CNN: Γιατί ο Μπάιντεν δεν μπορεί να γυρίσει την πλάτη στον Ερντογάν
P Photo/Susan Walsh
P Photo/Susan Walsh

CNN: Γιατί ο Μπάιντεν δεν μπορεί να γυρίσει την πλάτη στον Ερντογάν

H διαφαινόμενη πορεία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προς παραμονή στην εξουσία σε μία αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση αποτελεί την τελευταία ανατροπή στο κεφάλαιο της ιστορίας που αφορά στους αυταρχικούς ηγέτες που καλείται να διαχειριστεί επί προεδρίας του ο Τζο Μπάιντεν, επισημαίνει σε εκτενή ανάλυση ο Στίβεν Κόλινσον του CNN και εξηγεί με ρεαλιστικούς όρους γιατί η «μοίρα» του Ερντογάν έχει σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μιλώντας ταυτόχρονα για τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ή ίδια η αμερικανική Δημοκρατία.

To πολιτικό μέλλον του Ερντογάν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο για τη Δημοκρατία στην Τουρκία, την οποία έχει προσπαθήσει σταθερά να αποδυναμώσει, αλλά και για την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Μολονότι η Τουρκία είναι σύμμαχος του ΝΑΤΟ, ο Ερντογάν έχει συχνά απογοητεύσει την Ουάσιγκτον, και όχι μόνο με τη στάση που τηρεί έναντι της Ρωσίας και την επαναπροσέγγιση που δείχνει να επιχειρείται με το καθεστώς Άσαντ στη Συρία.

Ο Τούρκος πρόεδρος έχει αποτελέσει «γρίφο» για διαδοχικούς προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο τελευταίο «επεισόδιο», η… ευγένειά του έναντι του έτερου «ισχυρού άνδρα» Βλαντιμίρ Πούτιν έχει εξοργίσει την Ουάσινγκτον, καθώς επιχειρεί να διασφαλίσει την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας μετά την απρόκλητη ρωσική εισβολή που μετρά ήδη πάνω από έναν χρόνο.

Όλη η μέχρι στιγμής προεδρική θητεία του Τζο Μπάιντεν έχει «κυλίσει» υπό τη σκιά των κινήσεων απολυταρχικών ηγετών και επίδοξων μιμητών τους, καθώς και επιθέσεων κατά της Δημοκρατίας -στο εξωτερικό, και το πιο αξιοσημείωτο στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Η κληρονομιά που θα αφήσει ο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο θα καθοριστεί από την «αναμέτρησή» του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και την αναζωογόνηση της διατλαντικής συμμαχίας για τη στήριξη της δημοκρατίας στην Ουκρανία μέσω δισεκατομμυρίων δολαρίων σε οικονομική βοήθεια και στήριξη σε οπλισμό.

Η πιο σημαντική πρόκληση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η αμερικανική εξωτερική πολιτική -η άνοδος μιας πιο ισχυρής και εθνικιστικής Κίνας- γίνεται όλο και μεγαλύτερη υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ, του πλέον επιθετικού προέδρου της εδώ και δεκαετίες, ο οποίος «προσφέρει» ένα εναλλακτικό πολιτικό μοντέλο απέναντι στη δυτική δημοκρατία και προκαλεί όλο και περισσότερο τα παγκόσμια συμφέροντα των ΗΠΑ.

Κανένας όμως από αυτούς τους ηγέτες όμως δεν συνιστά υπαρξιακή απειλή για τη Δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών. Για πρώτη φορά εδώ και γενιές, αυτός ο κίνδυνος προέρχεται εκ των έσω, επισημαίνει ο Στίβεν Κόλινσον.

Στην πρόσφατη συνέντευξή του στο CNN, που δόθηκε στο δημαρχείο του Νιου Χάμσαϊρ ενώπιον εκατοντάδων ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικανών, ο τέως πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και επικρατέστερος για το χρίσμα στην κάλπη του 2024, έδειξε εκ νέου βαθιά περιφρόνηση για τη Δημοκρατία, εμμένοντας στους ψευδείς ισχυρισμούς ότι εκείνος ήταν ο νικητής των εκλογών του 2020, ενώ υποβάθμισε το τι πραγματικά συνέβη όταν υποστηρικτές του εισέβαλαν στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου 2021.

Ο Τραμπ έχει δώσει το «σήμα» πως σε περίπτωση επανεκλογής του η αμερικανική διπλωματία θα επέστρεφε στις ημέρες που ο ίδιος απολάμβανε να συνδιαλέγεται με ηγέτες, όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Σι Τζινπίνγκ και ο πρόεδρος της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν. Στο Νιου Χάμσαϊρ, ενδεικτικά, αρνήθηκε να δηλώσει καθαρά εάν θα ήθελε η δημοκρατική Ουκρανία ή η Ρωσία να κερδίσουν τον πόλεμο. Στις πολιτικές του συγκεντρώσεις, εν τω μεταξύ, ο Τραμπ υποσχέθηκε στους υποστηρικτές του ότι θα «κατεδάφιζε» τους θεσμούς και ένα ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα που επιδιώκει να τον καταστήσει υπόλογο σε πολλαπλές ποινικές έρευνες.

Και την περασμένη εβδομάδα, εν μέσω μιας κρίσης στα σύνορα, ορκίστηκε να πραγματοποιήσει τις μαζικότερες απελάσεις μεταναστών στην Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεδομένου του βαθμού υποστήριξης που απολαμβάνει ο Τραμπ στην κούρσα για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα και όπως προκύπτει από συνεντεύξεις με ψηφοφόρους του, είναι ξεκάθαρο ότι οι αυθαίρετες δηλώσεις που κλίνουν προς τον αυταρχισμό βρίσκουν απήχηση μεταξύ των υποστηρικτών του, οι οποίοι περιφρονούν εδώ και καιρό τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Μάχη μεταξύ Δημοκρατίας και αυταρχισμού

Η προάσπιση της Δημοκρατίας και της ελευθερίας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της εκστρατείας επανεκλογής του Τζο Μπάιντεν. «Είναι ακόμα μια μάχη για την ψυχή του έθνους», αναφέρει καθ’ οδόν προς τις προεδρικές εκλογές του 2024, και πολλές από τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει στο εσωτερικό στοχεύουν στο να αποδείξουν σε ψηφοφόρους που έλκονται από τη ρητορική Τραμπ ότι η Δημοκρατία λειτουργεί και έχει πολλά να προσφέρει.

Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει πολλάκις μιλήσει για τον αγώνα να διασφαλιστεί η Δημοκρατία διεθνώς. Υπό αυτό το πρίσμα, μία ενδεχόμενη ήττα Ερντογάν θα ερχόταν να απομακρύνει έναν ηγέτη που έχει εργαστεί για δύο δεκαετίες για να αποδυναμώσει την επιρροή των δημοκρατικών θεσμών στην Τουρκία -δικαιοσύνη, μέσα ενημέρωσης και κέντρα της οικονομίας. Κερδίζοντας μία νέα θητεία πιθανότατα θα περιόριζε περαιτέρω τις ελευθερίες, ενώ θα συνέχιζε να απογοητεύει τους ηγέτες της Δύσης.

Τους τελευταίους μήνες, ο Ερντογάν εμπόδισε την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ αφότου οι δύο χώρες αποφάσισαν να ενταχθούν στη Συμμαχία υπό το φως της εισβολής του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία. Απαίτησε την καταστολή των Κούρδων εξόριστων στις δύο σκανδιναβικές χώρες, τους οποίους θεωρεί «τρομοκράτες». Τελικά ήρε το βέτο για την ένταξη της Φινλανδίας, αλλά εξακολουθεί να εμποδίζει την ένταξη της Σουηδίας. Η κίνηση ήταν ένα κλασικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Ερντογάν προωθεί τα δικά του -και κατ' όνομα τα συμφέροντα της Τουρκίας-, ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες δομές Συμμαχίας και γιατί ο ίδιος αποτελεί εδώ και καιρό «πονοκέφαλο» για τη Δύση.

Κατά την προεκλογική εκστρατεία στην Τουρκία, ο υποψήφιος της αντιπολιτευόμενης Συμμαχίας του Έθνους, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, μιλούσε με παρόμοιους όρους για την ανάγκη διατήρησης της Δημοκρατίας, όπως ο Μπάιντεν στις ΗΠΑ. Η εστίαση της ρητορικής τους ήταν ακόμη ένα σημάδι για το πώς έχουν αλλάξει τα πράγματα -οι Ηνωμένες Πολιτείες, επί μακρόν θεματοφύλακας των δημοκρατιών στο εξωτερικό, αντιμετωπίζουν τώρα μερικές από τις ίδιες απειλές για το Κράτος Δικαίου στο εσωτερικό, γράφει ο Κόλινσον.

Ο Τζο Μπάιντεν έκανε, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο του CNN, ένα «δονκιχωτικό» σχόλιο για τις εκλογές της Τουρκίας όταν συνάντησε μια ομάδα δημοσιογράφων την Κυριακή κατά τη διάρκεια βόλτας που έκανε με ποδήλατο στο Ντέλαγουερ, λέγοντας: «Ελπίζω ότι όποιος κερδίσει, θα κερδίσει. Υπάρχουν αρκετά προβλήματα σε αυτό το μέρος του κόσμου».

Το κλασικό δίλημμα της εξωτερικής πολιτικής

Το ζητούμενο Μπάιντεν για τη διατήρηση της Δημοκρατίας διεθνώς έχει αναζωπυρώσει ένα κλασικό δίλημμα που ανέκαθεν περιέπλεκε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ -τι πρέπει να κάνουν όταν συγκρούονται οι δημοκρατικές αξίες και τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας.

Αυτή η πράξη εξισορρόπησης αποτυπώθηκε με δραματικό τρόπο τα τελευταία χρόνια στην υπόθεση της δολοφονίας του Τζαμάλ Κασόγκι, αρθρογράφου της Washington Post και κατοίκου των ΗΠΑ, στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη το 2018. Εν μέσω παγκόσμιας «θύελλας» επικρίσεων, ο Ντόναλντ Τραμπ αρνήθηκε να διακόψει τις σχέσεις της Ουάσινγκτον με τον ισχυρό άνδρα της Σαουδικής Αραβίας και ντε φάκτο ηγέτη Μοχάμεντ μπιν-Σαλμάν, με το επιχείρημα ότι οι ΗΠΑ και το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας είχαν επικερδείς εμπορικούς δεσμούς -συμπεριλαμβανομένων πωλήσεων όπλων ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Ο Τζο Μπάιντεν, κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2020, ζήτησε να επανεξεταστεί η σχέση των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία, αλλά, ως πρόεδρος επισκέφθηκε το βασίλειο πέρυσι και κατόπιν ήλθε σε σύγκρουση με τον πρίγκιπα διάδοχο, ενόσω οι ΗΠΑ καλούσαν τη Σαουδική Αραβία να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου για να μειωθούν οι υψηλές τιμές της βενζίνης, γεγονός που λειτουργούσε επιβαρυντικά για τους Δημοκρατικούς.

Ένα ανάλογο δίλημμα θα μπορούσε να παρουσιαστεί σε μικρότερη κλίμακα σε ένα άλλο βασίλειο, την Ταϊλάνδη, όπου στις εκλογές της Κυριακής προοδευτικά και δημοκρατικά κόμματα κατήλθαν με αίτημα την πλήρη αποκατάσταση της δημοκρατίας έπειτα από χρόνια διακυβέρνησης υπό την επιρροή του στρατού και των στρατηγών της χώρας. Οποιαδήποτε προσπάθεια του συντηρητικού κατεστημένου να αποκρούσει μία ήττα θα ενίσχυε την πίεση προς τις ΗΠΑ να μιλήσουν υπέρ της δημοκρατικής μεταρρύθμισης. Αλλά κάτι τέτοιο θα κινδύνευε να ωθήσει την Ταϊλάνδη -έναν μακροχρόνιο σύμμαχο των ΗΠΑ που ήταν ιδιαίτερα κρίσιμος για την Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ- προς την Κίνα, σε μια κίνηση που θα αποδυνάμωνε την επιρροή των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ασία σε μια περίοδο εντάσεων.

Τέτοιοι υπολογισμοί καταδεικνύουν ότι η υποστήριξη της Δημοκρατίας -παρόλο που είναι ενσωματωμένη στο DNA των Ηνωμένων Πολιτειών- είναι συχνά περίπλοκοι όταν εμπλέκονται ευρύτερα γεωπολιτικά ζητήματα. Και δίνουν την απάντηση γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν απλά να αγνοήσουν ή να απορρίψουν έναν ισχυρό άνδρα σε περιφερειακό επίπεδο όπως ο Ερντογάν, ακόμα και αν αναδειχθεί νικητής σε εκλογές όπου θα μπορούσαν να έχουν σημειωθεί παρατυπίες, καταλήγει ο αρθρογράφος του αμερικανικού δικτύου.

Διαβάστε επίσης:

Η επικράτηση Ερντογάν, αρνητική για την Ελλάδα 

Το εθνικιστικό - ισλαμιστικό ιδεολόγημα που έδωσε τη νίκη στον Ερντογάν

Ο Ερντογανισμός και οι δυτικές αυταπάτες

Ερντογάν: Ελπίζουμε σε ιστορική νίκη στο δεύτερο γύρο

​Τουρκία: Η ακροβασία μεταξύ Ανατολής - Δύσης συνεχίζεται

Πώς άλλαξε η Τουρκία σε δύο δεκαετίες Ερντογάν - Τα ορόσημα