Η ουκρανική κρίση αποτελεί σύμπτωμα των ευρύτερων πολιτικών που στοχεύουν στην αναθεώρηση της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Η Ρωσία και η Κίνα επιδιώκουν και προκαλούν τετελεσμένα, προκειμένου να ενισχύσουν την επιρροή τους σε περιφερειακό επίπεδο και ακολούθως να προβάλουν την ισχύ τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ζητούμενο και για τις δύο είναι η εξισορρόπηση της αμερικανικής ισχύος και φυσικά η αμφισβήτηση της μεταψυχροπολεμικής παγκόσμιας ηγεμονίας, ή έστω της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ.
Η Μόσχα έχει επιστρέψει στον χώρο του «εγγύς εξωτερικού», δηλαδή, στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, πολύ πιο ισχυρή σε σχέση με τη δεκαετία του ’90, και το Πεκίνο διεκδικεί πρόσβαση στις αγορές με τον «Δρόμο του Μεταξιού» και τον έλεγχο των φυσικών πόρων στη Νότια Σινική Θάλασσα. Φυσικά, δεν πρόκειται για αιφνιδιαστικές εξελίξεις, καθώς ο Ρώσος Πρόεδρος και ο Κινέζος ΓΓ έχουν ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας τοποθετηθεί επανειλημμένα τόσο ατομικά όσο και συντονισμένα για την ανάγκη αναθεώρησης της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής ασφάλειας, και την αντιμετώπιση των χωρών τους από τις ΗΠΑ ως ισότιμους συνομιλητές και διαχειριστές του διεθνούς συστήματος για την ειρήνη και την ασφάλεια.
Επιπλέον, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης θυμίζει εδώ και δύο δεκαετίες τη συναντίληψη και συνεργασία Μόσχας και Πεκίνου σε θέματα απειλών για τη διεθνή ασφάλεια, ενώ η πρόσφατη Κοινή Δήλωση Πούτιν-Σι Τζινπίνγκ αποτυπώνει την προσπάθεια να εννοιολογήσουν α-λα-σινορωσικά τους νομικούς και πολιτικούς όρους πάνω στους οποίους έχει θεμελιωθεί η μεταψυχροπολεμική διεθνής τάξη.
Μέσα σε αυτή την ευρύτερη εικόνα, τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία δεν ξαφνιάζουν. Η Ρωσία ελέγχει την Κριμαία και τις πλέον πυκνοκατοικημένες ρωσόφωνες περιοχές στην Ανατολική Ουκρανία από το 2014. Επομένως, η Μόσχα δεν έχει λόγο να προχωρήσει σε εισβολή. Άλλωστε, η περίπτωση της εισβολής είναι κόκκινη γραμμή για τις ΗΠΑ, προκειμένου, όχι βέβαια να εμπλακούν άμεσα στρατιωτικά, αλλά να επιβάλουν οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας. Όμως, η εισβολή δεν είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ένα ισχυρό κράτος μπορεί να κάμψει την αντίσταση του αντίπαλου και να επιτύχει τους στόχους του.
Το πιο πιθανό σενάριο, χωρίς να διεκδικούμε μερίδιο από τις προφητείες των δημοσιολογούντων, θα ήταν μια σειρά από πλήγματα σε βάρος κρίσιμων υποδομών που δεν απαιτούν την εμπλοκή των χερσαίων δυνάμεων Ρωσίας και Λευκορωσίας που έχουν περικυκλώσει την Ουκρανία. Τέτοια πλήγματα, περιλαμβάνουν κυβερνοεπιθέσεις, επιθέσεις με βαλλιστικούς πυραύλους και πυραύλους κρούζ, μη-επανδρωμένα αεροχήματα και προσωπικό από ιδιωτικές υπηρεσίες ασφάλειας που δε φέρουν διακριτικά των ρωσικών ένοπλων δυνάμεων και έχουν δοκιμαστεί από το 2014 σε Ουκρανία, Συρία και Λιβύη, κερδίζοντας το προσωνύμιο «μικρά πράσινα ανθρωπάκια».
Το βασικό ζητούμενο για τη Μόσχα είναι η ουδετεροποίηση της κυβέρνησης στο Κίεβο, ή ακόμη και η πτώση της σε περίπτωση που προκληθεί εξέγερση, προκειμένου να ελέγξει τη διάδοχη κατάσταση. Με άλλα λόγια, ο Ρώσος Πρόεδρος εφαρμόζει ακόμη μια φορά το Δόγμα Γερασίμωφ για να δημιουργήσει τετελεσμένα που θα οδηγήσουν όχι απλά σε ρωσική ανάμιξη στην Ουκρανία, αλλά στη «φινλανδοποίησή» της.
Αυτό πρακτικά δε συνεπάγεται μόνο τον de facto έλεγχο της ουκρανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και τον πλήρη έλεγχο της εσωτερικής πολιτικής και οικονομικής κατάστασης της Ουκρανίας. Επιπλέον, μια φιλορωσική κυβέρνηση στο Κίεβο, πιθανόν θα νομιμοποιήσει όσα έχει επιτύχει η Μόσχα στην Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία, και συνεπώς θα προσφέρει, έστω προσχηματικά, το απαραίτητο επιχείρημα για τη νομιμοποίηση των ρωσικών ενεργειών.
Η πολιτική της Ρωσίας απέναντι στην Ουκρανία, τη Συρία και τη Λιβύη αναδεικνύει ένα μοτίβο που συνδυάζει στρατιωτικές επιχειρήσεις με πλήγματα από απόσταση, μισθοφορικές και παραστρατιωτικές ένοπλες ομάδες και υβριδικές επιχειρήσεις που περιλαμβάνουν εκστρατείες παραπληροφόρησης, προπαγάνδα, δραστήρια δημόσια διπλωματία και κυβερνοεπιθέσεις.
Η κρίση στην Ουκρανία, λοιπόν, δε θα οδηγήσει σε Αρμαγεδδώνα, όπως ακριβώς ο Πόλεμος στην Κορέα και η Πυραυλική Κρίση στην Κούβα δεν οδήγησαν στον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βέβαια, η αναθεώρηση της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής ασφάλειας δε γίνεται σήμερα με τις παραδοσιακές ψυχροπολεμικές μεθόδους, αλλά διεξάγεται υβριδικά.
Πάντως, ο σκοπός παραμένει ίδιος: διεύρυνση των ζωνών επιρροής, δημιουργία κρατών-δορυφόρων στα σύνορα με κυβερνήσεις μαριονέτες που αντιγράφουν τα ανελεύθερα καθεστώτα που αυτο-αποκαλούνται δημοκρατίες στη λογική της «θεωρίας του ντόμινο», και τέλος «δίκαιο» μερίδιο και συναπόφαση στη διαχείριση του διεθνούς συστήματος.
Με αφορμή το μπρα-ντε-φερ στην Ουκρανία, φαίνεται ότι η διεθνής τάξη πραγμάτων παραμένει ρευστή και διαμορφώνεται ένα τρίπολο ισορροπίας ισχύος. Βέβαια, αυτό απομένει να αποδειχθεί μέσα από ευρύτερες συναινέσεις, εφόσον το διεθνές σύστημα δεν πολωθεί ανάμεσα στη Δύση και μια αντι-δυτική συμμαχία.
Τέλος, όσο η Ρωσία αλωνίζει στο αποκαλούμενο «εγγύς εξωτερικό» της και την Ανατολική Μεσόγειο, είναι πολύ χρήσιμο να αξιολογήσουμε τις προκλήσεις για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Την ειδική σχέση με τη Μόσχα που πρέπει να καλλιεργήσουμε προσεκτικά, ως αξιόπιστος συνομιλητής και χωρίς έκπτωση στις δεσμεύσεις μας, και την κατανόηση των υβριδικών πρακτικών που εφαρμόζει η Άγκυρα μιμούμενη τον αναθεωρητισμό της Μόσχας και του Πεκίνου.
*O Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ