Τις αποτελεσματικότερες κυβερνητικές πολιτικές, που μπορούν να κάνουν τη διαφορά στην επιτυχή διαχείριση των επιπτώσεων της πανδημίας στην αγορά εργασίας και την οικονομία ανέλυσε ο Όμιλος Adecco.
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα παγκόσμιας έρευνας με τίτλο «Comparing the outcome of Governments' response to Covid-19» ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας εξακολουθεί να σχετίζεται στενά με τη σοβαρότητα της κρίσης στη δημόσια υγεία, καθώς οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να περιορίσουν τις δραστηριότητες στη δημόσια ζωή και συνεπώς και την οικονομική δραστηριότητα, όταν αρχίζει να ασκείται σημαντική πίεση στα συστήματα υγείας. Παρόλα αυτά, αξίζει να αναφερθεί πως η προστασία του πληθυσμού με τις ανάλογες ενέργειες της πολιτείας, που στοχεύει στη μείωση των θανάτων, συμβάλλει μακροπρόθεσμα και στον περιορισμό τους αντίκτυπου στην οικονομία.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι χώρες με υψηλότερο αριθμό κρουσμάτων και ποσοστά θνησιμότητας αντιμετωπίζουν επίσης υψηλότερη πτώση του ΑΕΠ. Η ανάλυση των δεδομένων υποδεικνύει την ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του χαμηλότερου αριθμού κρουσμάτων και θανάτων με λιγότερες αρνητικές οικονομικές συνέπειες. Παρόλο που καμία χώρα δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αποφύγει κάποιου βαθμού οικονομικές επιπτώσεις, παρατηρείται μια συσχέτιση μεταξύ της διατήρησης του αριθμού κρουσμάτων σε χαμηλά επίπεδα και των μικρότερων οικονομικών επιπτώσεων.
Από τις 20 χώρες που μελετήθηκαν, 18 από αυτές παρείχαν κάποια μορφή υποστήριξης για την απασχόληση σε εθνικό επίπεδο. Ορισμένες κυβερνήσεις, όπως των ΗΠΑ, έλαβαν αποτελεσματικά μέτρα για τη δημιουργία ή τη διατήρηση ενός καλού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα τις καλές αποδόσεις του χρηματιστηρίου και την εμπιστοσύνη του επιχειρηματικού κόσμου. Από την άλλη πλευρά, η υποστήριξη σε ατομικό επίπεδο ήταν πολύ λιγότερο αποτελεσματική, οδηγώντας σε αυξημένη ανεργία και μειωμένη εμπιστοσύνη των καταναλωτών. 'Αλλες χώρες όπως η Ιταλία, επικεντρώθηκαν στην επένδυση σε μέτρα στήριξης των εργαζομένων ατομικά, με αποτέλεσμα τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Τα μέτρα σε αυτήν την περίπτωση ήταν πιο αποτελεσματικά για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κρίσης στα νοικοκυριά παρά στον επιχειρηματικό κόσμο. Και οι δύο προσεγγίσεις αποφέρουν αποτελέσματα τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Μένει να φανούν και να αξιολογηθούν οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις.
Καθώς η υγεία και η ασφάλεια των εργαζομένων αποτελούν το καθοριστικό σημείο αναφοράς για όλους αυτήν την περίοδο, γίνεται ολοένα και πιο εμφανές ότι κάθε εβδομάδα που περνάει χωρίς σημαντική οικονομική δραστηριότητα αυξάνει εκθετικά τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες, υποδαυλίζοντας σημαντικά τη συνολική δυναμική της προσδοκώμενης οικονομικής ανάκαμψης.
Συνολικά, τα στοιχεία της έρευνας επιβεβαιώνουν εμφατικά ότι οι χώρες που έχουν υιοθετήσει ένα μοντέλο κοινωνικού διαλόγου βασισμένου στη διαπραγμάτευση και στη συναίνεση και όχι στη σύγκρουση ή την αντιπαράθεση βρίσκονται σε καλύτερη θέση ακόμη και εν μέσω αυτής της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά ζητήματα εμπιστοσύνης στις παρεμβάσεις της πολιτείας για την οικονομία και τον κόσμο της εργασίας, αλλά και σε ό,τι αφορά την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Τα στοιχεία αυτά είναι πολύ σημαντικά και ο συνδυασμός τους συμβάλλει αποφασιστικά στην επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.
Η μακροχρόνια διατήρηση της κυβερνητικής στήριξης προς τις εταιρείες και τους εργαζόμενους δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μία βιώσιμη λύση μελλοντικά και ιδιαίτερα μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης. Όλες οι χώρες χρειάζεται να διευκολύνουν και να προωθήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα την κινητικότητα στην αγορά εργασίας και την γρήγορη ανακατανομή των εργαζομένων που βρέθηκαν εκτός αγοράς σε νέες θέσεις, ώστε να επιτευχθεί η μεγιστοποίηση της απασχολησιμότητας και της αξιοποίησης όλων των διαφορετικών δεξιοτήτων. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, είναι απαραίτητο να μπει σε πρώτο πλάνο η συνολικότερη αναβάθμιση των δεξιοτήτων στη μεγαλύτερη μερίδα του εργατικού δυναμικού.
Η υποστήριξη της ανάπτυξης δεξιοτήτων και άλλα είδη ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας, όπως η ενίσχυση των προσλήψεων σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας και οι πολιτικές με προσανατολισμό την ενίσχυση της απασχολησιμότητας επιτρέπουν την ταχύτερη ανακατανομη των εργαζομένων που καταλάμβαναν θέσεις που πρόκειται να καταργηθούν σε θέσεις με καλύτερες προοπτικές στην αγορά εργασίας. Με την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων και την ανακατεύθυνση των προσλήψεων σε τομείς και υπηρεσίες που έχουν πραγματικά ανάγκη από εργατικό δυναμικό, ενισχύεται η απασχολησιμότητα των εργαζομένων και διευκολύνεται η πρόσβαση στην αγορά εργασίας.