Ένα σύνηθες χαρακτηριστικό των πολεμικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων μεταξύ κρατών είναι η παρανόηση των προθέσεων και των στόχων του αντιπάλου. Πραγματικά, είναι δύσκολο να βρούμε κάποιον πόλεμο, όσο πίσω και αν ανατρέξουμε στην ιστορία της ανθρωπότητας, που να μη χαρακτηρίζεται από παρανόηση των θέσεων και της στάσης του αντιπάλου – ελλείμματα που «αναπληρώνονται» από ευσεβείς πόθους και αβάσιμες βεβαιότητες.
Χαρακτηριστικά, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε επειδή η Γερμανία πίστευε ότι η Μεγάλη Βρετανία θα μείνει ουδέτερη στον πόλεμο ακόμη και αν ήταν εγγυήτρια δύναμη της ακεραιότητας του Βελγίου, και η Αυστροουγγαρία επιτέθηκε στην Σερβία επειδή ήταν βέβαιη ότι η Ρωσία δεν θα αντιδράσει δυναμικά. Η Μικρασιατική Εκστρατεία έλαβε χώρα με την εικασία ότι οι Σύμμαχοι θα παρέμεναν στο πλευρό μας.
Ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία το 1939 εικάζοντας ότι οι Αγγλο-Γάλλοι δεν είχαν τα κότσια να εμπλακούν σε έναν ακόμη πόλεμο εναντίον της Γερμανίας.
Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας ο Μιλόσεβιτς προχωρούσε σε εθνοκαθάρσεις πιστεύοντας ότι οι Αμερικανοί δεν θα επενέβαιναν στρατιωτικά εναντίον της Σερβίας.
Στον Πόλεμο του Κόλπου ο Σαντάμ εισέβαλε στο Κουβέιτ εικάζοντας ότι η αντίδραση της Αμερικής θα ήταν χλιαρή και διπλωματική και ότι η Ρωσία δεν θα επέτρεπε την αμερικανική πολεμική εμπλοκή.
Και τέλος, στον σημερινό Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, ο Πούτιν είκαζε ότι η Ουκρανία θα κατέρρεε ως χάρτινος πύργος και ότι η Δύση θα έμενε ουσιαστικά ουδέτερη υπό τον φόβο των αρνητικών οικονομικών επιπτώσεων που θα επέφερε η υποστήριξη της Ουκρανίας.
Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό όχι μόνον την άγνοια της πραγματικής κατάστασης και της δυναμικής της, αλλά και το γεγονός ότι η «άλλη πλευρά» δεν διατύπωσε ρητώς και σαφώς την θέση της, αφήνοντας τον εν δυνάμει επιτιθέμενο να πιστεύει ή να ελπίζει ότι ο πόλεμος δεν θα κλιμακωθεί και ότι θα μείνει στα μέτρα του. Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις αποτελούν παραδείγματα διπλωματικής ασάφειας που επέτρεψε την παρανόηση τους και ως εκ τούτου την διάβρωση ων ορθολογικών υπολογισμών από ευσεβείς πόθους.
Η αντιπαράθεση Τουρκίας-Ελλάδας σήμερα και η πιθανή μετεξέλιξή της σε ανοικτή πολεμική σύρραξη αποτελεί μια τέτοια περίπτωση – θα την χαρακτήριζα παραδειγματική περίπτωση παρανόησης εν τω γεννάσθαι.
Πρώτον, η Τουρκία πιστεύει ότι η Ελλάδα δεν έχει την βούληση να αντιπαρατεθεί στρατιωτικά με την Τουρκία: η στάση της Ελλάδας στην Κύπρο, στα Ίμια, στις συνεχείς παραβιάσεις του εναέριου χώρου, και σκόρπιες δηλώσεις μελών της ελληνικής πολιτικής και διπλωματικής ελίτ υπέρ των δικαίων της Τουρκίας, έχουν πείσει την Τουρκία ότι η Ελλάδα δεν θα πολεμήσει αποφασιστικά, και ότι μετά από λίγες ημέρες περιορισμένων συγκρούσεων θα συρθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Δεύτερον, η Τουρκία πιστεύει ότι η Αμερική και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα επέμβουν αποφασιστικά στο πλευρό της Ελλάδας∙ ότι είναι πολύ μεγάλη δύναμη, πολύ σημαντική για το ΝΑΤΟ και τις ευρωπαϊκές αγορές για να αποτελέσει εχθρό τους όπως αποτελεί σήμερα η Ρωσία. Πιστεύει ακράδαντα ότι αν και θα υπάρξουν κάποιες αντιδράσεις καταδίκης των επιθετικών ενεργειών της, εν τέλει οι εξωτερικοί παίκτες θα εξισώσουν τα δύο μέρη και θα ζητήσουν από αυτά να τα βρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων – τί διαπραγμάτευση; τα δικά μου δικά μου, και τα δικά σου δικά μας.
Κι αν δεν είναι δυνατό να πείσουμε τους δυτικούς συμμάχους μας να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους και τη στάση τους σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης (και ένας λόγος είναι ότι δεν τους έχουμε πείσει για την αποφασιστικότητά μας), είναι δυνατό να στείλουμε ένα καθαρό μήνυμα στην Τουρκία για αυτήν την αποφασιστικότητα δηλώνοντας πώς ακριβώς σκοπεύουμε να αντιδράσουμε σε κάθε περίπτωση τουρκικής επιθετικότητας: ότι διάφορα μνημεία τουρκικής ταυτότητας και συμβολικής αξίας επί της ελληνικής επικράτειας θα αλλάξουν χρήστη και χρήση την ημέρα που θα εκδηλωθεί επιθετική κίνηση (όπως ήδη έχει συμβεί στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας)∙ ότι η σύρραξη δεν θα είναι σημειακή αλλά γενικευμένη∙ ότι κάθε τουρκικό αεροσκάφος που υπερίπταται ελληνικού εδάφους από τώρα και εφεξής θα καταρρίπτεται∙ και τέλος ότι η απειλή εισβολής μας δίνει το δικαίωμα προληπτικού κτυπήματος. Και αυτά όχι πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά με κάθε επισημότητα στα διεθνή φόρα, και πάνω απ’ όλα στον ΟΗΕ. Και ας αφήσουμε τους «συμμάχους» μας να πάρουν θέση πάνω σε αυτές τις δηλώσεις μας. Μόνον με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλίσουμε το κύρος μας απέναντι σε εχθρούς και φίλους, και θα αναγκάσουμε την Τουρκία να το σκεφθεί δύο φορές πριν προβεί στο απονενοημένο.
Η Τουρκία και η δημόσια σφαίρα της δεν είναι συμβατά με το αξιακό πρότυπο της Δύσης. Όπως έχω επισημάνει σε προηγούμενη αρθρογραφία μου, το τουρκικό αξιακό πρότυπο εμπνέεται από το λογοπλαίσιο της επιθετικής αρρενωπότητας και της βίαιης επιβολής της βούλησης για εξουσία και κυριαρχία. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τόσο οι δηλώσεις της πολιτικο-στρατιωτικής τουρκικής ελίτ, όσο και των τουρκικών ΜΜΕ, αναφέρονται στα νησιά του Αιγαίου ως «δικά μας» χωρίς ενδιαφέρον για τους κατοίκους τους, για το γεγονός ότι πάνω σε αυτά να ζουν άνθρωποι άλλης πολιτείας και άλλης εθνικότητας. Δεν τους ενδιαφέρει. Ο ανθρώπινος παράγων δεν συνυπολογίζεται. Το μόνο που καταλαβαίνουν είναι η ωμή κυριαρχία.
Ως εκ τούτου είναι πολύ σημαντικό να υψώσουμε το ανάστημά μας όπως αυτοί αντιλαμβάνονται το «ανάστημα». Και αν τελικά η Τουρκία κάνει το απονενοημένο, να μην ειπωθεί μετά ότι ήταν ένας πόλεμος που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν μόνον η θέση και οι προθέσεις της Ελλάδας είχαν διατυπωθεί με ευκρίνεια και είχαν εφαρμοσθεί επί του πεδίου.