Να λοιπόν που, μέσα στην παραζάλη του σφοδρού τέταρτου κύματος της πανδημίας και της προσπάθειας να γλιτώσουμε ένα ακόμα γενικό λοκντάουν, η περίφημη «υποχρεωτικότητα» του εμβολιασμού όχι μόνο επανέρχεται αλλά, για πρώτη φορά, συνδέεται και με χρηματικό πρόστιμο. Πολλά -νομικά και πολιτικά- θα μπορούσε κάποιος να πει, ή να επαναλάβει, αλλά νομίζω ότι η ουσία βρίσκεται σε μιαν αποκάλυψη -την οποία κρατάω για το τέλος.
Η υποχρεωτικότητα δεν αμφισβητείται, ακόμα και για την υπερβολικά γενική και «ανοιχτή» κατηγορία των «άνω των 60 ετών», στους οποίους ανήκουν και εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, και υγιείς και μη υγιείς, και άνθρωποι που έχουν και άλλοι που δεν έχουν κανέναν να τους προσέχει και να τους βοηθά. Εφόσον πράγματι ο βαθμός εμβολιασμού των μεγαλύτερων σε ηλικία συμπολιτών μας υστερεί του επιθυμητού επιπέδου, αλλά και του επιπέδου άλλων χωρών, κι εφόσον η απόφαση περί υποχρεωτικότητας στηρίζεται σε επιστημονικά πορίσματα και σέβεται κάποια όρια, αυτή η απόφαση, την οποία ο Πρωθυπουργός είπε ότι έλαβε με βαριά καρδιά, δεν έχει καταρχήν πρόβλημα νομιμότητας. Με βάση αυτό, και λειτουργώντας υπέρ του συλλογικού συμφέροντος, υπερψήφισε τη ρύθμιση το ΚΙΝΑΛ, παρά κάποιες θεμιτές επιφυλάξεις σχετικά με το πρόστιμο.
Γιατί πράγματι δημιουργεί προβληματισμό το -καινοφανές, και για την Ελλάδα και για όλη την Ευρώπη, πλην Αυστρίας- ζήτημα του αυτόματα επιβαλλόμενου, σε περίπτωση μη εμβολιασμού, μηνιαίου προστίμου. Το κριτήριο της απαιτούμενης «αναλογικότητας» δεν πληρούται αυτόματα: το Σύνταγμα (άρθρο 21) κάνει ρητά λόγο περί προστασίας του γήρατος, κι όμως μόνο στο γήρας επιβάλλεται πρόστιμο, το οποίο, επιπλέον, είναι το ίδιο, και το ίδιο μόνιμο, για όλους, αλλά όχι το ίδιο επαχθές, λόγω διαφορών υγείας και οικονομικής κατάστασης. Κράτος δικαίου θα πει, μεταξύ άλλων, ότι ο σκοπός δεν αγιάζει όλα τα μέσα.
Όμως τα παραπάνω υποχωρούν μπροστά στη μεγάλη αποκάλυψη, την οποία οφείλουμε στην είδηση ότι, πριν καν καλά-καλά ψηφιστεί το εξαγγελθέν πρόστιμο, τα ραντεβού για εμβολιασμό των ως τότε ανεμβολίαστων «60 συν» υπερπολλαπλασιάστηκαν. Αυτό που αποκαλύφθηκε στα μάτια ενός μη δικαιούμενου να είναι εμβρόντητο πανελληνίου είναι ότι χιλιάδες συμπολίτες μας, και μάλιστα ανάμεσα σε αυτούς που μόλις χαρακτήρισα πιο ώριμους και δικαιούμενους σεβασμού, θεωρούν τα 100 ευρώ πιο σημαντικά από την ίδια τη ζωή τους.
Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι όλες οι επιστημονικές γνώμες του κόσμου, όλες οι πολιτικές παραινέσεις από όλα (σχεδόν) τα κόμματα και τους επίσημους φορείς, καθώς και ολόκληρη η γκάμα της εμπειρικής παρατήρησης - ηλικιωμένοι, αλλά και άνθρωποι κάθε ηλικίας, που πεθαίνουν ή ταλαιπωρούνται ανεμβολίαστοι και άλλοι που δεν κολλούν ή περνούν, αυτοί και οι αγαπημένοι τους, τον ιό ηπιότερα λόγω του εμβολιασμού- δεν τους είχαν ως χτες «πείσει», ενώ τους «έπεισε», τάχιστα και χωρίς ανάγκη περαιτέρω επιχειρηματολογίας, η απειλή προστίμου.
Η εύγλωττη αυτή στάση χιλιάδων συμπολιτών μας κλείνει μια σειρά από μέτωπα. Πρώτον, δικαιώνει όχι μόνο τη ρήση περί αναγκαιότητας της φοβέρας, αλλά, εκ των πραγμάτων, την απόφαση της κυβέρνησης να «φοβερίσει για να πετύχει». Δεύτερον, εκθέτει την επανεμφανισθείσα χτες στη Βουλή αντιπολίτευση «τύπου Πολάκη», η οποία κάθε άλλο παρά περιορίζεται στον ομώνυμο καλλιτέχνη της πολιτικής αλλά διαποτίζει ολόκληρο το κόμμα του και άλλες κοινοβουλευτικές δυνάμεις. Τρίτον, αναδεικνύει την υπευθυνότητα του ΚΙΝΑΛ, πριν καν ξαναγίνει ΠΑΣΟΚ, και την απόσταση λογικής και ήθους που το χωρίζει από τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση. Και τέταρτον, δείχνει την αφέλεια όσων, είτε από πολιτικό ένστικτο είτε λόγω επαγγελματικής διαστροφής, υπερτονίζουμε τη δημοκρατία στη νομική της μορφή και ξεχνάμε, έστω πρόσκαιρα, ότι η δημοκρατία δεν έχει νόημα αν δεν υπηρετεί πρωτίστως τη ζωή, και την ποιότητα ζωής, κάθε πολίτη, δηλαδή του κοινωνικού συνόλου.