Τα ξημερώματα ολοκληρώθηκε το πρώτο από τα τρία προγραμματισμένα ντιμπέιτ μεταξύ των δύο υποψηφίων για την προεδρία των ΗΠΑ, του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του τέως Αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν. Το ντιμπέιτ, που συντόνισε ο δημοσιογράφος Κρις Γουάλας του συντηρητικού Fox News, ήταν χαοτικό, εκνευριστικό, ίσως το χειρότερο όλων των εποχών. Η ανυπαρξία ενός ξεκάθαρου νικητή ή κάποιας ουσιαστικής τηλεοπτικής στιγμής, σημαίνει ότι η επίδραση του ντιμπέιτ στις εκλογικές προσδοκίες των υποψηφίων θα είναι από πολύ μικρή έως ανύπαρκτη.
Αυτό σημαίνει ότι τα περιθώρια για τον Τραμπ στενεύουν επικίνδυνα και τις επόμενες εβδομάδες ενδέχεται να γίνει εξαιρετικά απρόβλεπτος, ενόψει των δύο ντιμπέιτ που απομένουν και το διορισμό της Άμι Κόνι Μπάρετ στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά, ο Μπάιντεν θα προσπαθήσει να μην ταράξει τις υπάρχουσες ισορροπίες καθώς ήδη προηγείται με σημαντική διαφορά έναντι του νυν προέδρου. Έχοντας περάσει αλώβητος το πρώτο ντιμπέιτ, και με δεδομένη την απαράδεκτη συμπεριφορά του Τραμπ καθ’ όλη τη διάρκειά του, θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά την ακύρωση των επόμενων δύο τηλεμαχιών που έχουν συμφωνηθεί. Σε περίπτωση που κάτι τέτοιο συμβεί, οι πιο σίγουροι κερδισμένοι θα είναι οι τηλεθεατές.
Σε ό,τι αφορά το ύφος και τον τόνο του ντιμπέιτ, ο Τραμπ ήταν ο συνήθης εαυτός του: Διέκοπτε συνεχώς τον αντίπαλό του και τον συντονιστή, τα στοιχεία που χρησιμοποίησε για να υπερασπιστεί τις θέσεις του ήταν συχνά πλαστά ή με μεγάλη δόση υπερβολής, και η τακτική του ήταν μόνιμα επιθετική - ίσως πλέον του δέοντος επιθετική, όπως σχολίασε ο πρώην κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϋ και μέλος της ομάδας που προετοίμασε τον Τραμπ, Κρις Κρίστι. Ο Μπάιντεν ήταν σαφώς πιο ψύχραιμος και σοβαρός, με ατάκες που ήταν καλά προετοιμασμένες, όμως σε αρκετές περιπτώσεις αντιμετώπισε δυσκολία στο να παρουσιάσει με σαφήνεια θέσεις και στοιχεία που αφορούσαν συγκεκριμένα ερωτήματα.
Το μεγάλο στοίχημα για τον Τραμπ ήταν να αποσυντονίσει τον Μπάιντεν, πράγμα που κατάφερε όμως σε πολύ περιορισμένη κλίμακα. Για τον Μπάιντεν ήταν να φανεί ως ο “ενήλικας στο δωμάτιο”, πράγμα που πέτυχε εκτός από 2-3 στιγμές όπου έχασε την ψυχραιμία του, όπως για παράδειγμα την στιγμή που είπε στον Τραμπ να “σκάσει επιτέλους” και λίγο αργότερα όταν τον αποκάλεσε κλόουν. Οι συνεχείς διακοπές, οι εκατέρωθεν χαρακτηρισμοί, και η έλλειψη ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου κάνουν το πρώτο προεδρικό ντιμπέιτ του 2020 ισχυρό φαβορί για τον τίτλο του χειρότερου όλων των εποχών.
Από πλευράς μηνύματος, οι δύο υποψήφιοι ήταν αρκετά προβλέψιμοι. Ο Τραμπ επιχείρησε να παρουσιάσει τον αντίπαλό του ως αιχμάλωτο της ακροαριστερής τάσης του Δημοκρατικού κόμματος. Έκανε συχνές αναφορές στον Μπέρνι Σάντερς, το σοσιαλιστικό ασφαλιστικό πρόγραμμα του Μπάιντεν και τα lockdown κατά της πανδημίας που εφαρμόζουν πολλοί δημοκρατικοί κυβερνήτες, για να δείξει ότι ενώ ο Μπάιντεν θέλει να εμφανιστεί ως ένας σχετικά κεντρώος υποψήφιος, στην πραγματικότητα είναι όμηρος των ακραίων στοιχείων του κόμματός του.
Σκοπός αυτής της προσέγγισης ενδεχομένως να είναι η δημιουργία εσωκομματικών προβλημάτων, η μείωση του ενθουσιασμού στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών και ταυτόχρονα η ενεργοποίηση των αντισοσιαλιστικών ενστίκτων που υπάρχουν σε μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας. Ένας δεύτερος στόχος του Τραμπ ήταν η υπεράσπιση των επιδόσεών του στην οικονομία και την πανδημία. Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές επιδόσεις των ΗΠΑ, το εγχείρημα του Προέδρου ήταν επιτυχημένο.
Από την άλλη πλευρά, ο Μπάιντεν άσκησε δριμύτατη κριτική στον Τραμπ για τη διαχείριση της πανδημίας με έναν πολύ αποτελεσματικό τρόπο που δημιούργησε αρκετά μικρά και ευκολοχώνευτα στιγμιότυπα που θα αναπαραχθούν τις επόμενες μέρες από τα μέσα που πρόσκεινται προς τους Δημοκρατικούς. Επίσης, ασχολήθηκε αρκετά με τον χαρακτήρα και την αντισυμβατική συμπεριφορά του Τραμπ, τον οποίο θέλησε να παρουσιάσει ως Πρόεδρο - και άνθρωπο - κατώτερο των περιστάσεων. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, ο στόχος του Μπάιντεν είναι να διατηρήσει τη δημοσκοπική διαφορά την οποία καταγράφει και να ωθήσει όσους περισσότερους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους στις κάλπες.
Συνολικά, κανένας από τους δύο υποψήφιους δεν κέρδισε κάτι σημαντικό από το πρώτο ντιμπέιτ. Το κακό κλίμα, οι φτηνές προσωπικές επιθέσεις, η χαοτική συμπεριφορά του Τραμπ και η αδυναμία του Μπάιντεν αλλά και του συντονιστή να την περιορίσουν, παρήγαγαν ένα τηλεοπτικό θέαμα που περισσότερο θύμισε σκηνές από κακό ριάλιτι παρά μία υψηλού επιπέδου πολιτική αντιπαράθεση για την ηγεσία της εκτελεστικής εξουσίας στην υπερδύναμη του πλανήτη. Η εικόνα αυτή αποτυπώθηκε και στην έκτακτη δημοσκόπηση που πραγματοποίησε το τηλεοπτικό δίκτυο CBS.
Το 83% των ερωτηθέντων βρήκε τον τόνο του ντιμπέιτ αρνητικό και το 69% δήλωσε ότι τους ενόχλησε (έναντι 31% που είπαν ότι το διασκέδασαν). Σε ό,τι αφορά τον πολιτικό αντίκτυπο του ντιμπέιτ, δεν υπήρξε κάποιος ξεκάθαρος νικητής και κατά πάσα πιθανότητα ουδείς από τους δύο υποψηφίους δεν κέρδισε κάτι σημαντικό δημοσκοπικά. Με βάση την ίδια δημοσκόπηση του CBS, το 48% θεωρεί ότι κέρδισε ο Μπάιντεν και το 41% ο Τραμπ, ποσοστά που συνάδουν με τη δημοσκοπική απήχηση των δύο υποψηφίων.
Φυσικά, στην παρούσα φάση της εκλογικής αναμέτρησης, η ισοπαλία μεταξύ των δύο υποψηφίων στο ντιμπέιτ ευνοεί ξεκάθαρα τον Μπάιντεν. Ο Τραμπ όλο το προηγούμενο διάστημα είχε δημιουργήσει αυξημένες προσδοκίες υποτιμώντας τις ρητορικές και πολιτικές ικανότητες του αντιπάλου του. Παράλληλα, τα ντιμπέιτ έχουν για τον Τραμπ κομβική σημασία στην προσπάθειά του να καλύψει τη διαφορά που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις. Με τη χθεσινή του επίδοση δεν κατάφερε να δικαιώσει αυτές τις προσδοκίες και πλέον του απομένουν μόνο δύο ευκαιρίες προκειμένου να πετύχει κάτι ουσιαστικό στα ντιμπέιτ. Φυσικά, οι 34 μέρες που απομένουν για τις εκλογές είναι μία αιωνιότητα στην αμερικανική πολιτική, κατά την οποία πολλά μπορούν να συμβούν και πολλές ισορροπίες να αλλάξουν.