Ο γερμανικός Τύπος αναρωτιέται αμήχανα «μήπως μπλοφάρουν τελικά η Ουγγαρία και η Πολωνία;» για το μπλοκάρισμα του Ταμείου Ανάκαμψης και του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Το σίγουρο είναι πως το βέτο φέρνει τις δυο χώρες αντιμέτωπες με όλες τις άλλες και απειλεί να βυθίσει την Ευρώπη σε πολιτική και οικονομική κρίση εν μέσω έξαρσης της πανδημίας.
Τι μπορεί να σταματήσει τις αυταρχικές κυβερνήσεις των δυο χωρών; Μόνο η πολιτική θέληση των Ευρωπαίων ηγετών. Και ειδικά της Γερμανίας!
Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χάικο Μάας δήλωσε πεπεισμένος ότι μία λύση θα βρεθεί σύντομα για να αρθεί το αδιέξοδο. Ωστόσο, η κατάσταση δείχνει να είναι αρκετά πιο περίπλοκη.
Στη ζυγαριά μπαίνουν για την Ευρώπη από τη μια η ακλόνητη υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου, που συστηματικά καταπατούν Πολωνία και Ουγγαρία, κι από την άλλη το πακέτο «επιβίωσης» από τη λαίλαπα της πανδημίας, συνολικού ύψους 1,8 τρισ. ευρώ (Ταμείο Ανάκαμψης και Οικονομικό Πλαίσιο της Ένωσης για το διάστημα 2021-2027).
Η Γερμανία, η οποία έχει και την ευρωπαϊκή προεδρία ως το τέλος της χρονιάς, πασχίζει να βρει έναν συμβιβασμό πριν τη Σύνοδο των ηγετών την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου. Και είναι δύσκολο να δούμε τους Ευρωπαίους ηγέτες να ενδίδουν στην πίεση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Ο Αυστριακός καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς δήλωσε ότι «η τήρηση των αρχών του Κράτους Δικαίου είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα». Η Ολλανδία, επίσης, αναμένεται να τηρήσει σκληρή γραμμή, ειδικά από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε δεν είχε καθόλου ενθουσιαστεί με την ιδέα να εκδώσει η Ευρώπη κοινό χρέος για να χρηματοδοτήσει το πακέτο ανάκαμψης.
Τελικά, πέφτει στην Άνγκελα Μέρκελ η ευθύνη είτε να ενδώσει στην Πολωνία και την Ουγγαρία, είτε να τις συνετίσει.
Η Γερμανίδα καγκελάριος αποφεύγει συστηματικά να κατηγορήσει ανοιχτά τη Βουδαπέστη και τη Βαρσοβία, μια υπερβολικά ανεκτική, αν όχι χαριστική, στάση που αξιοποιούν στο έπακρο οι δυο χώρες.
Ο ένας λόγος είναι οι ισχυροί οικονομικοί δεσμοί και η επιρροή γερμανικών επιχειρήσεων, που έχουν μεγάλες επενδύσεις και στις δυο χώρες. Ο άλλος λόγος είναι πολιτικός κι έχει βαθύ ιστορικό «υπόστρωμα». Η Μέρκελ δεν θέλει να κατηγορηθεί η Γερμανία ότι κάνει bullying στους ανατολικούς γείτονές της.
Παρά την επαναλαμβανόμενη αντιγερμανική ρητορική του εθνολαϊκιστικού κυβερνώντος κόμματος της Πολωνίας, η Μέρκελ έχει δουλέψει σκληρά για να κρατήσει ανοιχτούς τους διαύλους με τη Βαρσοβία. Το ίδιο και με τη Βουδαπέστη.
Ένας συμβιβασμός, όμως, πάνω στην αρχή του Κράτους Δικαίου, για χάρη των καλών σχέσεων του Βερολίνου, θα αποτελεί ιστορικό πλήγμα για ολόκληρη την Ευρώπη. Βραχυπρόθεσμα θα είναι μια λάθος και μυωπική πολιτική, μακροπρόθεσμα θα αποτελέσει μια στρατηγική αδυναμία με τεράστιο κόστος. Μια σαφή υπονόμευση σε θεμελιώδεις αξίες πάνω στις οποίες έχει χτιστεί όλο το οικοδόμημα της ΕΕ.
Επιπλέον, αν η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν υποστούν κυρώσεις για τη ναρκοθέτηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, τότε θα είναι σαν η ΕΕ να ανάβει αυτόματα το πράσινο φως σε άλλα κράτη - μέλη για να αμφισβητήσουν κι αυτά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ή να ενθαρρύνουν τη διαφθορά.
Υπήρχαν ελπίδες ότι εδώ που φτάσαμε, η πανδημία θα είχε καταφέρει να δώσει ήδη στην Ευρώπη την ενότητα, την αλληλεγγύη και τη στρατηγική προοπτική, που χρειαζόταν επί δεκαετίες. Το τεράστιο πακέτο ανάκαμψης που συμφωνήθηκε τον Ιούλιο είχε επιβεβαιώσει την εσωτερική αλληλεγγύη της ΕΕ.
Ακόμα, όμως, και αυτή η αλληλεγγύη απειλείται τώρα από κράτη - μέλη που πιστεύουν ότι το Κράτος Δικαίου μπορεί να «εξαγοραστεί» μέσω εκβιασμών.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η Γερμανία, όπως και όλες οι χώρες που υποστηρίζουν τον μηχανισμό του Κράτους Δικαίου, θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά τρόπους να παρακρατήσει ευρωπαϊκά χρήματα από επιδοτήσεις που έτσι κι αλλιώς πηγαίνουν στην Πολωνία και την Ουγγαρία.
Όσο η προεδρία της Γερμανίας πλησιάζει προς το τέλος της τον Δεκέμβριο, αυτή είναι η στιγμή της Μέρκελ να μπλοκάρει τον εκβιασμό και να υπερασπιστεί τους δημοκρατικούς θεσμούς σε Πολωνία και Ουγγαρία.
Είναι γνωστό ότι η στάση της Γερμανίας στο πακέτο για το Ταμείο Ανάκαμψης ήταν εξ’ αρχής διστακτική. Στη συνέχεια, υπό την αφόρητη πίεση της Γαλλίας, η Μέρκελ αποφάσισε να δώσει το ΟΚ. Για μια δεύτερη φορά τώρα η Γερμανίδα καγκελάριος οφείλει να φανεί αποφασιστική, σταματώντας τον εκβιασμό της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.