«Ορθώνοντας» το πολιτικό Ισλάμ έναντι του κεμαλισμού και διολισθαίνοντας προοδευτικά στον αυταρχισμό, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιβεβαιώνεται με κάθε τρόπο πως έπειτα από 20 χρόνια κυριαρχίας έχει αφήσει το στίγμα του όσο ουδείς άλλος μετά τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, αναμορφώνοντας ριζικά μία χώρα όπου η ισλαμική ταυτότητα και ο «νέος Αιώνας» της Τουρκικής Δημοκρατίας διαφαίνεται ότι ίσως τελικά βάρυναν περισσότερο από την παραπαίουσα οικονομία στην κάλπη της 14ης Μαΐου.
Κόντρα στις προγνώσεις περί τέλους εποχής και παρά το γεγονός ότι ήλθε πράγματι ενώπιον της πιο σκληρής μάχης της πορείας του, ο Ερντογάν αντιπαρήλθε της πολιτικής φθοράς μίας 20ετίας και παραμένει ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας.
Μπορεί για πρώτη φορά από το 2014 και την άμεση εκλογή προέδρου να μην αναδείχθηκε θριαμβευτής από τον πρώτο γύρο, όμως ο ίδιος βρίσκεται καθ’ οδόν προς την 28η Μαΐου με ισχυρό αριθμητικό και ψυχολογικό πλεονέκτημα έναντι της αντιπολίτευσης, και η διαφαινόμενη επανεκλογή του θα έλθει ως επιστέγασμα μίας πορείας προς τον αυταρχισμό, την ώρα που η ίδια η τουρκική κοινωνία έχει απομακρυνθεί τα τελευταία χρόνια από τη Δύση, με τον πρόεδρό της να επενδύει πολιτικά στην αντιδυτική ρητορική και τον εθνικισμό.
Στη βουλευτική κάλπη η συμμαχία του με τους εθνικιστές του Ντεβλέτ Μπαχτσελί εξήλθε ήδη νικήτρια.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξεκίνησε ως μεταρρυθμιστής, με μεγαλύτερο μάλλον επίτευγμά του να «ξηλώσει», ή τουλάχιστον να θέσει υπό αμφισβητήση, το μιλιταριαστικό κοσμικό κατεστημένο της κεμαλικής κληρονομιάς. Επιβλήθηκε μεθοδικά, αλώνοντας του πυλώνες του κεμαλικού κράτους: Αρχικά την ανώτατη Παιδεία με την κατάργηση της απαγόρευσης της ισλαμικής μαντήλας, στη συνέχεια το δικαστικό σύστημα για να φτάσει στον τελικό στόχο να αποδυναμώσει την επιρροή του στρατού.
Στα πρώτα χρόνια «άνοιξε» την οικονομία σε ξένα κεφάλαια, προωθώντας δικαιώματα και ελευθερίες, και στηρίζοντας την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην αρχή η Δύση «έβλεπε» μία Τουρκία υπό τον Ερντογάν ως ένα «μείγμα» Ισλάμ και Δημοκρατίας που θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει πρότυπο για τα κράτη της Μέσης Ανατολής κόντρα στην απολυταρχία. Όμως, δύο δεκαετίες αργότερα ο 69χρονο Ερντογάν βρέθηκε να συμβολίζει ο ίδιος τον αυταρχισμό και τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση.
Σημείο καμπής για τη στροφή προς τον αυταρχισμό αποτέλεσαν η «εξέγερση του Πάρκου Γκεζί» το 2013 και η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 -καταστολή, εκκαθαρίσεις σε δημόσια διοίκηση, δικαστικό σώμα και στράτευμα, περιστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σταθερή απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και τις αρχές του Κράτους Δικαίου.
Μακρινή ανάμνηση έφθασαν να αποτελούν επίσης τα πρώτα «χρυσά χρόνια» επί Ερντογάν στο πεδίο της οικονομίας, με τα έργα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης και τη διεύρυνση της συντηρητικής θρησκευόμενης μεσαίας τάξης. Πληθωρισμός στο «κόκκινο» και κρίση ακρίβειας «συνόδευσαν» τις κάλπες της 14ης Μαΐου, οι οποίες στήθηκαν μόλις τρεις μήνες μετά την τραγωδία του Φεβρουαρίου. Όμως, δεν επέφεραν την πτώση του.
Η δεινή κατάσταση της οικονομίας ήταν από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησε το Νοέμβριο του 2002 το ίδιο το ισλαμικών καταβολών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να κατακτήσει για πρώτη φορά την πλειοψηφία στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, επισφραγίζοντας τη διαρκή άνοδο του πολιτικού Ισλάμ την ταραχώδη δεκαετία του 1990. Το AKP κατόρθωσε έκτοτε να έλθει πρώτο κόμμα σε έξι βουλευτικές εκλογές από το 2002 έως το 2018 (και στην κάλπη της 14ης Μαΐου 2023), ενώ ο Ερντογάν έχει διατελέσει τρεις φορές πρωθυπουργός από το 2003 και διεκδικεί με δυναμική την 28η Μαΐου μία τρίτη συναπτή προεδρική θητεία.
Αφετηρία στην πορεία πολιτικής ανόδου του Ερντογάν ήταν η εκλογή του στη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης το 1994, ως υποψήφιος του ισλαμιστικού Κόμματος Ευημερίας του Νετζμετίν Ερμπακάν. Επί θητείας του το κόμμα κρίθηκε παράνομο από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας, ενώ ο ίδιος ωθήθηκε σε παραίτηση (το 1997) και καταδικάστηκε σε τετράμηνη φυλάκιση και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων λόγω δημόσιας ανάγνωσης ποιήματος του Τούρκου εθνικιστή ποιητή Ζιγιά Γκιοκάλπ, το οποίο θεωρήθηκε ότι υπέκρυπτε απειλητικά μηνύματα κατά του κοσμικού κράτους και υποκινούσε σε θρησκευτικό μίσος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποχώρησε από το Κόμμα Ευημερίας, μαζί με έτερα μέλη της μεταρρυθμιστικής του πτέρυγας, και την 14η Αυγούστου 2001 παρουσίασε τη νέα του «πρόταση». Μόλις ένα χρόνο μετά την ίδρυσή του, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) αναδείχθηκε σε πρώτη κοινοβουλευτική δύναμη, αλλά ο ίδιος ο Ερντογάν χρειάστηκε να περιμένει έως τις 14 Μαρτίου 2003 για να αναλάβει την πρωθυπουργία (διαδεχόμενος τον Αμπντουλάχ Γκιουλ), όταν πια είχε «ανακτήσει» τα πολιτικά του δικαιώματα.
Ακολουθώντας φιλοευρωπαϊκή πορεία, η Τουρκία του Ερντογάν αρχίζει το 2015 διαπραγματεύσεις με στόχο την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την υιοθέτηση σειράς θεσμικών μεταρρυθμίσεων -πορεία που ο ίδιος ανέκοψε.
Οι βουλευτικές εκλογές του 2007 βρίσκουν τον Ερντογάν να επανεκλέγεται με ποσοστό 46,6%· το 2010 κερδίζει το κρίσιμο δημοψήφισμα για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που περιορίζουν τις εξουσίες του δικαστικού σώματος και του στρατού, και ανοίγουν το δρόμο στην εκλογή προέδρου από το λαό και όχι την Εθνοσυνέλευση, ενώ το 2011 ακολουθεί η θριαμβευτική επανεκλογή του στις βουλευτικές κάλπες με ποσοστό της τάξεως του 49,8%.
Και καθώς είχαν ήδη δυναμώσει οι φωνές ότι ο Ερντογάν στρεφόταν όλο και περισσότερο προς τον αυταρχισμό, η «εξέγερση του πάρκου Γκεζί» το 2013 ήλθε να σημάνει τη μεγαλύτερη αμφισβήτηση της εξουσίας του από τον τουρκικό λαό.
Οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν με αφορμή τα σχέδια ανάπλασης του δημόσιου πάρκου στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης έλαβαν μαζικές διαστάσεις με τον Ερντογάν να «απαντά» με άγρια καταστολή. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους αστυνομικούς και τους διαδηλωτές είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο οκτώ ανθρώπων και τον τραυματισμό περισσότερων από 8.000. Τα σχέδια που είχε εγκρίνει ο Ερντογάν για την κατασκευή αναπαράστασης οθωμανικών στρατώνων εγκαταλείφθηκαν έπειτα από μήνες διαδηλώσεων.
Στις 17 Δεκεμβρίου του 2013 ο Ερντογάν και ο στενός του κύκλος, δέχθηκαν ισχυρότατο πλήγμα καθώς ξεκίνησε εισαγγελική έρευνα για τεράστια σκάνδαλα διαφθοράς που άγγιζαν όχι μόνο υπουργούς του, αλλά ακόμη και την ίδια την οικογένειά του. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ερντογάν αισθάνθηκε ότι απειλείται με ανατροπή εκ των έσω και συγκεκριμένα από μηχανισμούς τους κράτους που ελέγχονταν από το φιλικό επί μακρόν κίνημα του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν.
Το 2014 ο Ερντογάν έγινε ο πρώτος πρόεδρος που εξελέγη με την ψήφο του τουρκικού λαού (52,59%), δρομολογώντας ήδη από τότε τη συνταγματική μεταρρύθμιση για τη μετατροπή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε προεδρικό σύστημα και την εγκαθίδρυση επί της ουσίας «ενός ανδρός αρχή».
O στόχος επετεύχθη με το δημοψήφισμα του 2017 και το προεδρικό σύστημα τέθηκε σε ισχύ το 2018 μετά την επανεκλογή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με ποσοστό 52,59% των ψήφων. Στις βουλευτικές κάλπες του ίδιου έτους, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) κατέκτησε επίσης την πλειοψηφία, έχοντας συμμαχήσει ήδη από το 2015 με το κόμμα Εθνικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Η στροφή προς τον απολυταρχισμό κορυφώθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, την οποία ο Ερντογάν επέρριψε σε υποστηρικτές του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ Φετουλάχ Γκουλέν. Η κυβέρνησή του επιδόθηκε σε ένα πρωτοφανές μαζικό κύμα εκκαθαρίσεων στη δημόσια διοίκηση, κυβερνητικές υπηρεσίες, σχολεία και πανεπιστήμια και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Μαζικές συλλήψεις και δίκες, φίμωση μέσων ενημέρωσης και μη κυβερνητικών οργανώσεων σε ένα σκληρό κύμα καταστολής που «επεκτάθηκε» σε Κούρδους βουλευτές και δημοσιογράφους.
Σημαντικότερη όμως στροφή του Ερντογάν μετά το 2016 έγινε στην εξωτερική πολιτική. Η αντιδυτική ρητορική του, που μέχρι τότε αφορούσε στο να «χαλυβδώσει» τη συνοχή ενός ακροατηρίου γαλουχημένου από τα εθνικά ιδεώδη, έγινε πλέον κεντρική πολιτική γραμμή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, με την Τουρκία να εμφανίζεται πλέον περισσότερο ως μία χώρα της Μέσης Ανατολής και λιγότερο ως ένας αξιόπιστος σύμμαχος της Δύσης, με ευρωπαϊκές φιλοδοξίες. Τα πολεμικά μέτωπα στα οποία ενεπλάκη στη Συρία, τη Λιβύη, το Ιράκ και τον Καύκασο, αλλά και οι εντάσεις που προκάλεσε στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο την έφεραν σε πορεία σύγκρουσης με τον άλλοτε στενό της σύμμαχο, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 2019, έμελλε να είναι επίσης σημαδιακό για τον Ερντογάν, καθώς για πρώτη φορά η πολιτική φθορά του αποτυπώθηκε στην κάλπη. Στις τοπικές εκλογές έχασε το κόμμα του τον δήμο της Κωνσταντινούπολης. Ο Εκρέμ Ιμάμογλου του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), αναδείχθηκε νικητής σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις, αφού η πρώτη εκλογή του αμφισβητήθηκε από την κυβέρνηση με διάφορες τεχνικής φύσεως νομικές μεθοδεύσεις. Ήταν η πρώτη φορά σε 25 χρόνια που το ΑΚΡ έχανε τον μεγαλύτερο δήμο της χώρας, από τον οποίο μάλιστα ξεκίνησε ο ίδιος ο Ερντογάν τον 20ετή πολιτικό θρίαμβό του, έχοντας πολλάκις δηλώσει και ο ίδιος ότι όποιος ελέγχει την Κωνσταντινούπολη, ελέγχει ολόκληρη τη χώρα.
Κουβαλώντας το βάρος μίας ταραχώδους ιστορικής πορείας, ο Ερντογάν έδωσε σκληρή μάχη για να μην αποτελέσει η 14η Μαΐου το κύκνειο άσμα του, μπροστά σε μία ετερόκλητη μεν, ενωμένη δε, απέναντί του αντιπολίτευση με υποψήφιο τον αρχηγό του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Καθ’ οδόν προς τις κάλπες πρόταξε τα έργα και το όραμα του «νέου Αιώνα» της Τουρκίας, με έμφαση στην αμυντική βιομηχανία, και οδήγησε στα άκρα τη σύγκρουση με τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, κατηγορώντας τον ότι είναι «άπιστος», στηρίζει την«τρομοκρατία» του PKK, είναι «υποχείριο» των Ηνωμένων Πολιτειών και «δούρειος ίππος» της Δύσης, μέχρι και ότι «εμπλέκεται» στην απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, που η κυβέρνηση Ερντογάν «χρεώνει» στον αυτοεξόριστο στην Πενσιλβάνια Φετουλάχ Γκουλέν και τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το αφήγημα περί «απόπειρας πολιτικού πραξικοπήματος» της Δύσης συνόδευσε την προεκλογική εκστρατεία Ερντογάν, ο οποίος έλαβε περίπου ως «δώρο» τα δημοσιεύματα του δυτικού Τύπου που καλούσαν τους πολίτες της Τουρκίας να ψηφίσουν υπέρ της Δημοκρατίας. Η συμμαχία υπό τον αλεβίτη Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος διέθετε και την ανοιχτή στήριξη του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP) διέψευσε τις προσδοκίες, και ο εθνικισμός βγήκε αλώβητος. Το βλέμμα όλων στρέφεται τώρα στις 28 Μαΐου, όπου και παραπέμπεται το διακύβευμα.
Μία νίκη Ερντογάν προοιωνίζεται συνέχιση και περαιτέρω εδραίωση της δοκιμασμένης «συνταγής» του αυταρχισμού, «κάτι σαν δικτατορία» όπως προειδοποιεί ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος από πλευράς του δεσμεύεται ότι θα αποκαταστήσει το Κράτος Δικαίου και θα καταργήσει την «ενός ανδρός αρχή», ενώ παράλληλα θα επαναφέρει στις ράγες τις σχέσεις με τη Δύση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και θα «υπενθυμίσει» στη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν ότι η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ.
Διαβάστε επίσης
Τουρκία: Η ακροβασία μεταξύ Ανατολής - Δύσης συνεχίζεται
Ερντογάν: Διέψευσε τις δημοσκοπήσεις, ετοιμάζεται για τρίτη δεκαετία εξουσίας
Εκλογές στην Τουρκία: Αντέχει ο Ερντογάν, «λυγίζει» η οικονομία - Τι λένε οι αναλυτές
Η επικράτηση Ερντογάν, το πιθανότερο σενάριο
Εκλογές Τουρκία: Η βραδιά - «θρίλερ» που οδηγεί στον δεύτερο γύρο