Η κρίση που προκλήθηκε γύρω από την Ταϊβάν με την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι δεν αποτελεί παρά μόνον έναν κρίκο στη μακρά αλυσίδα της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας. Εδώ και εβδομήντα χρόνια το καθεστώς της de facto αυτόνομης νήσου που διεκδικεί η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) παραμένει σκοπίμως ασαφές, βάσει της αμερικανικής πολιτικής στρατηγικής αμφισημίας.
Πρόκειται για ένα δόγμα διπλής ανάσχεσης, με το οποίο οι ΗΠΑ επιδιώκουν να αποτρέψουν τη βίαιη προσάρτηση της Ταϊβάν από την Κίνα, αλλά ταυτόχρονα να αποθαρρύνουν και την Ταϊπέι από την ανακήρυξη ανεξαρτησίας. Οι Κινέζοι ιθύνοντες φοβούνται πως, εν μέσω του οξυνόμενου σινο-αμερικανικού ανταγωνισμού, η επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων αποτελεί ένδειξη μιας σταδιακής μετακίνησης των ΗΠΑ προς πιο επιθετική στάση και ενεργό στήριξη της Ταϊβάν.
Υποχρεωτική η σφοδρή αντίδραση του Πεκίνου
Η αντίδραση της Κίνας είναι όχι απλά απολύτως αναμενόμενη, αλλά και υποχρεωτική από τη σκοπιά του Πεκίνου. Παρά τις απροκάλυπτες απειλές προς τις ΗΠΑ, οι κινεζικές αρχές δεν απέτρεψαν την επίσκεψή της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν και βρέθηκαν εκτεθειμένες στα μάτια των Κινέζων πολιτών. Είναι χαρακτηριστική η έξαρση εθνικιστικής υστερίας στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με κραυγές ότι το αεροπλάνο της Πελόζι κακώς δεν καταρρίφθηκε.
Συνεπώς, οι μεγάλης κλίμακας αεροπορικές και ναυτικές ασκήσεις, στις οποίες επιδίδεται αυτές τις μέρες ο κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΛΑΣ) συνιστούν εσκεμμένη επίδειξη “οργής”, με στόχο να διασκεδαστούν οι δυσμενείς εντυπώσεις για την τρωθείσα αξιοπιστία του Πεκίνου τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην εσωτερικό της χώρας. Ταυτόχρονα, όμως, οι ασκήσεις αυτές δίνουν στις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να προετοιμαστούν εν όψει μελλοντικής επίθεσης στην Ταϊβάν. Η μαζική εισβολή μαχητικών αεροσκαφών στη ζώνη αεράμυνας (air defense identification zone – ADIZ) της Ταϊβάν, ο ασφυκτικός ναυτικός αποκλεισμός της νήσου και οι δοκιμές πυραυλικών συστημάτων αποτελούν μια σύνθετη διακλαδική άσκηση πολύτιμη για τον αδοκίμαστο ΛΑΣ που δεν έχει πραγματική πολεμική εμπειρία μετά τη σύγκρουση με το Βιετνάμ το 1979.
Πάντως, όσο κι αν η ένταση γύρω από την Ταϊβάν έχει τη δική της επικοινωνιακή και στρατιωτική σκοπιμότητα για το Πεκίνο, οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι η εξέλιξη αυτή δεν προμηνύει απαραίτητα επιχείρηση απόβασης στην αυτόνομη νήσο το αμέσως επόμενο διάστημα. Ως προς τη διάρκεια της κρίσης, κυριαρχεί η εκτίμηση ότι το Πεκίνο θα συνεχίσει να επιδεικνύει την “οργή” του τουλάχιστον μέχρι το επικείμενο 20ό συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ), όπου ο πρόεδρος Xi Jinping αναμένεται να επανεκλεγεί για τρίτη συνεχόμενη φορά.
Στη συνέχεια, το πιθανότερο είναι οι στρατιωτικές ασκήσεις να δώσουν τη θέση τους σε μεγάλη γκάμα οικονομικών και διπλωματικών κινήσεων της κινεζικής ηγεσίας, με στόχο τόσο την Ταϊβάν, όσο και τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Η ΛΔΚ έχει ήδη εξαγγείλει μια σειρά από αντίποινα ως προς τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, όπως είναι η διακοπή διαλόγου με την Ουάσινγκτον σε θέματα ασφαλείας, αλλά και σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η δε Ταϊβάν θα υποστεί οικονομικές κυρώσεις που θα τη φέρουν σε δύσκολη θέση λόγω της εξάρτησής της από την αγορά της Κίνας.
Τί θέλει η ίδια η Ταϊβάν;
Εν τέλει, όμως, οι σχέσεις Πεκίνου-Ταϊπέι δεν καθορίζονται μόνο από τη σινο-αμερικανική αντιπαράθεση ή τις επιχειρησιακές και ευρύτερες πολιτικο-οικονομικές διαστάσεις μιας ενδεχόμενης επίθεσης του ΛΑΣ στην Ταϊβάν. Σημαντική παράμετρος σ’αυτήν τη σύνθετη εξίσωση είναι και η ίδια η Ταϊβάν, με 23 εκατομμύρια κατοίκους, δημοκρατικό πολίτευμα και πολύ προηγμένη οικονομία. Εδώ και μια τριακονταετία περίπου συντελούνται βαθιές αλλαγές στην ίδια την κοινωνία της αυτόνομης νήσου, με αποτέλεσμα να διευρύνεται συνεχώς το ψυχικό χάσμα ανάμεσα στην Ταϊβάν και την ηπειρωτική Κίνα.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο της Κίνας και επί μισό αιώνα περίπου η νήσος κυβερνήθηκε με σιδηρά πυγμή από τον ηττημένο Chiang Kai-shek και το Κινεζικό Εθνικιστικό Κόμμα (Kuomintang – KMT), με διακηρυγμένο στόχο την επανένωση με τη ΛΔΚ. Ωστόσο, το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) της νυν προέδρου Tsai Ing-wen φαίνεται να έχει πιο ισχυρά ερείσματα και εκφράζει τμήματα της κοινωνίας με εθνική συνείδηση διαφορετική από την κινεζική. Στα 26 χρόνια μετά τις πρώτες ελεύθερες προεδρικές εκλογές του 1996, το ΚΜΤ είχε την εξουσία επί 12 χρόνια και το DPP επί 14, μέχρι στιγμής. Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, έως και τα δύο τρίτα των πολιτών αυτοπροσδιορίζονται ως “Ταϊβανέζοι”, ενώ λιγότεροι από 30% επιλέγουν τη διπλή ταυτότητα των Ταϊβανέζων/Κινέζων. Ως Κινέζοι αυτοπροσδιορίζεται ένα πενιχρό 2%.
Οι σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι χειροτέρεψαν αισθητά μετά τις αναταραχές στο Χονγκ Κονγκ το 2019 και την κατ’ουσίαν – παρότι όχι επισήμως – ακύρωση του δόγματος “μια χώρα, δύο συστήματα” από τις κινεζικές αρχές. Η υπαγωγή του μέχρι πρότινος αυτόνομου και φιλελεύθερου θύλακα στη δικαιοδοσία του Πεκίνου αποτέλεσε την ταφόπλακα στα σχέδια για ειρηνική επιστροφή της Ταϊβάν στον κορμό της ΛΔΚ με ξεχωριστό καθεστώς. Το άδοξο τέλος του δόγματος “μία χώρα, δύο συστήματα” ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους για τη θριαμβευτική επανεκλογή της νυν προέδρου Tsai Ing-wen τον Ιανουάριο του 2020.
Νομοτελειακή η επιδείνωση της κρίσης;
Όλα δείχνουν ότι η κρίση αυτή και διάρκεια θα έχει και ευρύτερες διαστάσεις ενδέχεται να προσλάβει. Ο αδιαπραγμάτευτος στόχος του Πεκίνου να προσαρτήσει την Ταϊβάν αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στο αφήγημα του ΚΚΚ για αναγέννηση του κινεζικού έθνους. Δεδομένης, δε, της οικονομικής επιβράδυνσης της ΛΔΚ, η ηγεσία της χώρας έλκεται ολοένα και περισσότερο από εθνικιστική ρητορική. Και όσο η Ταϊβάν δείχνει να απομακρύνεται από το όραμα του Πεκίνου για επανένωση, τόσο πιο πιθανό προβάλλει το ενδεχόμενο να επιχειρηθεί η κατάληψή της με στρατιωτικά μέσα.
Φαίνεται, λοιπόν, πως η εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης στο πολύπλοκο αυτό θέμα θα είναι εξαιρετικά δύσκολη και πολλαπλασιάζονται τα σενάρια για πολεμική σύγκρουση στην περιοχή. Δεν λείπουν και εκτιμήσεις για τον πιθανό χρόνο μιας απόβασης των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων στην Ταϊβάν, μια και η αποφασιστικότητα του Πεκίνου δεν αμφισβητείται. Οι απόψεις των δυτικών αναλυτών ποικίλλουν και παραπέμπουν σε διάστημα λίγων ετών από τώρα έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας.
Μένει να αποδειχθεί κατά πόσο οι εκτιμήσεις αυτές είναι ακριβείς. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η επιτυχία του ΛΑΣ ενάντια στην καλά εξοπλισμένη Ταϊβάν, ούτε μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια οι διεθνείς επιπτώσεις μιας τέτοιας σύρραξης. Αλλά η σταθερή επιδείνωση των σινο-αμερικανικών σχέσεων, όπως και η σημασία που αποδίδει το Πεκίνο στην “εθνική ολοκλήρωση” της Κίνας, ολοένα και περισσότερο υπογραμμίζουν τη διολίσθηση προς την προοπτική επίθεσης στην Ταϊβάν παρά της ειρηνικής επανένωσής της με τη ΛΔΚ. Μια προοπτική πολύ πιθανή, αν όχι νομοτελειακή, σε βάθος χρόνου.
* Ερευνητής, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)