Αποτελεί βαθιά πεποίθηση της κυβέρνησης αλλά και συγκεκριμένων, σχετικά μορφωμένων, κοινωνικών ομάδων ότι ο εμβολιασμός αποτελεί την προφανή, ορθολογική και ώριμη, απόκριση κάθε ατόμου στον κίνδυνο μόλυνσης από τον κορoνοϊό, και ότι όσο αυξάνει ο αριθμός των εμβολιασμένων, τόσο περισσότερο θα καθησυχάζονται οι ανησυχίες αυτών που έχουν αμφιβολίες για την επικινδυνότητα του εμβολίου. Όμως, δυστυχώς, αυτή η εικασία δεν επαληθεύεται στον επιθυμητό βαθμό.
Και όσο περισσότερο επιμένει η κυβέρνηση στην ανάγκη εμβολιασμού, τόσο περισσότερο φαίνεται να σκληρύνει η αντίδραση η οποία πια μετεξελίσσεται σε έναν παράξενο «αντιεξουσιαστικό» λόγο όπου αυθαίρετα αντιπαραβάλλεται η κρατική εξουσία στις ατομικές ελευθερίες.
Τι φανερώνει αυτή η αντιεμβολιαστική θέση και στάση, και πώς πρέπει να δράσει η κυβέρνηση για να την αποδυναμώσει;
Πρώτον, φανερώνει ότι ως λαός είμαστε επιστημονικά αναλφάβητοι (όχι οι μόνοι στον κόσμο), και ότι η σύγχρονη βιολογία (μαζί με το νέο-δαρβινικό θεωρητικό της πλαίσιο) άμεσα θα πρέπει να ενισχυθεί στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση∙ για να λάβουμε μία φιλοεπιστημονική θέση θα πρέπει να έχουμε συγκροτήσει επιστημονική αίσθηση, επιστημονική νοοτροπία, περί των φυσικών πραγμάτων, και σε αυτό πράγματι μπορεί να βοηθήσει μία μεθοδική εκπαίδευση των εφήβων στην βιολογία.
Δεύτερον, φανερώνει ότι για πολλούς συμπολίτες μας η δημοκρατία είναι ένα καθεστώς δικαιωμάτων χωρίς υποχρεώσεις. Αυτή η μάλλον νεοφιλελεύθερη ανάγνωση της ιδιότητας του πολίτη επίσης θα πρέπει να καταπολεμηθεί στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και ως ο Επόπτης των νέων Προγραμμάτων Σπουδών της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης μπορώ να διαβεβαιώσω ότι στα καινούργια προγράμματα υπογραμμίζεται η ισορροπία ανάμεσα στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του πολίτη απέναντι στην πολιτική κοινότητα∙ μέλει να δούμε την αποτελεσματικότητά τους στην πράξη.
Οι δύο αυτές εκπαιδευτικές παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για να αντιμετωπίσουμε στο εγγύς μέλλον παρόμοιες προκλήσεις: πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο ότι για μια σειρά λόγων, τόσο περιβαλλοντικών όσο και γεωστρατηγικών, η πιθανότητα πανδημίας πάντοτε θα ελλοχεύει θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομία και την κοινωνική συνοχή.
Πέραν λοιπόν της θεσμικής ετοιμότητας, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι διανοητικά και ψυχικά να αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις πανδημίας ως ένα σώμα, για να επιβιώσουμε ως ένα σώμα.
Η επιστημονική και πολιτική εκπαίδευση σίγουρα θα βοηθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Όμως δεν θα εξαλείψει την άρνηση εμβολιασμού. Ο λόγος που η αμφισβήτηση θα συνεχισθεί αφορά όχι στην μόρφωση, αλλά σε μία ιδιάζουσα κατάσταση που προέρχεται από την πολιτική δυναμική της νεωτερικής κοινωνίας που σχηματικά μπορούμε να τον ονομάσουμε «αμφισβήτηση της αυθεντίας».
Πιο συγκεκριμένα, η αντιεμβολιαστική στάση φανερώνει κάποια κοινωνικά δίκτυα, θρησκευτικά, τοπικιστικά, πολιτισμικά, ακόμη και ιδεολογικά, τα οποία χαρακτηρίζονται από μία έντονη προδιάθεση αμφισβήτησης του πλέγματος επιστημονικής-κρατικής αυθεντίας ως πατερναλιστική και καταπιεστική – για να είμαι πιο ακριβής, ερμηνεύουν την νουθεσία ως πατερναλισμό και προσπάθεια επιβολής και περιορισμού της αυτονομία τους. Οι ομάδες και τα δίκτυα αυτά αποτελούν έκφανση του φαινομένου που κοινωνιολογικά ονομάζεται «αντίδραση των εντολοδόχων τάξεων»: άτομα που βρίσκονται σε ένα σχετικό πολιτικό περιθώριο αναφωνούν «μετράω και εγώ -μην με θεωρείς δεδομένο και υπάκουο υπήκοο»- έστω και αν αυτό μπορεί να αποτελέσει αυτοκαταστροφική επιλογή.
Αυτό το φαινόμενο αμφισβήτησης της επιστημονικής αυθεντίας (που εμφανίζεται ως εγωισμός, ως δικαιωματισμός, ως συνωμοσιολογία, κλπ), ακριβώς λόγω της δομικής κατάστασης που το παράγει, είναι πολύ δύσκολο να εξαλειφθεί.
Σημαίνει ότι αυτές οι κοινωνικές ομάδες θα έπρεπε να εντοπισθούν και να συνδεθούν με το επικρατούν πολιτικό και επιστημονικό πλέγμα μέσω διάθεσης συλλογικών πόρων και οργανωτικών συνδέσμων. Όμως μέχρι τότε, αν κάποτε, πώς θα πρέπει να αντιδράσει η κυβέρνηση και οι εμβολιασμένοι πολίτες έναντί τους;
Ένας προφανής τρόπος είναι θα θεωρηθούν οι αντιεμβολιαστές ως ακόμη υποκείμενοι σε lock down. Από την στιγμή που δεν έχει επέλθει ανοσία της αγέλης, θα πρέπει, στα πλαίσια του εφικτού, να συνεχίσουν να βρίσκονται υπό περιορισμό (όπως όλοι μας πριν μερικούς μήνες) για να μην αποτελούν κίνδυνο για άλλους ανεμβολίαστους και για τον εαυτό τους (και αναίτια επιβάρυνση του εθνικού συστήματος υγείας) – χωρίς όμως κάποια οικονομική ή επαγγελματική αρωγή καθώς ο μη εμβολιασμός είναι συνειδητή απόφασή τους.
Ένας δεύτερος τρόπος είναι, δυστυχώς, ο εκφοβισμός: ο τηλεοπτικός βομβαρδισμός, συχνός και καθημερινός, με φρικτές εικόνες και ιστορίες ασθενών και των συγγενών τους που έζησαν την αγωνία και την οδύνη της ασθένειας. Ο τρόπος δεν είναι πρωτότυπος – χρησιμοποιείται συχνά σε χώρες του εξωτερικού στα πλαίσια εκστρατειών, πέραν του κορoνοϊού, κατά του καπνίσματος, της επικίνδυνης οδήγησης, των ναρκωτικών, και άλλων κοινωνικών δεινών.
Καιρός να χρησιμοποιηθεί και στην Ελλάδα – όχι τα ευγενικά και αγαθά σποτάκια με τον κύριο που θα μείνει στο σπίτι, αλλά σοκαριστικά σποτάκια με τον ανεμβολίαστο που υποφέρει σε ένα νοσοκομείο. Εκεί όπου δεν περνάει ο ορθός λόγος, περνάνε, στην κυριολεξία ενσταλάζονται, οι εικόνες της σκληρής πραγματικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, τα μέτρα εναντίον του αντιεμβολιασμού θα πρέπει να πλαισιωθούν από ένα ξεκάθαρο μήνυμα: Ο εμβολιασμός δεν αποτελεί ατομικό δικαίωμα, αλλά ατομική υποχρέωση προς το κοινωνικό σύνολο.
Όπως δεν περιμένουμε να μεγαλώσουν τα παιδιά μας για να αποφασίσουν μόνα τους αν θα κάνουν το εμβόλιο της ιλαράς, όπως δεν επιτρέπουμε σε κάποιον να οδηγεί χωρίς να φορά την ζώνη ασφαλείας ή το κράνος του επειδή τον ενοχλεί, έτσι και ο εμβολιασμός θα πρέπει να θεωρηθεί καθήκον.
Όχι επειδή η πλειοψηφία θέλει να καταπιέσει την μειοψηφία, αλλά επειδή όλοι μας, στα πλαίσια της φιλελεύθερης δημοκρατίας, έχουμε τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις.
Και σε αυτή την προσπάθεια δυναμικής «πειθούς» θα πρέπει να ενεργοποιηθεί όχι μόνον ο κρατικός μηχανισμός, αλλά και οι ίδιοι οι εμβολιασμένοι πολίτες δείχνοντας στους ανεμβολίαστους συμπολίτες τους, σε κάθε ευκαιρία, ότι η στάση τους δεν είναι ηρωική και ψαγμένη, αλλά αντικοινωνική και σκοταδιστική.
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου