Με τη δημοσιοποίηση του Σχεδίου Νόμου την Κυριακή 29 Μαΐου 2022 βρισκόμαστε πλέον και επίσημα στο σημείο εκκίνησης της τρίτης μεγάλης μεταρρύθμισης του ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος στην τελευταία 15ετία. Πολλά χρόνια συζητήσεων, γύρω από ένα μεγάλο ζήτημα εθνικών διαστάσεων με τις πλειοψηφίες της εξουσίας μέσα στα Ιδρύματα να είναι πάντα και σταθερά υπέρ της ακινησίας ή των αλλαγών που διασφαλίζουν ή επαυξάνουν την νομή των εχόντων και κατεχόντων.
Μερικές πρώτες διαπιστώσεις:
Α. Νομοσχέδιο Μεγάλων Διαστάσεων. Η μεταρρύθμιση που προτείνεται στο Σχέδιο Νόμου ακουμπά σχεδόν όλες τις πτυχές του Πανεπιστημίου με ιδιαίτερη και πρωτοφανή λεπτομέρεια. Ένα όχι αναγκαστικά αρνητικό χαρακτηριστικό, όταν με μεγάλη βραδύτητα ή σχεδόν ποτέ τα Ιδρύματα δεν προχωρούν στη σύνταξη των από τους νόμους επιβαλλόμενους κανονισμούς λειτουργίας των διαφόρων οργάνων ή και του Ιδρύματος εν τω συνόλω του.
Ίσως κάποια από τα άρθρα να είναι αδόκιμα ή κακώς τοποθετημένα. Ας υπάρξουν προτάσεις βελτίωσης ή αναδιατύπωσης ή ακόμα και διαγραφής από τη Σύνοδο Πρυτάνεων, τα Ιδρύματα, άλλους θεσμικούς φορείς ή ακόμα και μεμονωμένα πρόσωπα.
Β. Αριστεία και Ακαδημαϊκότητα. Αυτό που διατρέχει έντονα το όλο κείμενο είναι η συνεχής αναφορά στην αριστεία, την έντονη ακαδημαϊκότητα ως βασική προϋπόθεση για τη διεκδίκηση θέσεων εξουσίας. Εντάξει, δεν πιστεύει κανείς ότι αύριο το πρωί θα ανατραπούν νοοτροπίες τεσσάρων δεκαετιών, όπου πάντα την ηγεσία καθόριζε μια αόρατη μεν, υπαρκτή δε και πανίσχυρη συμμαχία των ποιοτικά κατώτερων στρωμάτων διδασκόντων και διδασκομένων ενίοτε με την ομπρέλα του κομματισμού και πρόσχημα την ιδεοληψία, όπως τα καθόριζε ο αναχρονιστικός Νόμος 1268/1982 και οι μετέπειτα μεταμορφώσεις του μέχρι την πιο πρόσφατη υπερσυντηρητική αντιμεταρρύθμιση του Νόμου 4485/2017.
Όμως είναι σίγουρο ότι με την πάροδο του χρόνου, τη διεθνή πραγματικότητα και το νέο τρόπο λειτουργείας των διαφόρων οργάνων εξουσίας θα αρχίσει μια αργή αλλά σταθερή ποιοτική αλλαγή στον ακαδημαϊκό πολιτισμό. Βέβαια μέσα σε αυτή την περίοδο η αδήριτη ανάγκη θα επιβάλλει συγχρόνως την εκλογίκευση του υπερμεγέθους και χαώδους πανεπιστημιακού συστήματος με συγχωνεύσεις και καταργήσεις Τμημάτων και Ιδρυμάτων.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι τα Ελληνικά Πανεπιστήμια χρηματοδοτούνται σε πολύ μεγάλο ποσοστό αντίθετα με τα διεθνή από τα χρήματα των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι σίγουρα θα ζητήσουν το λογαριασμό. Είναι δηλαδή μια εθνική υπόθεση ο ουσιαστικός έλεγχος, η λογοδοσία και οι συνέπειές τους, οφειλόμενη στις μελλοντικές γενιές.
Γ. Συμβούλιο Φοιτητών (Άρθρο 43) - Σύλλογοι Φοιτητών (Άρθρο 178). Μια σημαντική παρέμβαση για ουσιαστική φοιτητική εκπροσώπηση. Υπάρχει τώρα ένα σημαντικό πρόβλημα στην εκπροσώπηση όλων των ομάδων μέσα στο Πανεπιστήμιο, είναι αυτό της ύπαρξης Συλλόγων-σφραγίδων, οι οποίοι ούτε αντιπροσωπευτικοί είναι, ούτε λειτουργούν δημοκρατικά.
Πράγματι, στο σύνολο των Συλλόγων στον πανεπιστημιακό χώρο συμμετέχει ουσιαστικά ένα πολύ ισχνό ποσοστό των δυνητικών μελών τους. Το αποτέλεσμα είναι οι δράσεις τους να καλύπτονται από αποφάσεις μιας ελάχιστης μειοψηφίας, στις οποίες στην πραγματικότητα αντιτίθεται η μεγάλη πλειοψηφία. Δυστυχώς, όμως, οι αποφάσεις και δράσεις αυτών των μειοψηφικών «σφραγίδων» ενίοτε επηρεάζουν σημαντικά τις αποφάσεις αρμοδίων ακόμα και μέχρι το ανώτερο κυβερνητικό επίπεδο. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι το έργο τους προκαλεί μόνιμα ισχυρή αρνητική επίδραση στο σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Το Συμβούλιο Φοιτητών, ακόμα και αν την πρώτη φορά λειτουργήσει σε ελάχιστα μόνο Πανεπιστήμια, εισάγει κατά σαφή τρόπο την πραγματική εκπροσώπηση των φοιτητών και με το πέρασμα των χρόνων δημιουργεί ένα άλλο πολιτικό πολιτισμό συμβατό με την κοινή λογική του υπεύθυνου ακαδημαϊκού πολίτη. Σε αντίθεση με τα Συμβούλια Φοιτητών, που φαίνεται ότι σε λίγα χρόνια θα αντικαταστήσουν στην ουσία τους εκφυλισμένους Συλλόγους Φοιτητών (Άρθρο 178), σε αυτούς παραμένει όλη η μιζέρια και ασχήμια του μεταπολιτευτικού παρά-πανεπιστημίου με τις γνωστές «επιστημονικές αδυναμίες» ακόμα και στην προσθαφαίρεση.
Δ. Ενιαίο Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Αποτελεί χρόνια κοινή διαπίστωση ότι το κυριότερο πρόβλημα στην έρευνα είναι η θεσμική πολυδιάσπασή της σε πολλά Υπουργεία (Παιδείας, Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Εθνικής Άμυνας, κα).
Υποστηρίζω πλήρως τη θέση που αναπτύσσουν σε πρόσφατο άρθρο τους επτά Έλληνες ακαδημαϊκοί για τη δημιουργία ενός ενιαίου φορέα -του Εθνικού Οργανισμού Έρευνας- στα πλαίσια ενός νέου Υπουργείου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (Επτά ακαδημαϊκοί στην «Κ»: Ένας ενιαίος φορέας της ελληνικής έρευνας, Καθημερινή, 06 06 2022). Αποτελεί επιτακτική ανάγκη επιτέλους και αυτή η χώρα να αποκτήσει ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη της έρευνας και ένα ενιαίο φορέα συντονισμού και διαχείρισης των αποτελεσμάτων αυτής προς όλες τις κατευθύνσεις, την παιδεία, την οικονομία, την υγεία, την αγροτική ανάπτυξη, τη διατροφή, τις τεχνολογίες, τη διοίκηση αλλά και τον πολύ σημαντικό τομέα σήμερα πλέον της Εθνικής Άμυνας.
Πέραν όμως της πολυδιάσπασης και των άλλων αρνητικών στοιχείων, το Ν/Σ προχωρά σε περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος μεταξύ ΑΕΙ και ΕΙ αποκλείοντας τους ερευνητές από την επίβλεψη διδακτορικών διατριβών αλλά και από την υποψηφιότητα σε θέσεις μελών ΔΕΠ! Ρυθμίσεις μάλλον πρωτοφανείς, ανεξήγητες και απροσδιόριστης σκοπιμότητας για μια αναπτυγμένη χώρα.
Ε. Κατάργηση της Εξεταστικής Σεπτεμβρίου (Άρθρο 65). Φαίνεται ότι το Ν/Σ -χωρίς να το αναφέρει κάπου ρητά- προχωρά στην κατάργηση των εξετάσεων Σεπτεμβρίου. Το μέτρο κρίνεται θετικό, γιατί αφενός διδάσκοντες και διδασκόμενοι μπορούν πραγματικά να ξαποστάσουν για κάποιο διάστημα το καλοκαίρι και αφετέρου το ακαδημαϊκό έτος μπορεί να ξεκινά αρχές ή μέσα Σεπτεμβρίου και να ολοκληρώνεται πριν τις διακοπές του Δεκεμβρίου χωρίς να χρειάζεται να γίνονται μαθήματα τον Ιανουάριο, αλλά να είναι μήνας εξετάσεων στο μεγαλύτερο μέρος του.
Ζ. Πληθώρα Προγραμμάτων Σπουδών Διαφόρων Μορφών. Πέραν των κανονικών Προπτυχιακών και Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών με το παρόν Ν/Σ ιδρύεται πληθώρα άλλων Προγραμμάτων, όπως Διεπιστημονικά Προγράμματα Σπουδών (Άρθρο 71), Διπλά Προγράμματα Σπουδών (72), Προγράμματα Σπουδών Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας (73), Επαγγελματικά Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (89), Προγράμματα Σπουδών Δευτερεύουσας Κατεύθυνσης (98), Προγράμματα Σπουδών Σύντομης Διάρκειας (99), Πιστοποιητικό Ψηφιακών Δεξιοτήτων (100), Ξενόγλωσσα Προγράμματα Σπουδών Διπλής Ειδίκευσης (107) αλλά και Διπλά Ξενόγλωσσα Προγράμματα Σπουδών (108), Θερινά προγράμματα σπουδών (109), Κοινά Διιδρυματικά Προγράμματα Σπουδών (111). Πέραν αυτών δε υπάρχει και το Κέντρο Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης [ΚΕΔΙΒΙΜ] (112), που πρόσφατα ξεκίνησε τη λειτουργία του, ένα ολόκληρο Ίδρυμα μέσα στο κάθε Πανεπιστήμιο!
Αυτή η νέα πραγματικότητα που θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται από το φθινόπωρο στα ΑΕΙ απαιτεί πολλά, πρώτα και κύρια όμως πολλαπλάσιο (όχι απλά διπλάσιο!) ακαδημαϊκό προσωπικό. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να γίνεται κατανοητό από τους συγγραφείς του Νομοσχεδίου:
1. Η σημερινή πραγματικότητα με αναφορά στην προ δεκαετίας κατάσταση είναι εξόχως δραματική. Οι καθηγητές στα Τμήματα των αρχαιοτέρων ΑΕΙ βρίσκονται στο 50% συγκριτικά με το 2010. Η μη αναπλήρωση ακόμα και των αφυπηρετούντων για μια επταετία αλλά και ο πολύ αργός ρυθμός ολοκλήρωσης των διαδικασιών εκλογής και κυρίως ανάληψης καθηκόντων από τους νεοδιορισθέντες μπορεί να φθάσει ή ακόμα και να ξεπεράσει τα δύο χρόνια!
2. Οι θέσεις πλήρους απασχόλησης θα πρέπει να είναι πράγματι πλήρους σε όλο το φάσμα των εκπαιδευτικών, ερευνητικών και διοικητικών καθηκόντων.
3. Το συνολικό ποσόν του μισθού μέλους ΔΕΠ που μεταπίπτει στην κατηγορία άνευ αποδοχών (Άρθρο 157γ) καθώς και το 65% του μισθού μέλους ΔΕΠ που μεταπίπτει σε κατάσταση μερικής απασχόλησης (Άρθρο 154-5) θα πρέπει να διατίθενται στην πρόσληψη ερευνητών για κάλυψη εκπαιδευτικών και ερευνητικών αναγκών του Τμήματος για όλο το χρόνο που τα μέλη ΔΕΠ, βρίσκονται σε αυτές τις ειδικές καταστάσεις.
4. Ένα σοβαρό έργο που έχει να επιτελέσει η διακυβέρνηση στη νέα της μορφή είναι αυτό της εκλογίκευσης και επίσπευσης των διαδικασιών προκήρυξης και διορισμού νέων μελών ΔΕΠ, ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική. Οι διαδικασίες οφείλουν να ολοκληρώνονται μέσα σε ένα ακαδημαϊκό έτος και το νέο μέλος να εντάσσεται στον προγραμματισμό του Τμήματος για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος.
Η. Επισκέπτες Καθηγητές – Επισκέπτες Ερευνητές (Άρθρο 171). Η χώρα μας διαθέτει ένα ¨ακαδημαϊκό υπερόπλο¨. Αυτό δεν είναι άλλο από την ακαδημαϊκή διασπορά. Η παρουσία των Ελλήνων -και μάλιστα της πρώτης γενιάς- στο διεθνές ακαδημαϊκό στερέωμα είναι εντυπωσιακή. Μια μελέτη του Tolga Yuret[1], “An analysis of the foreign-educated elite academics in the United States”, στο Journal of Informetrics, 11 (2017), ELSEVIER αποδεικνύει ότι η παρουσία των Ελλήνων πανεπιστημιακών υψηλού επιπέδου με πτυχίο από την Ελλάδα στα 48 κορυφαία ιδρύματα των ΗΠΑ έρχεται δεύτερη με 13,60 ανά εκατομμύριο πληθυσμού μετά το Ισραήλ (24,22).
Ενώ σε απόλυτα μεγέθη ξεπερνά αθροιστικά όλες μαζί τις χώρες της Νότιας Αμερικής και της Αφρικής και πολύ πάνω από χώρες, όπως Ιταλία, Γαλλία, Αυστραλία, Ιαπωνία, κλπ. Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι μια αντίστοιχη εικόνα θα παρουσιάζεται και στα υπόλοιπα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και αναπτυγμένων χωρών, όπως Γερμανία, Γαλλία, Καναδάς, Αυστραλία, Ηνωμένο Βασίλειο κλπ. Τι μέγιστη τραγωδία! Θα μπορούσε να πει κανείς: Όλη η σύγχρονη ελληνική «βαριά βιομηχανία» μόλις στήθηκε, έλαβε σχήμα και μορφή αφελώς διασκορπίστηκε στα πέρατα του κόσμου! Αυτό το ακαδημαϊκό δυναμικό μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό βραχίονα στην προσπάθεια αναβάθμισης και διεθνοποίησης του Ελληνικού Πανεπιστημιακού και Ερευνητικού Συστήματος. Είναι ένα ακόμα υπερόπλο μη αξιοποιούμενο από τη χώρα, όπως εύστοχα αναφέρει ο Αλέξης Παπαχελάς (Το Ελληνικό Υπερόπλο, Καθημερινή 22 05 2022). Ο θεσμός του Επισκέπτη Καθηγητή/Ερευνητή στοχεύει και πολύ σωστά, ακριβώς σε αυτή την απέραντη δεξαμενή -το «χρυσορυχείο επιφανείας»!
Για να τονισθεί όμως σαφέστερα το ενδιαφέρον και η τεράστια σημασία που δίδει η Πολιτεία σε αυτή την κατεύθυνση, πέραν της χρηματοδότησης από ίδιους πόρους των Ιδρυμάτων, να θεσπίσει ένα συμβολικό αριθμό στην αρχή για παράδειγμα 200 ή 300 θέσεων για όλα τα Πανεπιστήμια Επισκεπτών Καθηγητών/Ερευνητών, ίσως για πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, η επιλογή των οποίων θα περνά από μια Εθνική Επιτροπή Αξιολόγησης και Επιλογής. Αυτό θα συνιστά μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες, αποτελεί δε μερική απάντηση στην δραματική κατάσταση που περιγράφεται στο σημείο [Ζ]. Η Πολιτεία να είναι σίγουρη ότι μια τέτοια «επένδυση» θα είναι πολλαπλά ανταποδοτική. Η Επιτροπή αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει το πρόπλασμα ενός οργανισμού -όπως για παράδειγμα ο Εθνικός Οργανισμός Έρευνας που αναφέρεται παραπάνω στο σημείο [Δ]- πιο συστηματικής αξιοποίησης αυτού του «ακαδημαϊκού υπερόπλου».
Θ. Κέντρο Υποστήριξης Διδασκαλίας και Μάθησης (Άρθρο 129). Ο θεσμός αυτός έχει εισαχθεί στο νόμο 4009/11 μετά από απαίτηση της τότε ηγεσίας της ΠΟΣΔΕΠ, δεν καταργήθηκε ποτέ στη συνέχεια, αλλά και δεν εφαρμόστηκε από κανένα Πανεπιστήμιο! Κάποιες ελάχιστες προσπάθειες χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα έχουν γίνει από 2-3 Ιδρύματα. Επειδή το Κέντρο αυτό θα παίξει καθοριστικό ρόλο για τη βελτίωση της διδασκαλίας, θεωρώ ότι ο νομοθέτης θα πρέπει εδώ να προτρέξει και να γίνει πολύ αναλυτικός, όπως έγινε σε πολλά άλλα Όργανα των Ιδρυμάτων.
Επειδή στη χώρα δεν υπάρχει σχετική εμπειρία θα ήθελα να τονίσω ότι αυτό αφορά την ποιοτική βελτίωση της διδασκαλία των (μαζικών) προπτυχιακών κυρίως αλλά και μεταπτυχιακών μαθημάτων με τη χρήση τόσο της παιδαγωγικής όσο και της τεχνολογίας. Ας επισκεφθούν οι ενδιαφερόμενοι τις σελίδες των αντίστοιχων πολύ επιτυχημένων Κέντρων στα Πανεπιστήμια Oxford και Cambridge για περεταίρω ενημέρωση. Αυτή η ανάγκη καθίσταται ακόμα πιο άμεση αφενός με τις πολλές μορφές νέων Προγραμμάτων Σπουδών που θεσμοθετούνται αλλά και με τις νέες μορφές διδασκαλίας στην μετά-Covid εποχή, όπως δια ζώσης, εξ αποστάσεως ή ό,τι άλλο φέρει το μέλλον.
Ι. Τμήματα Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας (Άρθρο 73). Εδώ γίνεται προσπάθεια επανίδρυσης των ΤΕΙ και η απόφαση μεταφέρεται στις πλάτες των Ιδρυμάτων. Η πολιτική ηγεσία αποδεικνύεται ανεπαρκής να διατυπώσει και διαχειριστεί ένα τόσο σημαντικό θέμα, όπως αυτό της δομής του συνολικού εκπαιδευτικού οικοδομήματος. Γίνεται προσπάθεια Τμήματα που δεν θα συγκεντρώσουν επαρκή αριθμό φοιτητών -ανεξάρτητα αν αυτό οφείλεται στο αντικείμενο τους ή στην γεωγραφική τοποθέτηση τους- να υποβιβαστούν σε ΤΕΙ, ώστε να απορροφήσουν αποτυχόντες των Πανεπιστημίων.
Μέγα το σφάλμα με άφρονα κατασπατάληση πόρων και ανθρώπων χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο χώρος της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΚ) θέλει το δικό του περιβάλλον, που είναι τελείως διαφορετικό από το πανεπιστημιακό, όχι κατώτερο ή ανώτερο απλά έντονα διαφορετικό! Αν κάποιοι πανεπιστημιακοί δεν το καταλαβαίνουν, τότε υπάρχει κάποιο πρόβλημα! Αντ΄ αυτού όμως η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει στη συστηματική μελέτη της ριζικής αναμόρφωσης του συστήματος της ΕΕΚ με την επαναφορά στη Μεταλυκειακή Ζώνη μιας μορφής ¨σύγχρονων ΚΑΤΕ¨ σοβαρής διετούς εκπαίδευσης με πρακτική άσκηση. Είναι το είδος των στελεχών, που ζητά η επιχείρηση, η βιομηχανία, η αγορά, βρίσκεται σε τεράστια έλλειψη και αποτελεί τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας, όταν τα πτυχία περισσεύουν (βλέπε, Έκθεση ΚΑΝΕΠ–ΓΣΕΕ: Επιτακτική η ανάγκη Δομικού Μετασχηματισμού, Ανασυγκρότησης και Ποιοτικής Αναβάθμισης του Παραγωγικού Μοντέλου της Χώρας, 24 Μάϊου 2022). Μία μόνο σύγκριση θα παραθέσω: Οι σωστά εκπαιδευμένοι αγρότες στην Ολλανδία ανέρχονται στο 80%, ενώ στην Ελλάδα είναι κάτω από το 8%!
Κατά τα άλλα ο αγροτικός τομέας αποτελεί τον κορμό του παραγωγικού ιστού της χώρας μας! Το Άρθρο 73 θα πρέπει να αποσυρθεί άμεσα. Προσβάλει τη νέα γενιά και τη χώρα. Τι άραγε έχουν να πουν για το άρθρο 73 ο ΣΕΒ, η ΓΣΕΒEΕ, η ΓΣΕΕ και τα Ινστιτούτα τους;
Κ. Διακυβέρνησης των Ιδρυμάτων (Άρθρα 7-19). Τελευταίο, αλλά μείζον, αφήνω το θέμα της διακυβέρνησης των Ιδρυμάτων. Το προτεινόμενο σύστημα είναι ανάδελφο. Λανθασμένα η Υπουργός ανέφερε Πανεπιστήμια, όπου αυτό εφαρμόζεται. Δεν εφαρμόζεται πουθενά. Αλλά μήπως και το εγχώριο ακαδημαϊκό σύστημα δεν είναι πλέον εντελώς ανάδελφο;
Κάποιοι μιλούν για διαπλοκή, σκοταδισμό, ο κρινόμενος είναι και κρίνων και πολλά άλλα. Ίσως γιατί κάποιοι είχαν οπλίσει τα drones τους με πυραύλους άλλου τύπου και τώρα ψάχνουν νέα οπλικά συστήματα. Για να δούμε λοιπόν το σύστημα που εφαρμόστηκε με το Νόμο 4009/2011 για λίγα χρόνια, όπου υπήρχαν δύο πρόσωπα στη θέση του ενός, που προβλέπει το σημερινό Νομοσχέδιο.
Μερικές διαπιστώσεις α) το τότε σύστημα υπονομεύτηκε από τους πάντες ακόμα και από τους συντάκτες του, οι οποίοι πίσω στα Ιδρύματα τους προσπάθησαν και σε πολλές περιπτώσεις πέτυχαν να εκλεγούν Πρόεδροι και μέλη των Συμβουλίων Διοίκησης οι «δικοί τους άνθρωποι» παρά τη σαφή υπεροχή άλλων που θα μπορούσαν να προσφέρουν ασυγκρίτως περισσότερα. β) Στο σύνολο σχεδόν των Ιδρυμάτων κουμάντο έκανε ο Πρύτανης και η Σύγκλητος, το Συμβούλιο Διοίκησης και ο Πρόεδρος του συμμετείχαν μόνο στα τελείως θεσμικώς απαραίτητα. γ) Μόνο σε 1 ή 2 Ιδρύματα ο Πρόεδρος άφησε ισχυρό αποτύπωμα. Αυτό έγινε μόνο εκεί όπου ο Πρόεδρος ήταν παρόν στο Ίδρυμα περισσότερο χρόνο ακόμα και από τον Πρύτανή του.
Θα δω λοιπόν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την εφαρμογή αυτής της «πονηρής νομικής σύλληψης», της απόκρυψης δηλαδή του Προέδρου του Συμβουλίου Διοίκησης πίσω από το πρόσωπο του Πρύτανη. Σε ένα είμαι σίγουρος, στα περισσότερα Ιδρύματα το σχήμα θα αποτύχει. Σε κάποια, σε αυτά που διαθέτουν την απαιτούμενη κρίσιμη «ποιοτική μάζα» ακαδημαϊκού προσωπικού, ίσως ο παντοδύναμος πλέον Πρύτανης πετύχει να ανεβάσει το Ίδρυμα κάποια σκαλιά πιο πάνω εφαρμόζοντας έξυπνα και δημιουργικά τα υπόλοιπα τμήματα του Νομοσχεδίου. Η όλη κατάσταση όμως θα μεταφέρει τη συζήτηση και τον προβληματισμό σε ένα άλλο επίπεδο, επιτρέποντας στον επόμενο γενναίο νομοθέτη να προχωρήσει στην αποκόλληση των δύο προσώπων, ώστε κάποια στιγμή να προσεγγίσουμε τα σημερινά πρότυπα διακυβέρνησης των αναπτυγμένων χωρών, τα οποία βέβαια πιθανόν τότε θα κινούνται σε άλλους κόσμους.
Ένα μόνο πράγμα θα πω, η τεράστια αντίδραση που μέρα με τη μέρα γιγαντώνεται -και με αντισυνταγματικά μέσα- από όλες τις πτυχές του υπερσυντηρητικού ακαδημαϊκού (και ευρύτερα κοινωνικού) κατεστημένου, τόσο από τα δεξιά, όσο και αριστερά, δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτές οι δύο μικρές αλλαγές του Συμβουλίου Διοίκησης και των εξωτερικών μελών μπορεί να προκαλέσουν ευρύτερες θετικές ανατροπές.
Ο Νικόλαος Μ. Σταυρακάκης είναι ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ