Του Δημήτρη Κ. Κατσούδα*
Η συζήτηση για το Ισλάμ και για τους αληθινούς ή υποθετικούς κινδύνους το οποίο αυτό αντιπροσωπεύει έχει ξεφύγει. Και όταν αυτό συμβαίνει σε κύκλους των οποίων οι πολιτικές αρχές δεν είναι συμβατές με τα φιλελεύθερα θεμέλια των κοινωνιών της Δύσης αυτό είναι κατανοητό. Όταν όμως αγγίζει και τους θεωρούμενους ως θιασώτες της ελευθερίας, μερικοί εκ των οποίων πέφτουν στον πειρασμό προτάσεων με στοιχεία ανελευθερίας, τότε πρέπει να κοντοσταθούμε και να σκεφτούμε το όλο ζήτημα πολύ σοβαρά.
Οι απόψεις και προτάσεις αυτού του τύπου προϋποθέτουν την παραδοχή ότι αφενός μεν το Ισλάμ είναι εγγενώς φονταμενταλιστικό - και ότι ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται συνολικά - αφετέρου δε ότι κάτι δεν πάει καλά με τις αρχές και τα μέσα που διαθέτουν οι Δυτικές κοινωνίες για την αντιμετώπιση τού φαινομένου. Ότι κάπου, κάπως, φταίνε οι φιλελεύθερες αρχές τής συγκρότησής τους οι οποίες επιτρέπουν στον ισλαμικό φονταμενταλισμό να τις θέτει σε κίνδυνο.
Στη σύντομη αυτή παρέμβασή μου θα αναφερθώ σε δυο θεμελιώδη ζητήματα τα οποία είναι δυστυχώς και τα δυο εν μέρει ιστορικής φύσεως: πρώτον, αποτέλεσε το Ισλάμ διαχρονικά χώρο μη ανοχής και έλλειψης πολιτισμού; Είναι, δηλαδή, το Ισλάμ εγγενώς φονταμενταλιστικό; Και, δεύτερον, με βάση ποιες αρχές και με τι μέσα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό;
Κατ' αρχάς να πούμε ότι οι φόβοι που εκφράζονται δεν είναι παράλογοι. Το πρόβλημα υφίσταται. Διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επί τμήματος του ισλαμικού κόσμου - και με αυτό εννοώ και τα πολυσχιδή παρακλάδια του εντός των Δυτικών κοινωνιών - συντελείται μια μεταστροφή προς τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 έχει εκλάβει για τη Δύση τον χαρακτήρα ορόσημου για την μεταστροφή αυτή λόγω του μεγέθους του χτυπήματος αλλά και λόγω της μακράς αλυσίδας αντιδράσεων (ιδίως επεμβάσεων) της ίδιας τής Δύσης σε μουσουλμανικές περιοχές. Οι απανταχού της Γης μουσουλμάνοι, τόσο σε ποσοτικές όσο και σε ποιοτικές (focus groups) έρευνες που έχουν διενεργηθεί εμφανίζονται ριζοσπαστικοποιημένοι σε ανησυχητικά ποσοστά: πολλοί αποδέχονται τα τρομοκρατικά χτυπήματα, άλλοι δηλώνουν ότι θα ήθελαν να επιβληθεί η Σαρία κλπ κλπ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αντιλήψεις αυτές των μουσουλμάνων παρουσιάζουν μια έξαρση την τελευταία δεκαπενταετία και ότι ουσιαστικά η αύξηση της απαξίωσής τους από τις Δυτικές κοινωνίες λόγω των τρομοκρατικών χτυπημάτων, της Αλ Κάιντα, του Ισλαμικού κράτους κ.λπ., κ.λπ. και η δική τους ριζοσπαστικοποίηση είναι μια αλληλοτροφοδοτούμενη διαδικασία. Αυτό κινδυνεύει να παρασύρει, αν δεν το έχει ήδη κάνει, σε ένα σπιράλ όξυνσης τόσο τον μουσουλμανικό όσο και τον Δυτικό κόσμο.
Αλλά είναι πια καιρός να απαντήσουμε στα δυο ερωτήματα που έθεσα πιο πάνω: είναι λοιπόν, ιστορικά, εγγενώς φονταμενταλιστικός ο ισλαμικός κόσμος; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, κρίνοντας από την ιστορία, είναι όχι.
Η ιστορική διαδρομή τού Ισλάμ δεν είναι ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο «επιθετική» από εκείνη τού «χριστιανικού» κόσμου. Το Ισλάμ αναμφιβόλως, από τον 6ο μ.Χ. αιώνα και μετά, επεκτάθηκε απότομα και επιθετικά στη Βόρειο Αφρική, τη Μέση Ανατολή, τμήμα της Ασίας, την Ευρώπη κλπ. Το ίδιο όμως και η Δύση από τον 11ο αιώνα μέχρι πρόσφατα. Ισλαμικές δυνάμεις κατέλαβαν εδάφη της ρωμαϊκής (βυζαντινής) αυτοκρατορίας. Δυτικές δυνάμεις «απάντησαν» με τις (εξαιρετικά βίαιες) σταυροφορίες ή, άσχετο με το Ισλάμ αυτό, κατέλαβαν τεράστιες περιοχές της Γης όπου εξολόθρευσαν τους αυτόχθονες πληθυσμούς.
Και υπάρχει το εξής παράδοξο: ενώ η χριστιανική θρησκεία είναι θεμελιακά πολύ πιο ανεκτική από τη μουσουλμανική, τα χριστιανικά κράτη επέδειξαν διαχρονικά πολύ λιγότερη ανοχή από ό,τι το Ισλάμ! Το Ισλάμ ανέχτηκε επί αιώνες τόσο τους χριστιανικούς όσο και τους εβραϊκούς πληθυσμούς στα εδάφη του. Διατήρησε τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Αλεξάνδρεια), τις Μονές, όπως (με σφραγίδα τού ίδιου τού Μωάμεθ) την Μονή τής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά την οποία μέχρι σήμερα προστατεύουν μουσουλμάνοι βεδουίνοι, κ.λπ. Μέχρι τις αρχές τού 20ου αιώνα το 20% τού πληθυσμού της Μέσης Ανατολής ήταν χριστιανικό. Οι Εβραίοι της Ισπανίας που διατάχθηκαν να αλλαξοπιστήσουν ή να εκπατριστούν βρήκαν καταφύγιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και έκαναν την Θεσσαλονίκη, κατά τον Μπεν Γκουριόν, «μάνα τού Ισραήλ». Οι Ρωμιοί της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπό τον Πατριάρχη τους, οργανώθηκαν σε «μιλιέτ» («έθνος») κ.ο.κ.
Τα αίτια τής πρόσφατης ριζοσπαστικοπίησης τού Ισλάμ δεν είναι λοιπόν, ιστορικά μιλώντας, εγγενή αλλά πολιτικά. Η απάντηση δια της συνολικής δαιμονοποίησής του δεν εξηγεί αλλά επιτείνει το πρόβλημα. Τα πολιτικά αίτια πρέπει να αναζητηθούν. Και να καταδειχθεί ότι η θρησκεία είναι το προκάλυμμα τού βίαιου φονταμενταλισμού, όχι η αιτία.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά στις δυτικές κοινωνίες: είναι αυτές φύσει αδύναμες λόγω της δημοκρατικής και με βάση την ανοχή (πρόσφατο χαρακτηριστικό τους, μόλις από τα τέλη τού 18ου αιώνα και τον διαφωτισμό) συγκρότησής τους;
Η απάντηση και στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι, νομίζω, αρνητική και πάλι: τίποτα δεν εμποδίζει ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος να εξασφαλίζει την προστασία του. Και, αν αγνοήσουμε την θορυβώδη εντύπωση που, δικαιολογημένα, μας κάνουν τα κατά καιρούς τρομοκρατικά χτυπήματα, οι εικόνες αποκεφαλισμών τού ISIS κ.λπ., την εξασφαλίζει. Μείζον χτύπημα δεν δεχτήκαμε από το 2001. Το Ισλαμικό Κράτος και η Αλ Κάιντα ουσιαστικώς εξολοθρεύθηκαν. Οι τρόποι και τα μέσα αντιμετώπισης της τρομοκρατίας βελτιώνονται συνεχώς.
Βαίνουν τα πάντα λοιπόν καλώς; Ασφαλώς όχι.
Διότι ούτε συνολική και μελετημένη αντιμετώπιση των πολιτικών προβλημάτων (που είναι αδύνατον να εκτεθούν εδώ) έχει επιχειρηθεί, ιδιαίτερα δε από την ΕΕ, ούτε υπάρχει συγκροτημένη (και, ναι, αυστηρή) ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική. Η Ευρώπη είναι χώρος ελευθερίας αλλά δεν μπορεί και να καταστεί χώρος εναπόθεσης όλης της παγκόσμιας δυστυχίας. Η δυστυχία αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί εκεί που υπάρχουν οι πηγές της κακοδαιμονίας.
Αλλά τα κριτήρια εισόδου, εργασίας κ.λπ. στην Ευρώπη δεν πρέπει να αφορούν όσους διαφέρουν λόγω θρησκείας. Η θρησκεία (η οποιαδήποτε θρησκεία) δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο αποκλεισμού. Αντίθετα, η μη αποδοχή των κανόνων συγκρότησης και λειτουργίας τού κράτους υποδοχής επιβάλλεται να αποτελεί κριτήριο αποκλεισμού.
Καταλήγοντας λέγω: δεν υπάρχει ιστορικά εγγενής λόγος δαιμονοποίησης οποιασδήποτε θρησκείας – ούτε τού Ισλάμ, που διετέλεσε επί μακρόν εντυπωσιακά ανεκτικό (δεδομένης τής τότε εποχής και των συνθηκών φυσικά!).
Και δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς αδύναμο και ανίκανο να ανταποκριθεί στις προκλήσεις στο σύγχρονο φιλελεύθερο δυτικό δημοκρατικό κράτος.
Αλλού είναι τα προβλήματα – που είναι μεν σοβαρά αλλά όχι τόσο θεμελιακά. Αλλά περί αυτών σε μια προσεχή ευκαιρία.
*Ο Δημήτρης Κ. Κατσούδας είναι νομικός και πολιτικός επιστήμων. Διετέλεσε διευθυντής δυο γνωστών φιλελελεύθερων «δεξαμενών σκέψης», τού ΚΠΕΕ («Κέντρο Πολιτικής Έρευνας και Επιμόρφωσης») και τού «Φόρουμ για την Ελλάδα» και είναι σήμερα εκτελεστικός αντιπρόεδρος του «Κέντρου Φιλελεύθερων μελετών (ΚΕΦΙΜ). Υπήρξε πολιτικός σύμβουλος και λογογράφος τού Κων/νου Μητσοτάκη και, μεταξύ άλλων, γ.γ. Ευρωπαϊκών Υποθέσεων τού ΥΠΕΞ.