Με αέρα νίκης διανύει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τα τελευταία χιλιόμετρα προς τις προεδρικές εκλογές της Κυριακής, και το ερώτημα που πλέον ανακύπτει -όσο και το στοίχημα για τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο- είναι ποια έκταση θα λάβει η προδιαγραφόμενη επικράτηση έναντι της αντιπολίτευσης, η οποία αν και άκρως ετερόκλητη κατήλθε για πρώτη φορά στην κάλπη ενωμένη απέναντί του χωρίς όμως να κατορθώνει να τον «εκθρονίσει» κόντρα στις δημοσκοπήσεις και τις προσδοκίες.
Τέσσερις ημέρες χωρίζουν την Τουρκία από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, κατά τις οποίες αναμένεται ευρέως ότι θα «κλειδώσει» η τρίτη συναπτή προεδρική θητεία του Ταγίπ Ερντογάν. Ο υποψήφιος της Συμμαχίας του Έθνους Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου επιμένει ότι τίποτα δεν έχει κριθεί, όμως το προβάδισμα με το οποίο τερμάτισε ο Ερντογάν στον πρώτο γύρο (49,52% έναντι 44,88% του Κιλιτσντάρογλου) μαζί με τη στήριξη του Σινάν Ογάν στην πραγματικότητα αφήνει ελάχιστα περιθώρια αισιοδοξίας στην αντιπολίτευση για κάποια ανατροπή.
Οι αναλύσεις διεθνώς πλέον περιστρέφονται γύρω από τον ποιον Ερντογάν θα έχει να αντιμετωπίσει η Δύση την επομένη της 28ης Μαΐου, ιδίως καθώς καταγράφεται συνολική ενίσχυση του εθνικιστικού ρεύματος στη γείτονα, καθώς και ποιο θα είναι το μέλλον του ήδη ακρωτηριασμένου Κράτους Δικαίου στην Τουρκία.
Ενόσω η κυβέρνηση Μπάιντεν παρακολουθεί από «απόσταση ασφαλείας» τις πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία, κάνοντας προφανώς και η ίδια ασκήσεις επί χάρτου για την πρεμιέρα μίας τρίτης δεκαετίας Ερντογάν, αναλυτές στις Ηνωμένες Πολιτείες συντείνουν ότι ιδιαίτερη βαρύτητα για το αύριο θα έχει το εύρος της νίκης που θα εξασφαλίσει ο Ερντογάν, το οποίο και θα έλθει να καθορίσει το βαθμό «δικαίωσης» που θα νιώσει για τις πολιτικές και τα πεπραγμένα του.
Ιδίως, εάν κατορθώσει να συγκεντρώσει το ίδιο, πολλώ δε μάλλον μεγαλύτερο ποσοστό συγκριτικά με τις εκλογές του 2018 όταν είχε λάβει 52,59%, αυτό το «αίσθημα δικαίωσης» θα μπορούσε να συνδιαμόρφωσει τα επόμενα βηματά του. Από τη συνέχιση ή και ενίσχυση πολιτικών που αφορούν τόσο στην ανορθόδοξη πρακτική της μείωσης των επιτοκίων απέναντι σε ένα καλπάζοντα πληθωρισμό, έως συνολικά στην εξωτερική πολιτική, αλλά και το χειρότερο για τους ίδιους τους πολίτες της Τουρκίας, πέραν της οικονομικής ένδειας να σφίξει ακόμη περισσότερο η «θηλιά» γύρω από το Κράτος Δικαίου.
«Το ερώτημα δεν είναι αν θα κερδίσει, αλλά τι είδους νίκη θα είναι. Εάν νικήσει κατά κράτος, θα δικαιωθεί ως προς τις ανορθόδοξες δημοσιονομικές πολιτικές, την απουσία Κράτους Δικαίου και το τέλος της κοινωνικής αυτονομίας», επισημαίνει μιλώντας στο δίκτυο CNN ο Σονέρ Τσαγαπτάι, διευθυντής του Τουρκικού Ερευνητικού Προγράμματος στην εδρεύουσα στην Ουάσινγκτον «δεξαμενή σκέψης» Institute for Near East Policy (Ινστιτούτο Πολιτικής για την Εγγύς Ανατολή).
Ανάλογη είναι η εκτίμηση που διατυπώνουν σε άρθρο γνώμης που συνυπογράφουν στην αμερικανική επιθεώρηση The Hill ο Άντριου Ο’Ντόνογιου, ανώτερος συνεργάτης στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Χάρβαρντ, και ο Τζεμ Τετζίμερ, υποψήφιος διδάκτορας στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι ο πεσιμισμός που μπορεί να επικρατήσει στη Δύση λόγω μία νέας νίκης Ερντογάν δεν πρέπει να αποθαρρύνει τη διεθνή υποστήριξη προς την τουρκική κοινωνία των πολιτών ώστε να διατηρηθεί ζωντανή η φλόγα της Δημοκρατίας.
Υπογραμμίζοντας ότι στην Τουρκία του Ερντογάν οι Οσμάν Καβάλα και Σελαχατίν Ντεμιρτάς παραμένουν στη φυλακή ενάντια στις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι υπογράφοντες προτάσσουν εξίσου με τον Σονέρ Τσαγαπτάι τον παράγοντα «δικαίωση», αναφέροντας ότι όσο ζοφερή και αν είναι σήμερα η προοπτική για το Κράτος Δικαίου, μία τρίτη προεδρική θητεία Ερντογάν θα σήμαινε ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα υπόκειται σε λιγότερους περιορισμούς από ποτέ. Έχει κατακτήσει ήδη την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, ενώ το ίδιο το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑKP) είναι επίσης πιο προσωποπαγές από ποτέ.
Στις «μαχαιριές» που θα μπορούσε να δεχθεί ειδικά το Κράτος Δικαίου εντάσσεται μία ενδεχόμενη τελεσίδικη απόφαση για φυλάκιση και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων στον δημοφιλή δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, πιθανώς πριν από τις τοπικές εκλογές του Μαρτίου 2024. Αν και οι αντιδράσεις θα ήταν σφοδρές, όπως και όταν καταδικάστηκε πρωτόδικα για «εξύβριση» κρατικών αξιωματούχων σε μία πολιτικά υποκινούμενη υπόθεση, ο Ερντογάν μπορεί να υπολογίσει ότι προέχει η εξουδετέρωση της «απειλής» Ιμάμογλου, ο οποίος και προαλείφεται ως επόμενος αρχηγός του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP).
Ένα εξίσου ανησυχητικό ενδεχόμενο είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας να θέσει εκτός νόμου το φιλοκουρδικό Κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών (HDP), που στήριξε ανοιχτά τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου στην τρέχουσα αναμέτρηση, και ακριβώς υπό την απειλή απαγόρευσης κατήλθε στις εκλογές υπό την ομπρέλα του Πράσινου Αριστερού Κόμματος (YSP).
Τέλος, παρά τις δύο δεκαετίες διακυβέρνησης Ερντογάν, η κοινωνία των πολιτών, τα πανεπιστήμια και τα μέσα ενημέρωσης της Τουρκίας εξακολουθούν να αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους. Παρατείνοντας την ηγεμονία του, υπάρχουν φόβοι ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα επιχειρήσει πλέον να «αλώσει» ιδρύματα, όπως το Πανεπιστήμιο Μπογάζιτσι της Κωνσταντινούπολης, που παραμένουν «οχυρά» ανεξαρτησίας.
Διαβάστε επίσης
Χαλίλ Καραβελί: Ο εθνικισμός αγκαλιάζει όλες τις τάξεις και όλες τις ιδεολογίες στην Τουρκία
Τουρκία: Ασυμφωνία στο κόμμα του Ερντογάν για την οικονομία εν όψει εκλογών
Ο αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος «Νίκη» ανακοίνωσε ότι στηρίζει Κιλιτσντάρογλου