Του Γιώργου Παυλόπουλου
Ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις. Επτά προαναγγελθείσες εκλογικές αναμετρήσεις για την ανάδειξη των νέων μελών στα κοινοβούλια ισάριθμων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Εσθονίας, Φινλανδίας, Βελγίου, Δανίας, Πορτογαλίας, Πολωνίας και, φυσικά, Ελλάδας. Άλλες τέσσερις που αφορούν στην εκλογή νέου προέδρου της δημοκρατίας -σε Σλοβακία, Λιθουανία, Κροατία και Ρουμανία. Και επιπλέον, τέσσερις χώρες στις οποίες η πιθανότητα να στηθούν κάλπες στη διάρκεια του 2019 είναι σχεδόν ίσες ή ακόμη και μεγαλύτερες από ό,τι για το αντίθετο -Σουηδία, Ισπανία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Αναμφίβολα, λοιπόν, το έτος που ξεκίνησε πριν λίγες ημέρες μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατεξοχήν εκλογικό για την Ευρώπη, έστω κι αν ο προγραμματισμός και οι προβλέψεις σε εθνικό επίπεδο δεν περιλαμβάνουν τις δύο μεγαλύτερες χώρες της -τη Γερμανία και τη Γαλλία. Εκλογές θα διεξαχθούν, όμως, και σε αυτές τις δύο, μιας και το... κερασάκι στην πολιτική τούρτα του 2019 είναι η «μητέρα» όλων των μαχών: Η ανάδειξη των 705 νέων μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που θα γίνει στο διάστημα 23-26 Μαΐου στα 27 κράτη-μέλη -υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η Βρετανία θα έχει πει το «αντίο» μέχρι τότε και δεν θα αλλάξουν εκ νέου τα δεδομένα που αφορούν στο Brexit.
Η τάση της αποχής
Σιγά δεν έγινε και τίποτα, μια από τα ίδια! Αυτό θα μπορούσε να πει κανείς, ειδικά εάν ανήκει στις τάξεις του 60% περίπου των Ευρωπαίων οι οποίοι είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα τον ερχόμενο Μάιο. Θα μπορούσε δε, προκειμένου να ενισχύσει τα επιχειρήματά του και να αιτιολογήσει την αδιαφορία του, να επικαλεστεί ακόμη και το παρακάτω γνωστό απόφθεγμα που αποδίδεται στην Έμα Γκόλντμαν: «Εάν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν οτιδήποτε, θα ήταν παράνομες».
Σε άλλες περιόδους και «υπό Κανονικές Συνθήκες», όπως συνήθως ονομάζεται η κανονικότητα στις θετικές επιστήμες, η παραπάνω (σ)τάση θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη. Τούτη τη φορά, ωστόσο, ειδικά όσον αφορά στις ευρωεκλογές, τα πράγματα μοιάζουν να είναι διαφορετικά. Και το διακύβευμα πολύ μεγαλύτερο και σημαντικότερο.
Αν δεχτούμε ότι η ΕΕ διαμορφώνει ένα σημαντικό μέρος της ζωής και της καθημερινότητάς μας -κι αυτό είναι γεγονός, είτε ανήκει κανείς στους πιο ένθερμους υποστηρικτές της είτε στους πλέον φανατικούς της αντιπάλους- τότε είμαστε υποχρεωμένοι να μην μείνουμε αδιάφοροι απέναντι στη διαπίστωση ότι η επικείμενη αναμέτρηση έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα σε σύγκριση με τις προηγούμενες. Όχι απλώς δεν συνάδει με το γνωστό «politics as usual» (πολιτική ως συνήθως), αλλά θα αποτυπώσει νέους και ενδεχομένως πρωτόγνωρους για πολλούς συσχετισμούς, ενώ θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την επόμενη ημέρα για το εγχείρημα της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» -κατά συνέπεια, και για την καθημερινή μας ζωή.
Μετά την κρίση
Ουσιαστικά, αυτό είναι αναμενόμενο. Η Ευρώπη βγαίνει από μια δεκαετία βαθιάς κρίσης σε όλα τα επίπεδα, που κλόνισε κυβερνήσεις, χώρες, θεσμούς και τα πάσης φύσης «κοινωνικά συμβόλαια» του παρελθόντος. Αναζητεί τον δρόμο της στον νέο, πιο ανταγωνιστικό και άγριο κόσμο που διαμορφώνεται, δίχως μάλιστα να έχει την πολυτέλεια του χρόνου, μιας και η επόμενη κρίση βρίσκεται, για πολλούς, προ των πυλών.
Απέναντι στους ψηφοφόρους, υπάρχουν επιλογές οι οποίες έχουν διακριτές διαφορές, έστω και στα σημεία. Έτσι, οι εκπρόσωποι των παραδοσιακών πολιτικών στρατοπέδων, κυρίως Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Σοσιαλιστών, αλλά και Φιλελευθέρων (μπολιασμένων, πλέον, με τον «μακρονισμό»), επιχειρούν να απαντήσουν με ένα άλμα προς τα εμπρός, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα καταφέρουν να το κάνουν όλοι οι νυν εταίροι.
Από την πλευρά του, το ρεύμα της λαϊκιστικής, ευρωσκεπτικιστικής Ακροδεξιάς, του Σαλβίνι, της Λεπέν, της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, ενδεχομένως και το Πολωνού Κατσίνσκι, «φουσκωμένο» από τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του σε εθνικό επίπεδο, βάζει ψηλά τον πήχη και διεκδικεί ακόμη και να γίνει η δεύτερη δύναμη στη νέα Ευρωβουλή. Για να το πετύχει δε, προσπαθεί να παντρέψει θέσεις που θεωρητικά (όχι όμως και πρακτικά, όπως αποδεικνύεται) είναι ασύμβατες, όπως η ξενοφοβία και ο φιλεργατισμός -«οι ευρωεκλογές θα είναι ένα δημοψήφισμα ανάμεσα στην Ευρώπη των ελίτ, των τραπεζών, των χρηματιστηρίων, της μετανάστευσης και της αβέβαιης εργασίας με την Ευρώπη των πολιτών και της εργασίας», είχε πει πρόσφατα ο ηγέτης της Λίγκας του Βορρά.
Η δε παραδοσιακή Αριστερά, στο μεγαλύτερο τμήμα της, συνεχίζει να ταλανίζεται από την κρίση ταυτότητας που της κληροδότησε η ένταξή της στα ευρωπαϊκά... σαλόνια και η γλύκα της εξουσίας. Έτσι, όμως, σε συνδυασμό και με την αδυναμία της να αντιληφθεί τις νέες προκλήσεις και να σηκώσει το γάντι, αφήνει όλο το πεδίο ελεύθερο στην Ακροδεξιά να αλωνίζει.
Υπό το παραπάνω πρίσμα και καθώς οι όποιες εναλλακτικές απαντήσεις και λύσεις δεν μοιάζουν (ακόμη, τουλάχιστον) ικανές να σαγηνεύσουν και να πείσουν, είναι μάλλον δικαιολογημένη η στροφή των ψηφοφόρων και ειδικά των νέων προς την αποχή ή την ευκαιριακή ψήφο διαμαρτυρίας. Κι αυτό, με τη σειρά του, οξύνει το πρόβλημα και εγκλωβίζει την Ευρώπη, την ΕΕ και την ευρωζώνη, σε ένα επικίνδυνο φαύλο κύκλο.
AP Photo/Jean-Francois Badias