Ο Ρόμπερτ Φίλιπ Χάνσεν, ο οποίος έλαβε πληρωμές ύψους 1,4 εκατ. δολ. σε μετρητά και διαμάντια για τις πληροφορίες που έδωσε στη Σοβιετική Ένωση και τη Ρωσία, πέθανε σε ηλικία 79 ετών, ανακοίνωσε το Ομοσπονδιακό Γραφείο Φυλακών.
Ο Χάνσεν βρισκόταν υπό κράτηση στις φυλακές Florence ADMAX του Κολοράντο από τις 17 Ιουλίου του 2002.
«Τη Δευτέρα, 5 Ιουνίου 2023, περίπου στις 6:55 π.μ., ο κρατούμενος Ρόμπερτ Χάνσεν βρέθηκε αναίσθητος στο σωφρονιστικό κατάστημα των Ηνωμένων Πολιτειών Florence ADMAX στο Φλόρενς του Κολοράντο», αναφέρεται σε ανακοίνωση του Ομοσπονδιακού Γραφείου Φυλακών.
«Το προσωπικό που ανταποκρίθηκε ξεκίνησε αμέσως μέτρα διάσωσης της ζωής. Το προσωπικό ζήτησε ιατρικές υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης (EMS) και οι προσπάθειες διάσωσης συνεχίστηκαν».
«Ο Φ. Χάνσεν κηρύχθηκε στη συνέχεια νεκρός από το προσωπικό του ΕΚΑΒ», ανέφερε η ανακοίνωση.
Το 2001, ο Χάνσεν δήλωσε ένοχος για 15 κατηγορίες κατασκοπείας και συνωμοσίας με αντάλλαγμα η κυβέρνηση να μην ζητήσει τη θανατική ποινή. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής.
Οι ανακριτές τον κατηγόρησαν ότι εξέθεσε δεκάδες σοβιετικούς υπαλλήλους που εργάζονταν για τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάποιοι από τους οποίους εκτελέστηκαν. Μοιράστηκε λεπτομέρειες για διάφορες τεχνικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ, όπως υποκλοπές και παρακολουθήσεις.
Και έδωσε στους Σοβιετικούς τα σχέδια των ΗΠΑ για το πώς θα αντιδρούσαν σε σοβιετική πυρηνική επίθεση, τόσο για την προστασία κορυφαίων κυβερνητικών αξιωματούχων όσο και για τα αντίποινα σε τέτοια επίθεση.
Η υπόθεση Χάνσεν συγκλόνισε την κοινότητα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, αποκαλύπτοντας σημαντικές αδυναμίες στον τρόπο με τον οποίο το FBI και άλλες υπηρεσίες ελέγχουν όσους έχουν πρόσβαση στα μυστικά του έθνους.
Μετά την αποκάλυψη της προδοσίας του Χάνσεν, οι ερευνητές έμαθαν ότι είχε πλήρη πρόσβαση στα συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών του FBI και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και περνούσε ώρες ψάχνοντας απαρατήρητος για απόρρητες πληροφορίες.
Στα 25 χρόνια της θητείας του στο FBI, με πρόσβαση σε εξαιρετικά ευαίσθητες πηγές και μεθόδους σχετικά με τις προσπάθειες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που στόχευαν τη Σοβιετική Ένωση και τη Ρωσία, ο Χάνσεν δεν είχε υποβληθεί ποτέ σε εξέταση με πολυγράφο.
Μετά την υπόθεση Χάνσεν, το FBI προχώρησε στην ενίσχυση των λεγόμενων προγραμμάτων του για τις εσωτερικές απειλές που αποσκοπούν στη διαφύλαξη των μυστικών του έθνους, ελέγχοντας στενά τα οικονομικά και τα ταξίδια του προσωπικού με πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες και αυξάνοντας τη χρήση πολυγράφων για την τακτική αξιολόγηση των υπαλλήλων ως προς τη συνεχή πίστη και καταλληλότητα.
Πριν αποκαλυφθεί ο Χάνσεν, ο τότε διευθυντής του FBI Ρόμπερτ Μιούλερ δήλωσε ότι «η ασφάλεια δεν αποτελούσε βασική προτεραιότητα. Δεν υπήρχε τμήμα ασφαλείας. Το FBI δεν είχε αρκετή τεχνογνωσία. Κινηθήκαμε για να το αντιμετωπίσουμε αυτό».
Κατάσκοπος για 15 χρόνια
Ο Χάνσεν άρχισε να κατασκοπεύει για τη Σοβιετική Ένωση το 1979, τρία χρόνια αφότου εντάχθηκε στο FBI ως ειδικός πράκτορας.
Ο αξιωματικός της αντικατασκοπείας εργάστηκε ως κατάσκοπος για σχεδόν 15 χρόνια, κατά τη διάρκεια μερικών από τις πιο κρίσιμες περιόδους για τις σχέσεις των ΗΠΑ και της Ρωσίας και συνεχίζοντας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Έκανε μια παύση από την κατασκοπεία για τέσσερα χρόνια τη δεκαετία του 1980, αφού πείστηκε από τη σύζυγό του, Μπόνι.
Σε επιστολή που φέρεται να έγραψε ο Χάνσεν στους Ρώσους, ανέφερε ότι εμπνεύστηκε ως έφηβος από τα απομνημονεύματα του Βρετανού διπλού πράκτορα Κιμ Φίλμπι.
«Αποφάσισα αυτή την πορεία όταν ήμουν 14 ετών», αναφέρει η επιστολή που παρατίθεται στην ένορκη κατάθεση του FBI. «Είχα διαβάσει το βιβλίο του Φίλμπι. Τώρα αυτό είναι τρελό, ε!»
Το FBI άρχισε να παρακολουθεί τον Χάνσεν το 2000, αφού τον αναγνώρισε από ένα δακτυλικό αποτύπωμα και από μια μαγνητοφωνημένη ταινία που του παρείχε ένας δυσαρεστημένος πράκτορας των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών.
Αφού συνελήφθη το 2001, ο Χάνσεν είπε στους Αμερικανούς ανακριτές του: «Θα μπορούσα να ήμουν καταστροφικός κατάσκοπος, νομίζω, αλλά δεν ήθελα να είμαι καταστροφικός κατάσκοπος. Ήθελα να πάρω λίγα χρήματα και να ξεφύγω από αυτό».
Ο Χάνσεν ζήτησε συγγνώμη για τις πράξεις του κατά τη διάρκεια της καταδίκης του το 2002. «Ντρέπομαι γι' αυτό. Πέρα από την παρανομία του, διέρρηξα την εμπιστοσύνη τόσων πολλών ανθρώπων. Ακόμη χειρότερα, άνοιξα την πόρτα για συκοφαντίες εναντίον της εντελώς αθώας συζύγου μου και των παιδιών μας. Τους πλήγωσα βαθιά. Έχω πληγώσει βαθιά τόσους πολλούς», δήλωσε.