Η συζήτηση περί της επόμενης μέρας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΙΝΑΛ, ενόψει της εκλογής του νέου Προέδρου σε έναν μήνα, δημιουργεί, ιδίως σε αυτούς που πονούν την παράταξη και πενθούν την Πρόεδρο που έφυγε, περισσότερο έκπληξη παρά πικρία.
Η έκπληξη βέβαια κρύβει μέσα της και πικρία: είναι δυνατόν, ελάχιστες μόλις μέρες μετά από ένα δραματικό γεγονός, που ένωσε με πρωτοφανή τρόπο τα στελέχη της παράταξης, σύσσωμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία, να γίνεται συζήτηση και να απειλείται σύγκρουση περί διαμοιρασμού ιματίων, δηλαδή αξιωμάτων; Πόσο μάλλον όταν τα αξιώματα δεν είναι ορφανά και η νομική οδός για την άσκησή τους κατά την περίοδο μέχρι την εκλογή του νέου Προέδρου είναι δεδομένη.
Το ξαναλέω: όπως συχνά στην πολιτική, αλλά πάντως σίγουρα για το παρόν ζήτημα, η πρακτική και η ηθική διάσταση - πώς μια παράταξη που έχασε τον αρχηγό της και θέλει να μπει στη νέα φάση ενωμένη, δεν θα αφήσει το παραμικρό περιθώριο να αμφισβητηθεί η ενότητα της - προηγείται και υπερισχύει της νομικής. Όμως και η νομική διάσταση έχει τη σημασία της, πόσο μάλλον που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμφανίζει μια θεσμική λύση ως μονόδρομο.
Για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, η θεμελιώδης διάκριση που πρέπει να γίνει είναι ανάμεσα σε δυο αξιώματα - τον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας ενός κόμματος και το γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας - και σε δυο κανόνες δικαίου, που αποτελούν συγχρόνως και πηγές νομιμοποίησης: τον Κανονισμό της Βουλής και τον Κανονισμό λειτουργίας κάθε κόμματος ή κοινοβουλευτικής ομάδας.
Ο Κανονισμός της Βουλής, που είναι νόμος, και μάλιστα αυξημένης συμβολικής αλλά και κανονιστικής σημασίας (ψηφίζεται οπωσδήποτε από την Ολομέλεια της Βουλής), ρυθμίζει μόνο τα περί προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας (άρθρο 17): αυτός είναι ο πρόεδρος του κόμματος, εφόσον ο πρόεδρος είναι βουλευτής, εκπροσωπεί το κόμμα σε συζητήσεις και διαδικασίες εντός Βουλής και έχει το δικαίωμα - που ασκήθηκε στην περίπτωση του ΚΙΝΑΛ - να ορίσει ως δυο αναπληρωτές του, με σειρά προτεραιότητας.
Η αναπλήρωση γίνεται όταν ο πρόεδρος απουσιάζει ή κωλύεται - η εκδημία δεν αναφέρεται ρητά αλλά περιέχεται στην ευρύτερη και γενικότερη έννοια της "απουσίας", πόσο μάλλον όταν συνοδεύεται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, από χρονικά καθορισμένη προσωρινότητα. Η εκδημία του προσώπου που όρισε τους αναπληρωτές του ουδόλως επηρεάζει τη συνέχιση της άσκησης των καθηκόντων τους από τους νόμιμα ορισθέντες αναπληρωτές - το αντίθετο δεν έχει ούτε νομικό ούτε λογικό έρεισμα.
Το αξίωμα του γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας έχει εντελώς διαφορετική φύση και δεν απασχολεί τον Κανονισμό της Βουλής. Πρόκειται για συντονιστή της λειτουργίας της κοινοβουλευτικής ομάδας κατά τα πρότυπα του Βρετανού «whip» (που θα πει, για να φανεί η φύση των καθηκόντων, μαστίγιο) και όχι επικεφαλής ή εκπρόσωπό της.
Από πουθενά δεν προκύπτει ούτε μπορεί να συναχθεί αυτόματη μεταπήδηση από τον έναν ρόλο στον άλλον, άρα αναπλήρωση προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας, που είναι κοινοβουλευτικός θεσμός και διέπεται από ρυθμίσεις του Κανονισμού της Βουλής, από τον γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας, που είναι εσωτερικός - διοικητικός ρόλος, διεπόμενος από τον μη έχοντα ισχύ νόμου κανονισμό του κόμματος.
Το γεγονός ότι ο γραμματέας μπορεί να είναι αιρετός - έτσι έγινε, δια βοής, στην παρούσα περίπτωση - ενώ οι αναπληρωτές είναι πάντα ορισμένοι από τον πρόεδρο, δεν έχει καμία νομική επιρροή, λόγω της προεκτεθείσας διαφοράς ρόλων και επιπέδων νομιμοποίησης.
Ούτε υπάρχει βέβαια, ή μπορεί θεμιτά να συναχθεί, «δυισμός καθηκόντων» του προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας, μέσω δήθεν διάκρισης «θεσμικών και λειτουργικών», από τη μία, και «κοινοβουλευτικών», από την άλλη, καθηκόντων, με τα πρώτα να μπορούν να ασκηθούν, ή να ζητηθεί να ασκηθούν, από τον γραμματέα.
Ο πρόεδρος είναι πρόεδρος και μπορεί να αναπληρωθεί μόνον από ορισθέντα αναπληρωτή, ενώ ο γραμματέας είναι γραμματέας και είναι επιφορτισμένος με την επιβολή της τάξης εντός κοινοβουλευτικής ομάδας και όχι, ούτε προσωρινά, με την ηγεσία της.
Με το νομικό ζήτημα λελυμένο, ξαναγυρνώ στην αρχική απορία: γιατί τότε τόση συζήτηση, τόσο παρασκήνιο, και μάλιστα όχι απλώς μπροστά στο εσωκομματικό ακροατήριο, αλλά με τα μάτια ολόκληρης της κοινωνίας στραμμένα πάνω σε ένα κόμμα που χτυπήθηκε και πολιτικά και από τη μοίρα και αγωνίζεται να ξανασταθεί, με αξιοπρέπεια, στα πόδια του;
Για ποιο λόγο να προκαλείται, σχεδόν να διεκδικείται από κάποιους, η τόσο γρήγορη μετάβαση από τη συγκίνηση και την ενότητα στη διύλιση του διαδικαστικού κώνωπα; Ποιον συμφέρει η μετατροπή της θεμιτής διεκδίκησης της προεδρίας σε μάχη χαρακωμάτων που θα μπορούσε να καταρρακώσει τη γενική εικόνα; Η δική μου απάντηση: δεν συμφέρει κανέναν - και πάντως σίγουρα όχι την παράταξη στο όνομα της οποίας όλοι μιλούν, πράττουν, αλλά και κρίνονται.