«Ήταν ο Λάµπης. Ο Λάµπης από το πιο κάτω χωριό, πατέρας δυο αγοριών. Γιατί του είχαν περάσει τις χειροπέδες στα χέρια; Είχε προσπαθήσει να αποδράσει από τον τόπο τους και τον είχαν πιάσει; Είχε κάνει φανερά το σταυρό του ή µήπως είχε διεκδικήσει τα χρήµατά του από το Κράτος, όπως το είχε κάνει παλιότερα;»
Όταν το 1991 η Αμαλία Μεγαπάνου παρέδιδε στο αναγνωστικό κοινό την «Γκρίζα πέτρα», είχε αρχίσει και το μεγάλο κύμα της Καθόδου ενός μεγάλου κύματος της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας προς τα ελληνικά σύνορα. Τους περισσότερους μάς βρήκε ανενημέρωτους κι απροετοίμαστους. Κι είναι απορίας άξιον το πώς μια γυναίκα αστικής καταγωγής, πρώην σύζυγος Καραμανλή, και πρώτη κυρία της χώρας, αποδεικνύει εμπράκτως το πόσο καλά γνώριζε το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα.
«Η γκρίζα πέτρα» υπήρξε μια πέτρα της πατρίδας, Βόρεια Ήπειρος για τους Έλληνες της Αλβανίας, και Νότια Αλβανία κατά τους Αλβανούς, που έγινε όπλο αντίστασης στα χέρια ενός παιδιού, προτού να γίνει γκρίζα πέτρα ελπίδας:
«Οι αστυνόμοι πήραν τον πατέρα, είπε ο Ντίνο στον παππού του χωρίς να δακρύσει. Δε με άφησαν να κάνω κάτι, δε με άφησαν, πρόσθεσε και του έδειξε μια γκρίζα πέτρα που κρατούσε στη χούφτα του. Αυτή την πέτρα, την είχε σηκώσει από την αυλή για να χτυπήσει τους αστυνοµικούς την ώρα που έβγαζαν τον πατέρα του στο δρόµο, µα η γιαγιά του τον είχε αρπάξει και τον είχε σφίξει πάνω στο κορµί της για να τον αποτρέψει. Κι από το χάραµα δεν είχε φύγει αυτή η πέτρα από τη µικρή του παλάµη»
«…. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, οχτώ µήνες και είκοσι εφτά ηµέρες είχαν γίνει όλα αυτά και την γκρίζα πέτρα που είχε σηκώσει τότε τη φύλαγε πάντα κάτω από το µαξιλάρι του, αφού χάραξε πάνω της το πρώτο γράµµα του επίθετού τους. Και το είχε χαράξει στα ελληνικά, όπως του άρεσε του πατέρα του να το γράφει.»
Η συγγραφέας Αμαλία Μεγαπάνου, σε ένα συγκλονιστικό ιστορικό μυθιστόρημα ζωντανεύει όλη τη ζοφερή κατάσταση που επικρατούσε για τους Βορειοηπειρώτες και τους ελεύθερους ανθρώπους γενικώς, στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα. Τις παρακολουθήσεις και την καχυποψία, τις φυλακίσεις και τις εκτελέσεις των ελλήνων που είτε αρνούνταν να απαρνηθούν την καταγωγή τους, είτε προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα. Η τιμωρία τους, διαπόμπευση από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη. Και, φυσικά, μετά φυλακή:
«Κοίταξε καλά το παλικάρι που είχαν στήσει πάνω στο τζιπ για παραδειγµατισµό. Η έκφρασή του δεν πρόδινε φόβο, αλλά µια παράξενη απάθεια, µια νέκρα στο βλέµµα, λες κι η ψυχή του είχε φύγει γι? αλλού. Ίσως, όµως, να µην ήταν κακό σηµάδι. Να ήταν µια δύναµη, ζωντανός ακόµα να µπορέσεις ν? αποµακρύνεις προσωρινά την ψυχή από το κορµί σου για να µην αισθάνεσαι τον πόνο της σάρκας.»
Στις σελίδες του, οικογένειες που διχάστηκαν, που χωρίστηκαν για λίγα μέτρα κι εγκλωβίστηκαν σ? άλλη πατρίδα, έρωτες που άνθισαν και μαράθηκαν σε ένα γενικότερο καταπιεστικό καθεστώς και μια γκρίζα πέτρα που γίνεται σταυρός, κάποια στιγμή, στην ελεύθερη πατρίδα:
«Βουτώντας τα χόρτα στο βραστό νερό, θυµήθηκε µεµιάς η Ιρένα το γονιό της που έβρισε άσχηµα τη γιαγιά της, όταν είπε κάποτε η καηµενούλα: Βόρεια Ήπειρος, αντί για Νότια Αλβανία. “Καλά, γιόκα μου”, είχε αποκριθεί η γιαγιά με ήρεμη φωνή. “Τι Βόρεια Ήπειρος, τι Νότια Αλβανία, τι Δρυϊνούπολις, τι Δρόπολη και τι Ντρόπουλ; Η επαρχία μας δεν αλλάζει με τα ονόματα”.»
«Το θέµα ήταν ότι θα έκανε πολύ µεγάλη ζηµιά στον Ντίνο, αν έλεγε στην οικογένειά της πως τον αγαπάει και πως θέλει να τον παντρευτεί. Ο πατέρας της κι ο αδερφός της ήταν γραµµένοι στο Κόµµα, ενώ η οικογένεια του Ντίνο ήταν από τις θιγµένες, όπως τις έλεγαν οι δικοί της κι όσοι είχαν τα ίδια φρονήµατα µαζί τους. Ο παππούς του: γιατρός, από τους φεουδάρχες που εκµεταλλεύονταν κάποτε το λαό και ρουφούσαν το αίµα του. Ο πατέρας του κι ο θείος του: αντιδραστικοί, που στάλθηκαν στη φυλακή για να σωφρονιστούν. Κι ο Ντίνο: µολονότι ήταν γνωστό ότι δεν έκανε τίποτα ενάντια στην Εξουσία, για τους δικούς της δεν ήταν παρά ένας χωρικός δίχως µέλλον.»
Ένα απρόσμενο, δυνατό, πολιτικό και ιστορικό μυθιστόρημα από μια συγγραφέα που ξεπερνά καταγωγή και εαυτόν:
«Άντε, πάρε αυτές τις τέσσερις πατάτες και πολλές σου είναι. Του το είχε πει ο µαγαζάτορας, στον οποίο είχε δώσει και τα χρήµατα που του όφειλε, χωρίς να συνειδητοποιήσει πως είχε φτάσει η σειρά του και τα είχε κάνει όλα αυτά. Κι αίφνης γέλασε ελαφρά. Αυτή είναι η Αλβανία, σκέφτηκε. Αυτή είναι: Ιδανικά και πατάτες κάθονται στο ίδιο τάση της ζυγαριάς, µε αντίβαρο την Εξουσία.»
«Δεν είχε δει τον τάφο της, όπως δεν είχε δει τον τάφο του Κοσµά, που τον εκτέλεσαν στο Σπατς. Κάπου θα είχαν ρίξει το αγόρι του µαζί µε άλλους που είχαν την ίδια τύχη, αλλά ο Ηλίας θεωρούσε σαν τάφο του γιου του κάθε µνηµείο του άγνωστου στρατιώτη, οπουδήποτε στην Ελλάδα. Στρατιώτη που να έχει σκοτωθεί σε αλβανικό έδαφος. Μήπως κι αυτοί οι Έλληνες µαχητές δεν είχαν µείνει δίχως µνήµα; Πόσα από τα ελληνικά νεκροταφεία -αυτών που έπεσαν στο δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο- δεν είχαν γίνει γήπεδα για να παίζουν τα παιδιά µπάλα;»
Και μόνο για την «Γκρίζα πέτρα» της η Αμαλία Μεγαπάνου, θα μπορούσε να μείνει ως μεγάλη συγγραφέας στην Ελληνική Γραμματολογία.
«Ποιο αδίκημα διέπραξα; είχε ρωτήσει ο πατέρας τους ανθρώπους της Ντέγκα με βλέμμα άφοβο, με φωνή σταθερή. Η κατηγορία ήταν πως, όταν τον κάλεσαν να καταθέσει στην Ασφάλεια σε βάρος του αδερφού του, εκείνος όχι µόνο τον υπερασπίστηκε, αλλά επιπλέον αρνήθηκε να βάλει την υπογραφή του µε τα λατινικά στοιχεία της αλβανικής γλώσσας. Είχε πάρει το χαρτί µε την κατάσταση των µαρτύρων, είχε διαγράψει τη λέξη µειονοτικός, είχε προσθέσει Ηπειρώτης κι είχε υπογράψει στα ελληνικά, πατώντας γερά το µολύβι σε κάθε γράµµα της ελληνικής αλφαβήτου. Κι η στάση του αυτή θεωρήθηκε ύβρη κατά της Εξουσίας.»
«…Οι πιο απλοϊκοί είχαν αισθανθεί προδοµένοι -πολλές φορές χωρίς να ξέρουν από ποιον- κι είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα. Οι πιο φυγόπονοι είχαν ανακουφιστεί κατά κάποιο τρόπο που η Εξουσία δεν τους καλούσε ν? αναµετρηθούν σε ικανότητα µε κανένα. Εκεί πάνω, άλλωστε, στηριζόταν η Εξουσία κι υπέθαλπε τη φυγοπονία, ελπίζοντας πως µε τον καιρό θα εξελισσόταν και σε νωθρότητα ψυχής. Προτιµούσε ένα ράθυµο, αλλά υποτελή λαό, παρά τα ζωηρά πνεύµατα που θ? απέδιναν µεν στη δουλειά τους προς όφελος του κράτους... αλλά, σε τελευταία ανάλυση, αυτό θ? απέβαινε σε βάρος της Εξουσίας.»
Ο Φιλελεύθερος, συνεχίζοντας την μεγάλη λογοτεχνική προσφορά, το Σάββατο στις 26 Σεπτεμβρίου, χαρίζει στους αναγνώστες και την «Γκρίζα πέτρα» της Αμαλίας Μεγαπάνου. Αποτελεί κομμάτι και της δικής μας ιστορίας μας, δεν πρέπει να τη χάσει κανείς.