Μπήκε η Ανοιξη και οι ιταλικές ομάδες βγήκαν από το Champions League. Στην Ιντερ που είχε ήδη πει «αντίο» από την φάση των ομίλων, προστέθηκαν η Γιουβέντους που αποκλείστηκε από την Πόρτο, η Αταλάντα από τη Ρεάλ Μαδρίτης και η Λάτσιο από τη Μπάγερν Μονάχου. Οι δύο τελευταίες σε κανένα σημείο των δύο αγώνων δεν φάνηκαν ικανές να κοιτάξουν στα μάτια τα μεγαθήρια που αντιμετώπισαν.
Αυτό που μένει από τη νέα αποτυχία ως συμπέρασμα είναι πως κάτι πάει... στραβά με το ιταλικό ποδόσφαιρο που δεν έχει κατακτήσει το τρόπαιο από το 2010 όταν το πήρε η Ιντερ με τον Ζοσέ Μουρίνιο στον πάγκο και μια πολύ καλή ομάδα στον αγωνιστικό χώρο. Εντεκα χρόνια μετά και οι «νερατζούρι» εμφανίστηκαν προβληματικοί στους ομίλους, σαν να μην τους ένοιαζε – ο αποκλεισμός ως έναν βαθμό τους βοήθησε ώστε ν' αφοσιωθούν στο πρωτάθλημα, το οποίο κρατούν με το ένα χέρι.
Η Ιντερ, όμως, είχε τη... δικαιολογία. Δεν έχει το ρόστερ για να παλέψει για τον τίτλο οπότε ήταν χαμένος χρόνος, αν και παράλληλα χάθηκε και χρήμα που τώρα μάλλον της είναι απαραίτητο δεδομένων των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η διοίκησή της. Οι υπόλοιπες, όμως; Οι Ιταλοί εμμένουν στη θεωρία πως οι διαιτητές στην Ευρώπη τους έχουν «βάλει στο μάτι», αλλά αυτό είναι επιφανειακό. Εκτιμούν πως υπάρχει διαφορά ποιότητας των παικτών που απορρέει από την οικονομική δυνατότητα των συλλόγων τους και από την άλλη πρόβλημα στην προσέγγιση και στην τεχνική. Βλέπουν πως οι κορυφαίες ομάδες τρέχουν περισσότερο και χειρίζονται τη μπάλα καλύτερα.
Η ηλικία θεωρούν πως είναι πρόβλημα: γκολ των 35+ στην Serie A: 54! Στην Premier League: τρία. Στη Bundesliga: ένα. Γκολ των Κ-20 στη Bundesliga: 29, στην LaLiga: 15. Στην Ιταλία; Μόλις τέσσερα. Το πρωτάθλημά τους έχει είναι η λίγκα του Κριστιάνο Ρονάλντο, του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς και του Εντιν Τζέκο, ενώ το Champions League εξελίσσεται σε πεδίο δράσης του Κιλιάν Εμπαπέ και του Ερλινγκ Χάαλαντ, 22 και 20 ετών, αντίστοιχα.
Ωστόσο, μεγάλοι σε ηλικία παίκτες κάνουν τη διαφορά στη Ρεάλ Μαδρίτης και παίζουν καθοριστικό ρόλο και στη Μπάγερν Μονάχου. Δεν είναι αποκλειστικό πως φταίνε αυτοί οι ποδοσφαιριστές. Απλά στην Ευρώπη όπου οι ομάδες παίζουν με μεγαλύτερη ένταση και ρυθμό, φαίνεται περισσότερο η έλλειψη έντασης και ρυθμού στο ιταλικό πρωτάθλημα, όπου συχνά υπάρχουν ματς με ουσιαστικά «καθαρό» χρόνο παιχνιδιού ένα ημίχρονο. Το άλλο το περνούν σε διαμαρτυρίες, φάουλ, επαναφορές της μπάλας, αλλαγές και πάσης φύσεως καθυστερήσεις...
Οι προπονητές που προσπάθησαν να παρουσιάσουν ομάδες που να πηγαίνουν κόντρα στην ιταλική κουλτούρα, δεν στέριωσαν στους πάγκους των μεγάλων. Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι (Αταλάντα) πέρασε και δεν ακούμπησε από την Ιντερ. Τον Μαουρίτσιο Σάρι τον έδιωξαν από τη Γιουβέντους σ' ένα χρόνο. Ο Κάρλο Αντσελότι παρά την τεράστια επιτυχία του στη Μίλαν δεν εργάζεται στην Ιταλία από το 2009. Αντίθετα, η συνταγή του Μασιμιλιάνο Αλέγκρι που έπιασε στη Γιούβε με την οποία έφτασε σε δύο τελικούς, όπου έχασε εύκολα από τη Μπαρτσελόνα (3-1 το 2015) και από τη Ρεάλ Μαδρίτης (4-1, το 2017) θεωρήθηκε ελάχιστα θεαματική εξ ου και η στροφή των «μπιανκονέρι» πρώτα στον Σάρι και τώρα στον Αντρέα Πίρλο.
Ποιες, όμως, είναι οι λύσεις; Το πρώτο βήμα έγινε από το κράτος που πριν την πανδημία μείωσε σημαντικά τη φορολόγηση των καινούριων παικτών από το εξωτερικό. Ετσι, οι ιταλικές ομάδες κατάφεραν να ενισχυθούν με παίκτες που στο παρελθόν δεν θα μπορούσαν να πάρουν: τον Κριστιάνο Ρονάλντο, τον Ματάις ντε Λιχτ, τον Ρομέλου Λουκάκου και άλλους.
Το δεύτερο βήμα προσπαθεί να το κάνει τώρα η λίγκα βάζοντας στο... κόλπο επενδυτικά fund που θα ενισχύσουν οικονομικά το πρωτάθλημα. Βέβαια, η διαδικασία δεν είναι εύκολη και πολλές ομάδες αμφιβάλλουν αν θα βοηθήσει και τη μπλοκάρουν. Το τρίτο βήμα είναι η ολοκλήρωση της πώλησης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων μέχρι το τέλος του Μαρτίου – ούτε γι' αυτό υπάρχει συμφωνία μεταξύ των κλαμπ επί του παρόντος.