Αποτελεί πια κοινή διεθνοπολιτική παραδοχή ότι η στρατιωτική αφύπνιση του ρωσικού επεκτατισμού αναζωογόνησε τα σχεδόν απονεκρωμένα από αχρησία αντανακλαστικά των δυτικών θεσμικών οργανισμών. Προς το παρόν, βέβαια, ο αναπτερωμένος ευρωατλαντικός συντονισμός που έχει επιτευχθεί διαθέτει μόνο περιορισμένη εμβέλεια, αφού έχει σχεδόν αποκλειστικά επικεντρωθεί σε δύο άξονες: την ταυτόχρονη επιβολή οργανωμένων χρηματοοικονομικών κυρώσεων έναντι της Ρωσίας και την εκ παραλλήλου υλική υποστήριξη της χειμαζόμενης Ουκρανίας.
Κινδυνεύει να καταστεί μοιραίο ιστορικό σφάλμα του σύγχρονου δυτικού κόσμου, όμως, η μη αξιοποίηση της ατυχούς αυτής συγκυρίας προς τη συνδιαμόρφωση ενός ενιαίου και στιβαρού πλαισίου διαχείρισης οικονομικών προκλήσεων και ενθάρρυνσης οικονομικής αλληλεγγύης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής κι η Ευρωπαϊκή Ένωση απαρτίζουν από κοινού το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο (26% του παγκόσμιου εμπορίου για το 2019), ενώ αν επιπροσθέτως συνυπολογιστεί κι η σχετική δραστηριότητα εταίρων όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, και η ευρύτερη περιοχή της Αυστραλασίας, η εμπορική υπεροχή του δυτικού μετώπου καθίσταται αδιαφιλονίκητη (~58%, αντίστοιχα).
Κι αυτή η εικόνα, που αφορά μόνο στα εμπορικά μεγέθη, εμβαθύνεται αν αναλογιστεί κανείς και τον βαθμό αλληλεξάρτησης μεταξύ αυτών των οικονομιών. Ενδεικτικά, οι ΗΠΑ αποτελούν τον μεγαλύτερο εξαγωγικό προορισμό των προϊόντων κι υπηρεσιών της ΕΕ (~18% των συνολικών εξαγωγών για το 2021).
Από μία μόλις σύντομη σκιαγράφηση του εκτεταμένα διασυνδεδεμένου αυτού εμπορικού συστήματος γίνεται ευδιάκριτη η σημαντικότητα της διεύρυνσης της ατζέντας της Δύσης σε ζητήματα οικονομικής συνεργασίας, όπως αυτά της αποσόβησης κινδύνων και ευθυγράμμισης δράσεων.
Θεωρώντας δεδομένη την επίγνωση της κρισιμότητας της περίστασης, προξενεί αλγεινή εντύπωση ότι δεν έχει ήδη αναληφθεί ακόμη πρωτοβουλία για μια πανδυτική, αντίστοιχη της πρόσφατης του ΝΑΤΟ, σύνοδο υπουργών οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών, προκειμένου να υπάρξει τουλάχιστον μια κατ’ αρχήν δέσμευση για ορισμένη εναρμόνιση στάσεων απέναντι στις κοινές αντιξοότητες.
Πρωταρχικό μέλημα μια τέτοιας συνδιάσκεψης θα έπρεπε να είναι ο διάχυτος πληθωρισμός, που διατρέχει σχεδόν οριζόντια πλέον όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης. Οι ΗΠΑ μαστίζονται από συνολικό ρυθμό αύξησης τιμών ύψους 7,9% μέσα σε ένα χρόνο, το ΗΒ από 6,2%, η Ευρωζώνη από 5,9%, ο Καναδάς από 5,7%, κτλ.
Υπό το φως αυτής της οικονομικής πραγματικότητας, είναι απόλυτα εσφαλμένη η πεποίθηση πως τέτοιας φύσης προβλήματα, όπως οι συντριπτικές πλέον της αγοραστικής δύναμης πληθωριστικές πιέσεις, δύνανται να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μόνο με παρεμβάσεις από τοπικές κυβερνήσεις και νομισματικές αρχές.
Σχετικά διδάγματα από επεισόδια διάχυσης μακροοικονομικών επιπλοκών και επιδίωξης οικονομικής αλληλοβοήθειας μπορούν να αντληθούν από τη συναλλαγματική κρίση της δεκαετίας του 1980. Η εξαιρετικά συσταλτική νομισματική πολιτική των ΗΠΑ μεταξύ 1979 και 1982 είχε οδηγήσει σε δραστική και παρατεταμένη ανατίμηση του δολαρίου έναντι των υπόλοιπων «σκληρών» νομισμάτων του αναπτυγμένου κόσμου, με αποτέλεσμα οι οικονομίες του δυτικού τόξου να υποφέρουν από εμπορικά πλεονάσματα, υποτονική εσωτερική κατανάλωση, και αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Προκειμένου η αμερικανική οικονομία να συρρικνώσει τα θηριώδη εμπορικά ελλείμματα (~3,5% του ΑΕΠ) που διάβρωναν την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων κι οι λοιπές δυτικές οικονομίες να ανασχέσουν την τότε επαπειλούμενη οικονομική κρίση, συνήφθη το 1987 η συμφωνία του Λούβρου στο Παρίσι από τους υπουργούς οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών των G7, που προέβλεπε τη συλλογική παρέμβαση στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος με σκοπό τη σύγκλιση των ισοτιμιών.
Η σύσφιξη των ενεργειακών δεσμών μεταξύ ΗΠΑ κι ΕΕ που ανακοινώθηκε πρόσφατα από τον Αμερικανό πρόεδρο είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά διαθέτει κυρίως γεωστρατηγικά κι όχι κατ' ανάγκη οικονομικά οφέλη. Περισσότερες ενέργειες για συμφιλίωση των νομισματικών πολιτικών, επιπρόσθετες άρσεις περιορισμών σε επιμέρους διακρατικές εμπορικές συναλλαγές, κι επιπλέον δεσμεύσεις για προώθηση πολυμερών επενδυτικών σχεδίων είναι αναγκαίες για να δομηθεί ένα συμπαγής οικονομικός σχηματισμός που θα ωφελεί τα συμβαλλόμενα μέρη. Η ρωσική βαρβαρότητα γέννησε μια ιστορική συνθήκη για μια εκ νέου συσπείρωση της Δύσης που δε θα αυτοπεριορίζεται σε αμυντικά στρατιωτικά δόγματα, αλλά θα επεκτείνεται και σε θετικούς οικονομικούς συνασπισμούς – είθε να μη μείνει ανεκμετάλλευτη.
* Ο Ιωάννης Μουστάκης είναι Ph.D. Student in Finance and Business Economics στο USC Marshall School of Business