Δεν του πήγαινε ο θάνατος παρ’ ότι όλη του η λογοτεχνία χαρακτηριζόταν απ’ αυτόν. Αλλά με έναν τρόπο ανάλαφρο, παιγνιώδη, τόσο μοντέρνο και τόσο νεανικό. Ίσως γι’ αυτό δεν δώσαμε κι εμείς σημασία. Δεν πιστεύαμε τον θάνατό του παρότι όλοι ξέραμε για την χρόνια πια αρρώστια του.
Ο Βασίλης Αλεξάκης, «ο Βασίλης μου», για τους περισσότερους από μας, «έφυγε» σήμερα Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021. «Στα περισσότερα βιβλία μου υπάρχει πάντα ένας θάνατος», είχε δηλώσει σε μια από τις τελευταίες μας συνεντεύξεις. Και για την έκδοση του «Μικρού Έλληνα» τον οποίο έγραφε ασθενής και τραυματισμένος είχε πει σχετικά:
«Ο φόβος του θανάτου! Στα περισσότερα βιβλία μου υπάρχει πάντα ένας θάνατος! Του πατέρα, της μάνας, του αδελφού… Εδώ, του εαυτού μου, διότι προφανώς φοβήθηκα! Και μοιραία, νομίζω, ο φόβος του θανάτου σε πηγαίνει πίσω στην παιδική σου ηλικία, διότι είναι μια εποχή, η μόνη εποχή της ζωής, που ο θάνατος δεν υπάρχει! Όταν είσαι παιδί δεν έχει πεθάνει κανείς γύρω σου, όλοι είναι εκεί! Και, βεβαίως, αυτό μπορεί να σε οδηγήσει και σε μια αναθεώρηση της ζωής σχετικά με το τι έχει σημασία, τι δεν έχει… Εγώ διαπίστωσα μετά από αυτό το ατύχημα που είχα ότι ξαφνικά το παρόν απέκτησε μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτή που είχε παλιά! Δεν είχα παλιά τον χρόνο να ασχοληθώ με το παρόν, έτρεχα πίσω απ’ τα σχέδιά μου, διαρκώς τοποθετούσα στο μέλλον τη ζωή μου και όχι στο παρόν.»
Θα μου επιτρέψετε, όμως, να μιλήσω για τον Βασίλη Αλεξάκη σα να είναι «ωσεί παρών». Θα είναι, εξάλλου, με τα βιβλία του. Τα οποία όλο θα ξεκλειδώνουμε για να διαπιστώσουμε πόσο μπροστά ήταν ο συγγραφέας τους από μας.
Εγραφε, «γράφει» σκηνοθετώντας τη ζωή του και όχι το αντίστροφο, μια ζωή μεταξύ Αθήνας και Παρισιού. Αποζητώντας πάντα το «σωστό» ύφος, σαν ένας φιλόσοφος της γλώσσας. Ήταν, είναι εδώ για να ρωτά, όχι για να απαντά! Σκηνοθετεί την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να «βιώσει» το κάθε καινούργιο βιβλίο. Τον βασανίζει το παράδοξο, ο έρωτας, η γλώσσα, η μνήμη κι ο θάνατος. Είναι βέβαιος πλέον ότι οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους. Έγινε συγγραφέας για να αυτοπαραμυθιάζεται. Συμφωνεί με τον Προυστ, νυν υπέρ πάντων το ύφος! Άρα ένα βιβλίο γράφουμε όλη μας τη ζωή «διότι ένα είναι το ύφος». Ακόμα και η ταυτότητα γι’ αυτόν, αναζήτηση είναι. Μια ταυτότητα ανοιχτή.
«Η “κλειστή” είναι για την αστυνομία”, έλεγε και γελούσαμε.
Ο Βασίλης Αλεξάκης, αγαπημένος μας από τα βιβλία του -μεταξύ άλλων- «Τάλγκο», «Πριν», «Η μητρική γλώσσα», «Η καρδιά της Μαργαρίτας», «Αθήνα-Παρίσι», «Ο μπαμπάς», «Το κεφάλι της γάτας», «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», «μ.Χ.», «Τα κορίτσια του Σίτι Μπουμ-Μπουμ», πιστός των εκδόσεων Εξάντας και βραβευμένος με τα βραβεία Medicis, Αλμπέρ Καμί, κυκλοφορώντας ταυτοχρόνως σε Ελλάδα και σε Γαλλία, εξακολουθεί να έχει, όπως υποστηρίζει, τις ίδιες πάντα εμμονές: «Όπως η γλώσσα, η μνήμη, το θέμα του θανάτου, θέματα στα οποία επανέρχομαι ξανά και ξανά, όποιο και αν είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου».
Συνήθως βρισκόμαστε όταν έρχεται στο σπίτι των Αθηνών, όπου χαζεύεις πάντα το μπιλιάρδο, το κίτρινο πάτωμα, τον τοίχο με το πορφυρό βυζαντινό, το κάδρο με τις κίτρινες κάλτσες, ωστόσο το να βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πατρίδες και δύο γλώσσες ο ίδιος το βρίσκει και πλεονέκτημα και γοητευτικό: «Είναι μια θέση αρκετά πλεονεκτική, τελικά», αναγνωρίζει. «Γιατί, όπως ξέρεις, η λογοτεχνία είναι θέμα ύφους και θα πρέπει τη γλώσσα να μην την ξέρεις απλώς, αλλά να ψάξεις να βρεις σε αυτήν και το ύφος σου.
Νομίζω, όμως, ότι μάλλον με έχει βοηθήσει αυτή η διγλωσσία και το πήγαινε-έλα, διότι μου επιτρέπει να βλέπω την πραγματικότητα από μεγαλύτερη απόσταση, και εννοώ και την ελληνική και τη γαλλική. Τα πράγματα εξακολουθούν να με ξαφνιάζουν, πουθενά δεν αισθάνομαι μπλαζέ. Με ξαφνιάζουν, επίσης, τα ίδια μου τα βιβλία. Αν έγραφα μόνο σε μια ξένη γλώσσα και είχα εγκαταλείψει τη δική μου, όπως το έχουν κάνει άλλοι συγγραφείς, ο Ναμπόκοφ που άφησε τα ρώσικα, ο Κόνραντ που άφησε τα πολωνικά, είναι άλλη περίπτωση. Για μένα, το σημαντικό ήταν να κρατήσω τη μητρική μου γιατί πιστεύω ότι μέσα από τη μητρική σου γλώσσα μαθαίνεις τις ξένες».
Γιατί έγινε συγγραφέας; «Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι γράφουμε επειδή σκοτεινιάζει, επειδή φοβόμαστε το σκοτάδι, επειδή χρειαζόμαστε τα παραμύθια που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί για να κοιμηθούμε. Μπορεί αυτήν τη διαδικασία να συνεχίζω και επειδή δεν υπάρχει κανείς να μου διηγηθεί κανένα παραμύθι, τα λέω ο ίδιος στον εαυτό μου και επειδή είμαι και πολύ αφελής, τα πιστεύω».
Μια μεγάλη διπλή και τριπλή ζωή:
Ο Βασίλης Αλεξάκης ήταν Ελληνογάλλος συγγραφέας μυθιστορημάτων στην μητρική του γλώσσα, τα Ελληνικά και τα Γαλλικά. Τα έργα του αντλούν και από τους δύο πολιτισμούς και είναι μεστά μιας λεπτής ειρωνείας. Η τεχνοτροπία του προσφέρει στον αναγνώστη μια οικεία και προσωπική προοπτική των ιστοριών του. Το 2007, του απονεμήθηκε το Grand prix du roman de l'Académie Française για το βιβλίο του Ap. J.-C (στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο μ.Χ.). Το πρώτο έργο του που γράφτηκε στην μητρική του γλώσσα, είναι το "Τάλγκο", κυκλοφόρησε το 1982 και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να σημειώνει σπάνια επιτυχία. Το 1984 μάλιστα έγινε και ταινία με τον τίτλο "Ξαφνικός Έρωτας."
Εργάστηκε στη Monde des livres για δεκαπέντε χρόνια. Όντας σχεδιαστής σκίτσων, ο Αλεξάκης υπήρξε δημοσιογράφος της εφημερίδας Le Monde ενώ έγραψε και ραδιοφωνικά κομμάτια.
Το 2007 η Γαλλική Ακαδημία του απένειμε το Μεγάλο Βραβείο μυθιστορήματος.
Το 2017 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας από το τμήμα Γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αποσπάσματα από την τελευταία συνέντευξη:
«Ο μικρός Έλληνας» ήρθε στην ζωή του Βασίλη Αλεξάκη και στη ζωή μας, σε μια κρίση διπλή: όσον αφορά τη ζωή του, ήταν ένα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας που τον ακινητοποίησε δίπλα τους κήπους της Μαρίας των Μεδίκων, πάνω από τους υπονόμους που κατέφευγε ο Γιάννης Αγιάννης, στη γειτονιά όπου έμεναν οι Τρεις Σωματοφύλακες, ο αγαπημένος του Ντ’ Αρντανιάν.
Όσον αφορά τη ζωή μας, είναι εδώ ακριβώς για να τη ζήσει: να μιλήσει με τους αστέγους, να ξαναψάξει τον μηχανισμό της μνήμης, ν’ αναζητήσει την αθωότητα των λέξεων και τις απαρχές στην πατρίδα μας του φασισμού. Και μιλώντας, τελικά, για όλα: για τους Γάλλους φιλέλληνες, για τους αγνώμονες Γερμανούς και πάνω απ’ όλα για την ελευθερία της φαντασίας και το μυθιστόρημα, την ιστορία που διασώζει τ’ ανθρώπινα, και για τον ρόλο του συγγραφέα, που είναι παντού, στο καφενείο και στο μπακάλικο, στους υπονόμους, αν έχουμε, αλλά σίγουρα δεν είναι, όπως επισημαίνει, με τίποτα στη Βουλή!
-Γιατί «Ο μικρός Έλληνας» σήμερα, κύριε Αλεξάκη; Κάθε ιστορία έχει τον χρόνο της;
Είναι σαν τους έρωτες η ιστορία! Το ίδιο πρόσωπο μπορείς να το δεις μια εποχή και να αδιαφορήσεις πλήρως, και μια άλλη εποχή να πάθεις μεγάλη ταραχή! Αυτή την ιδέα για το βιβλίο, δηλαδή το να επαναφέρω τους παιδικούς ήρωες, από χρόνια τη σκεφτόμουνα, αλλά δεν αρκεί μια ιδέα για να κάνεις ένα βιβλίο. Με ποια ευκαιρία, σε ποιο πλαίσιο, πώς θα γινόταν αυτό; Δεν είχα απάντηση. Και την απάντηση μου την έδωσε, τελικά, αυτή η εγχείρηση που έκανα στο πόδι που μου απαγόρευε να γυρίσω σπίτι μου, διότι ήμουν με δεκανίκια και δεν έχω ασανσέρ, και πήγα σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στον κήπο του Λουξεμβούργου. Για δυο μήνες. Ε, αυτοί οι δυο μήνες ήταν αποφασιστικοί. Διότι τον κήπο του Λουξεμβούργου δεν τον ήξερα, τύχαινε να περάσω, δεν είχα ασχοληθεί· και μπαίνοντας εκεί μέσα αρχίζει και ξυπνάει η μνήμη. Θυμάμαι ότι ο Γιάννης Αγιάννης περιφέρεται εκεί μέσα, θυμάμαι τους ήρωες του Μπαλζάκ, θυμάμαι τους τρεις σωματοφύλακες που μένουν όλοι γύρω από τον κήπο του Λουξεμβούργου. Θέλω να πω ότι την ιδέα μου την βρήκα υλοποιημένη στον κήπο του Λουξεμβούργου! Άρα, ήταν θέμα εποχής!
-Οι ήρωες των βιβλίων που αγαπήσαμε και οι αγαπημένοι νεκροί αποτελούν για τους συγγραφείς μια μορφή επικοινωνίας διαφορετική;
Είναι μια επαφή μέσα στη μοναξιά βεβαίως αυτή… Και με τους νεκρούς, με τους οποίους μιλάμε συχνότερα αφού έχουν φύγει απ’ ότι μιλούσαμε πριν, και με τους ήρωες οι οποίοι είναι μέρος της ζωής κι αυτοί… Εγώ μ’ αυτούς έζησα και μπορώ να πω ότι τον Ντ’ Αρντανιάν και τον Δον Κιχώτη τους ήξερα πολύ καλύτερα απ’ τους θείους μου! Έχουν παίξει κάποιον ρόλο στη ζωή μας, άρα είναι υπαρκτά πρόσωπα οι ήρωες των μυθιστορημάτων· και αυτό είναι, άλλωστε, και το θέμα του βιβλίου. Εάν υπάρχουν, και το όριο ανάμεσα στη ζωή και στο μυθιστόρημα. Και πιστεύω ότι υπάρχει περισσότερη ζωή στο μυθιστόρημα απ’ ό,τι υπάρχει στην τρέχουσα ζωή! Θέλω να πω ότι η ζωή είναι ένα κακό μυθιστόρημα. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Και κακογραμμένο, και ανιαρό, και φλύαρο.
-Ένα «ατύχημα» μπορεί να σταθεί η αφορμή για να ξαναδούμε τον κόσμο;
Α ναι, ο θάνατος! Ο φόβος του θανάτου! Στα περισσότερα βιβλία μου υπάρχει πάντα ένας θάνατος! Του πατέρα, της μάνας, του αδελφού… Εδώ, του εαυτού μου, διότι προφανώς φοβήθηκα! Και μοιραία, νομίζω, ο φόβος του θανάτου σε πηγαίνει πίσω στην παιδική σου ηλικία, διότι είναι μια εποχή, η μόνη εποχή της ζωής, που ο θάνατος δεν υπάρχει! Όταν είσαι παιδί δεν έχει πεθάνει κανείς γύρω σου, όλοι είναι εκεί! Και, βεβαίως, αυτό μπορεί να σε οδηγήσει και σε μια αναθεώρηση της ζωής σχετικά με το τι έχει σημασία, τι δεν έχει… Εγώ διαπίστωσα μετά από αυτό το ατύχημα που είχα ότι ξαφνικά το παρόν απέκτησε μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτή που είχε παλιά! Δεν είχα παλιά τον χρόνο να ασχοληθώ με το παρόν, έτρεχα πίσω απ’ τα σχέδιά μου, διαρκώς τοποθετούσα στο μέλλον τη ζωή μου και όχι στο παρόν.
-Αφήσατε μιαν Ελλάδα, επιστρέψατε και βρήκατε μιαν άλλη, βέβαια πάντοτε πηγαινοερχόσαστε, ανάμεσα σε δυο πατρίδες κυλά η ζωή σας, αλλά ειδικά τώρα, πώς την βρήκατε;
Μου δίνει η Ελλάδα τη διάθεση να τη μελετήσω, να δω τι γίνεται ακριβώς. Δεν μπορώ να ισχυριστώ, μένοντας εδώ σ’ ένα υπόγειο στο Κολωνάκι, ότι ξέρω τι γίνεται γύρω μου, όχι, πρέπει να βγω από δω να πάω να δω τους ανθρώπους… Δεν θέλω να μιλάω σαν τους ταξιτζήδες που ξέρουν τα πάντα, δεν ξέρω τα πάντα, αλλά θέλω να τα μάθω. Γι’ αυτό είμαι στην Αθήνα, για να μελετήσω αυτή την πραγματικότητα, για να μιλήσω με τους ανθρώπους, γιατί αυτό το έκανα στο βιβλίο μου, αλλά στο Παρίσι. Δηλαδή οι ήρωές μου με οδήγησαν σ’ ένα στέκι αστέγων όπου κάθονται και κουβεντιάζουν τις νύχτες, γιατί δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν επικοινωνούν με κανέναν στην πραγματικότητα και σιγά σιγά ξεχνάνε και τη γλώσσα, χάνουν την ευκολία του να μιλάς… Οπότε, οι άστεγοι του Παρισιού με οδηγούν τώρα στους άστεγους της Αθήνας και από κει και πέρα βλέπουμε… Γιατί το επόμενο θέμα βιβλίου μου θα είναι η μνήμη. Μ’ ενδιαφέρει πολύ αυτό το θέμα της μνήμης.
Ο Βασίλης Αλεξάκης «έφυγε» γράφοντας και ειρωνευόμενος τον Θάνατο. Αλλά μπορεί και να τον νίκησε γιατί τα βιβλία του θα ζουν και μετά απ’ αυτόν.