Σήμερα η Κομισιόν αναμένεται να παρουσιάσει το «Chips Act», τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική στην προσπάθεια της ΕΕ να εξελιχθεί από «ηλεκτρονικό καταναλωτή» σε «ηλεκτρονικό κατασκευαστή» ημιαγωγών και ψηφιακών συστημάτων. Πρωταρχικός στόχος της ΕΕ είναι να παράγει το 20% των παγκόσμιας αγοράς ημιαγωγών έως το 2030, αλλά κυρίως να κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την τεχνολογική αυτονομία της, προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική και ασφαλής εν μέσω καταιγιστικών ψηφιακών αλλαγών.
Σύμφωνα με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο ευρωπαϊκός «νόμος» για τα chips θα προβλέπει «σημαντικές επενδύσεις». Οι πληροφορίες κάνουν λόγο για ποσό ύψους 42 δισεκατομμυρίων ευρώ, με μόχλευση 12 δισεκατομμυρίων από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και 30 δισεκατομμύρια που έχουν ήδη προβλεφθεί από τα δημόσια ταμεία της ΕΕ. Το κατά πόσον τα εν λόγω ποσά θα επιβεβαιωθούν μένει να αποδειχθεί, καθώς διαρροή την οποία επικαλείται το Euractiv κάνει λόγο για μόλις 10 δισ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, ο πρωταρχικός στόχος της ΕΕ είναι από μόνος του εξαιρετικά φιλόδοξος: να παράγει το 20% της παγκόσμιας αγοράς ημιαγωγών έως το 2030, κάτι που σημαίνει ότι το μπλοκ των 27 θα πρέπει να τετραπλασιάσει τη σχετική παραγωγή σε μόλις οκτώ χρόνια. Ο Τιερί Μπρετόν, Επίτροπος για την Εσωτερική Αγορά, τόνισε ότι το σχέδιο της ΕΕ θα είναι «ανάλογο» με εκείνο των ΗΠΑ το οποίο προβλέπει χρηματοδότηση 52 δισεκατομμύρια δολάρια για τη βιομηχανία ημιαγωγών.
H παγκόσμια αγορά chips ξεπέρασε το μισό τρισ. το 2021, σημειώνοντας εκρηκτική ανάπτυξη 25,6% σε ετήσια βάση ενώ αναλυτές εκτιμούν ότι έως το 2030 μπορεί να αναρριχηθεί στο ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Σε αυτή την αγορά, αυτή τη στιγμή οι πρωταγωνιστές δεν έχουν ευρωπαϊκή «καταγωγή». Τεχνολογικοί κολοσσοί από Κίνα, ΗΠΑ, Νότια Κορέα και Ταϊβάν κατασκευάζουν τα «τσιπάκια» που τρέχουν τον κόσμο μας.
Αν, όμως, αυτό είναι το δύσκολο παρόν, το μέλλον προβλέπεται ακόμα πιο σκληρό για την Ευρώπη. Οι ημιαγωγοί αποτελούν την καρδιά συσκευών που χρησιμοποιούνται ευρέως, όπως smartphones, tablets, υπολογιστές και data centers αλλά η χρήση τους δεν περιορίζεται πλέον μόνο εκεί. H τρικυμία που προκάλεσε η πανδημία στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η έλλειψη chips ανάγκασε αυτοκινητοβιομηχανίες να «φρενάρουν» την παραγωγή, δεδομένου ότι κάθε σύγχρονο αυτοκίνητο έχει δεκάδες ψηφιακούς επεξεργαστές.
Το ίδιο ισχύει για ιατρικά μηχανήματα, εργοστασιακές μηχανές, κρίσιμες υποδομές όπως τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, άμυνα κ.ο.κ.
Η εξάρτηση από τους ημιαγωγούς θα επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια καθώς η διεύρυνση εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης, τα «έξυπνα εργοστάσια» που φέρνει το Industry 4.0 και δεκάδες άλλες δραστηριότητες απλά δεν μπορούν να υλοποιηθούν, χωρίς επάρκεια σε chips. Μόνο για το πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης εκτιμάται ότι το 2025 τα έσοδα από ημιαγωγού θα φτάσουν τα 65 δισεκατομμύρια δολάρια. Κατά συνέπεια η ηλεκτρονική απεξάρτηση της Ευρώπης δεν είναι απλά τεχνολογικό ζήτημα, αλλά περισσότερο γεωπολιτικό. Γι' αυτό και η μεταστροφή της ΕΕ από «ηλεκτρονικό καταναλωτή» σε «ηλεκτρονικό κατασκευαστή» έχει αναδυθεί με τέτοια ένταση.
Ανταγωνιστικότητα, αυτάρκεια, ασφάλεια
Οι τεχνολογίες αυτές αποτελούν τη βάση για την ανταγωνιστικότητα, την αυτάρκεια και την ασφάλεια στη σημερινή και μελλοντική Ψηφιακή Εποχή, σχολιάζει ο Μανόλης Κατεβαίνης, Καθηγητής Επιστήμης Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Αυτό που οφείλει να συνειδητοποιήσει η Ευρώπη είναι ότι τα ηλεκτρονικά είναι βασική υποδομή για τα πάντα. Και δεύτερον, σε αυτή τη βασική υποδομή αναδύονται σοβαρά θέματα ασφάλειας. Για παράδειγμα, ο κατασκευαστής ενός chip θα μπορούσε εν αγνοία του αγοραστή να προσθέσει κυκλώματα τα οποία όταν ενεργοποιηθούν, π.χ, με έναν μυστικό κωδικό, να σταματήσει ή να δυσλειτουργεί ολόκληρη η υποδομή», συμπληρώνει.
Ο καθηγητής σημειώνει ότι πλέον τα πάντα, από συστήματα άμυνας και ηλεκτρικά δίκτυα, έως το σύνολο των επικοινωνιών, του Ίντερνετ, των οικονομικών και εμπορικών υπηρεσιών ελέγχονται από chips. Συχνά αυτά είναι κατασκευασμένα στην Άπω Ανατολή ή στις ΗΠΑ, οπότε προκύπτει μια δυνητική ή και πραγματική εξάρτηση.
Το δεύτερο κρίσιμο σημείο είναι το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας. Όπως αναφέρει ο Μανόλης Κατεβαίνης, αν ένας κατασκευαστής αποφασίσει να απαγορεύσει την εξαγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, στην πράξη σε υποχρεώνει να κατασκευάσεις ή να χρησιμοποιείς παρωχημένες υποδομές και αγαθά και σε θέτει εκτός ανταγωνισμού.
Παράλληλα, ο Καθηγητής Επιστήμης Υπολογιστών, επισημαίνει ένα ακόμα κρίσιμο στοίχημα για την ΕΕ στην προσπάθεια για τεχνολογική αυτονομία: τους υπερυπολογιστές.
Οι υπερυπολογιστές μπορεί να ακούγονται σαν εξωτική τεχνολογία σήμερα, αλλά αποτελούν απαραίτητο εργαλείο για καινοτομίες αιχμής. Παράλληλα, μέσα στα επόμενα χρόνια, οι τεχνολογίες των υπερυπολογιστών θα καταστούν τεχνολογίες όλων των ψηφιακών υποδομών, όπως τα κέντρα δεδομένων που ήδη στηρίζουν όλη την οικονομία, ενώ επερχόμενες εφαρμογές όπως η αυτόνομη οδήγηση και τα εργοστάσια της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, απαιτούν τέτοιους εξελιγμένους επεξεργαστές.