος και όχι από την κοινωνία των πολιτών. Το διατυπωμένο «δημοκρατικό όραμα» του κράτους και ο κεντρικός του ρόλος στη κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση της μετα-σοβιετικής Ρωσίας, σύμφωνα με το οποίο «το κράτος εγγυάται τη δημοκρατία», και ότι, όπως το έθεσε ο Πούτιν στις απαρχές της ηγεμονίας του: «η Ρωσία θα εφαρμόσει την δική της δημοκρατία», υποδηλώνει τη συνέχεια του εκ των άνω μετασχηματισμού/εκσυγχρονισμού όπως ακριβώς συνέβη στην προεπαναστατική αυτοκρατορική Ρωσία του Μεγάλου Πέτρου, στη Σταλινική σοβιετική «επανάσταση εκ των άνω», και στο μεταρρυθμιστικό έργο του Γκορμπατσόφ.
Η αντιπαλότητα με την «δυτικού τύπου» δημοκρατία, η επανεξέταση της συνάφειας της δυτικού τύπου δημοκρατίας με τη ρωσική κοινωνία, και η επίκριση της «υποκριτικής Δύσης» σχετικά με την ηγεμονία της και τη μονοπώληση του δημοκρατικού μοντέλου (διάδοση μέσω εισβολής μιας συγκεκριμένης μορφής δημοκρατίας), έγιναν πιο έντονες μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Εισήχθη η έννοια της «κυρίαρχης δημοκρατίας» που υποδήλωνε τον ιδιάζοντα, ανεξάρτητο, και αυτόνομο χαρακτήρα της ρωσικής δημοκρατίας που αναιρούσε τη συνάφεια άλλων δημοκρατικών μοντέλων, τονίζοντας τον μοναδικό και εθνικό χαρακτήρα της ρωσικής δημοκρατίας.
Αυτή η αντίληψη πηγάζει από την ιδέα ότι το θεμέλιο της «κυρίαρχης δημοκρατίας» βρίσκεται στην «πολιτισμική μήτρα» που ορίζει τις πολιτικές πρακτικές: «προσπάθεια και αγώνας προς την πολιτική ολότητα μέσω του συγκεντρωτισμού των λειτουργιών εξουσίας», «εξιδανίκευση των στόχων του πολιτικού αγώνα» και «προσωποποίηση των πολιτικών θεσμών». Στο παρόν πλαίσιο, η σύγχρονη πολιτική διευθέτηση της Ρωσίας εστιάζει στον κηδεμονισμό ενσωματωμένο σε ένα ισχυρό συγκεντρωτικό κράτος με προσωποποιημένη εξουσία. Η δύναμη και η εξουσία, που ενσαρκώνει ο Πρόεδρος Πούτιν, αναγνωρίζεται και πάλι ως η πηγή, ο παραγωγός και η εγγύηση των σύγχρονων μεταρρυθμίσεων.
Οι θεμελιώδεις αρχές του κράτους του Πούτιν –η υπεροχή του κράτους, η εδραίωση, ο συγκεντρωτισμός και η μονοπώληση της εξουσίας μέσω της προσωποποίησης της εξουσίας στη φιγούρα του Προέδρου ως ενσάρκωσης της Ρωσίας και ως προϋπόθεση για την ύπαρξη του κράτους– συνεπάγεται μια συσσωμάτωση των σφαιρών της πολιτικής, του δικαίου, της οικονομίας και του πολιτισμού. Όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με την αυτονομία και τις ανεξάρτητες λειτουργίες που υπάρχουν στις δημοκρατικές κοινωνίες. Η προσωποποιημένη κεντρική εξουσία συγκεντρώνει πόρους και μονοπωλεί τις λειτουργίες που διέπουν αυτές τις σφαίρες. Επίσης, απονέμει στον εαυτό του το δικαίωμα να γνωρίζει και να κατανοεί τις ανάγκες και τις διαδρομές ανάπτυξης κάθε τομέα, πολλές φορές αγνοώντας την κοινή γνώμη, ενώ παράλληλα επιλέγει θεσμούς πολιτικής συμμετοχής όπως συμφέρει στην εξυπηρέτηση των σκοπών του.
Εκτός από αυτό, η συγκεντρωτική δομή της πολιτικής ζωής έρχεται σε σύγκρουση με τις πλουραλιστικές διαθέσεις της δυτικής νεωτερικότητας, τα ιδανικά της για άνοιγμα και προσβασιμότητα στην πολιτική αρένα, την κατανεμημένη αποκεντρωμένη εξουσία και το θόλωμα των συνόρων μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας.
Οι συντηρητικές και παραδοσιακές αξίες που υπογραμμίστηκαν στην τελευταία προεδρική θητεία του Πούτιν, μαζί με την αντιδυτική ρητορική και την κριτική του δυτικού φιλελευθερισμού, τονίζουν τη διάκριση μεταξύ «εμείς» και «του Δυτικού Άλλου». Ο συντηρητισμός, η παραδοσιοκρατία και η αυξημένη άρνηση των «πολλαπλών μορφών ζωής» αποκαλύπτουν μια ένταση μεταξύ παραδοσιακών και σύγχρονων προσανατολισμών με τις αλληλεπιδράσεις με τη Δύση να αποκτούν πιο ρεβιζιονιστικό σχήμα.
Όμως ο υπερ-εθνικιστικός λόγος του Πούτιν, φοβικός, ρεβιζιονιστικός και επιθετικός αποτελεί τρόπο αντιμετώπισης της έντονης έλλειψης κοινωνικής αλληλεγγύης (ακριβώς λόγω της κάθετης δομής εξουσίας που απαγορεύει οριζόντιους δεσμούς εμπιστοσύνης ανάμεσα σε πολίτες που το κράτος δεν ελέγχει) και αναζήτησης μιας εθνικής ιδέας που να ενσωματώνει και να ενώνει πολλές περιοχές με διαφορετικό πολιτισμικό, θρησκευτικό και ιστορικό υπόβαθρο και διαφορετικούς τρόπους αλληλεπίδρασης με την κεντρική εξουσία.
Η συγγνώμη του Πούτιν για τη σοβιετική περίοδο, η αυτοκρατορική του φαντασίωση και η συνεχιζόμενη νοσταλγία για εκείνη την περίοδο παραμένουν, μαζί με τις επικλήσεις στον ρωσικό πατριωτισμό και το ρωσικό ιστορικό και πολιτισμικό μεγαλείο, βασικά θέματα των συμβόλων εξουσίας της συνολικής ρωσικής κοινωνίας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Πούτιν ποτέ δεν θα αποδεχθεί ένα αποτέλεσμα που θα επέτρεπε να συμπεραθεί ότι η Ρωσία έχασε τον πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας. Και είναι ο λόγος που η Ρωσία δεν μετέχει του Δυτικού πολιτισμού.
*Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού, Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας, Καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Διεθνούς Θερινού Σχολείου Cultural Trauma