Η Κοινή Δήλωση της Τρίτης ανάμεσα σε Ελλάδα, Κύπρο και Αίγυπτο είναι μια αφορμή για «διαβάσουμε» την ελληνική εξωτερική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο και να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους η ελληνική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή είναι σημαντική και απαραίτητη. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να επισημάνουμε δύο δεδομένα.
Πρώτον, το παράνομο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο για τις θαλάσσιες ζώνες αφύπνισε την ελληνική διπλωματία και έχει οδηγήσει την Αθήνα σε μια αλυσίδα επιτυχημένων πρωτοβουλιών, που αναβαθμίζουν την Ελλάδα γεωπολιτικά και συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός ανασυγκροτημένου μετα-μνημονιακού διεθνούς προφίλ για τη χώρα μας.
Δεύτερον, φαίνεται ότι το πολιτικό κεφάλαιο που έχει απομείνει στον Ερντογάν απέναντι στη Δύση στερεύει και δημιουργούνται συνθήκες ασφυξίας τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στη διεθνή της παρουσία.
Η ΕΕ πλέον αντιλαμβάνεται την περαιτέρω συνεργασία με την Τουρκία με αναλογικό και αναστρέψιμο τρόπο. Το Παρίσι αυξάνει την πίεση στην Άγκυρα, καθώς αυτό βολεύει την πολιτική ατζέντα του Προέδρου Μακρόν ενόψει της ανάληψης της Προεδρίας της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2022 και των γαλλικών προεδρικών εκλογών, ενώ παράλληλα προωθεί τα γαλλικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επιπλέον, η μετα-Μέρκελ εποχή οδηγεί το Βερολίνο σε ένα «διάλειμμα» ρόλου στην ευρασιατική πολιτική σκακιέρα και επομένως στερεί την Άγκυρα, έστω και πρόσκαιρα, από ένα ισχυρό έρεισμα που της έχει προσφέρει πολιτικό χρόνο και ανοχή. Η δε Ουάσιγκτον στη μετα-Τράμπ εποχή κρατά την Άγκυρα στον πάγο, και σχεδιάζει χωρίς αυτήν τη διαμόρφωση των συσχετισμών ισχύος στη Μέση Ανατολή, καθώς μετατοπίζει το ενδιαφέρον της στην Κίνα και τη λεκάνη του Ειρηνικού.
Με άλλα λόγια, φαίνεται πως η σελίδα γυρίζει και από την εποχή των καρότων περνάμε στο μαστίγιο. Φυσικά, όταν μιλάμε για μαστίγιο, δεν υπονοούμε τα ανυπόστατα αφηγήματα για διάλυση της Τουρκίας ή τη μετατροπή της σε «προτεκτοράτο» της Δύσης.
Το μαστίγιο συνεπάγεται μορφές ήπιου εξαναγκασμού που ενδέχεται να περιλαμβάνει άσκηση οικονομικής πίεσης, όπως η διολίσθηση της αξίας της τουρκικής λίρας ή και υβριδικές μορφές πίεσης, όπως η ανακοίνωση των δέκα πρεσβευτών δυτικών κρατών στην Άγκυρα σχετικά με τη συνεχιζόμενη κράτηση του τούρκου επιχειρηματία Οσμάν Καβαλά και την ανάγκη σεβασμού του κράτους δικαίου.
Συνεπώς, η πολιτική του μαστίγιου αποσκοπεί στην επαναφορά της τουρκικής πολιτικής τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στις διεθνείς της σχέσεις στο φιλοδυτικό στρατόπεδο με τις ελάχιστες, τουλάχιστον, προϋποθέσεις αναφορικά με τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και το κράτος δικαίου.
Η επόμενη μέρα της Τουρκίας χωρίς τον Ερντογάν, όποτε αυτή προκύψει, θα είναι μια κρίσιμη καμπή, που θα μεταστρέψει τις πολιτικές της επιφυλακτικής και τιμωρητικής Δύσης του μαστίγιου σε πολύ πιο ήπιες ή και ευνοϊκές επιλογές απέναντι στην Άγκυρα, ακόμη και με μία τουρκική κοινή γνώμη που θα έχει εθιστεί σε αντι-δυτικές απόψεις και εκδηλώσεις.
Αυτό το σενάριο, επιβάλλει στην ελληνική διπλωματία να συνεχίσει να κινείται μεθοδικά και γρήγορα, ώστε οι πολυμερείς συνεργασίες με τις γειτονικές αραβικές και βαλκανικές χώρες να μετατραπούν σε θεσμικά σχήματα που θα στηρίζονται σε στέρεες κοινότητες αξιών και συμφερόντων.
Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να κατοχυρώσει τα συμφέροντά της στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, ενώ η μετα-ερντογανική Τουρκία θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί στα δεδομένα που θα έχουν διαμορφώσει τα κράτη που συμβάλλουν στη σταθερότητα και την ασφάλεια, όσο εκείνη εξακολουθεί να ενεργεί ως επίμονος ταραξίας.
Η επόμενη μέρα μετά την εποχή Ερντογάν θα εστιάσει στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών, και η Αθήνα πρέπει να συνεχίσει να προετοιμάζεται, ώστε τα ζητήματα που είναι εθνικά, και συνεπώς ζωτικής σημασίας, να επιλυθούν θεσμικά, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, και με τους εταίρους και συμμάχους μας στην ίδια πλευρά του τραπεζιού με εμάς χωρίς διατυπώσεις με αστερίσκους και δημιουργική ασάφεια.
*Ο Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ