Σαν τις γιορτές που σπάνε τη μονοτονία και το βάρος της καθημερινότητας, αυτού του ολόισιου, ανάστροφα κυλιόμενου δρόμου που δεν οδηγεί πουθενά έτσι και δεν τρέχεις γρηγορότερα από αυτόν —κι ας αλλάζουν τα πάντα ολόγυρα, καθώς οπωσδήποτε η μεγάλη μηχανή του κόσμου εργάζεται αδιάκοπα—, οι μη ιδιωτικές στιγμές που ξεχωρίζουν ανάμεσα στις άλλες, όπως για παράδειγμα η ευτυχής χθεσινή εκλογή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, μας κάνουν να ξεχνάμε για λίγο, ή να παραβλέπουμε, όλη την κατά τα άλλα προσφιλή μας μιζέρια, το πραγματικό πατρόν της κοινωνικής ύπαρξης· εξ ου και τις τιμούμε ξεχωριστά, και νιώθουμε —δικαίως— ευγνώμονες απέναντί τους. Μολονότι γρήγορα τις συνηθίζουμε και τις ξεχνούμε, γιατί έτσι πάνε αυτά, χρειαζόμαστε τέτοιες ενέσεις ταπεινής μεγαλοπρέπειας και αριστοκρατικής μειλιχιότητας, όπως χρειάζεται ο κινηματογράφος το μοντάζ ή ο ουρανίσκος κάτι γλυκό, τα βράδια. Αλλιώς δεν βγαίνει η μέρα.
Τώρα, αν και είχα σκοπό να γράψω ακριβώς για τη γυναίκα αυτή, για κάποιον λόγο δεν βρίσκω τα λόγια —μπορεί πάντα να φταίει η κούραση, ή κάτι τέτοιο· δεν ξέρω— και, ίσα-ίσα, ξεπηδά συνέχεια μέσα μου η εικόνα μιας άλλης γυναίκας, μιας γυναίκας που μέναμε μαζί πολλά χρόνια πριν, σε ένα μικρό διαμέρισμα κοντά σε κάποιο σταυροδρόμι της Μπότσαρη, σε ένα δυάρι που έβλεπε πίσω, στην πρασιά. Είχε ένα μπαλκόνι εκεί στον ακάλυπτο, τόσο στενό που αν πήγαινες στην άκρη του δεν μπορούσες να στρίψεις για να γυρίσεις: έπρεπε να επιστρέψεις περπατώντας ανάποδα. Μπορεί, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, να φταίει που κάνουμε όλοι λόγο για το φύλο της Προέδρου, καθώς αυτό είναι πιο σημαντικό, πιο βαρύ, και από τον ίδιο τον θεσμό. Ενδεχομένως άλλοι (άλλοι άντρες, θέλω να πω), επ’ ευκαιρία της εκλογής να σκέφτονται άλλες γυναίκες. Δεν θα ήταν περίεργο.
Λοιπόν, ήταν το έμπα της σημαδιακής δεκαετίας τού ’80, κι ας μην καταλαβαίναμε τότε ότι θα ήταν σημαδιακή, και έβρεχε πολύ εκείνο τον χειμώνα. Θα το θυμάστε. Και βέβαια ήταν μια δύσκολη εποχή όπως όλες οι εποχές. Παρατηρούσε πάντως κανείς μια συγκεκριμένη τάση που επικρατούσε, κάτι σαν μια μισοτεντωμένη χορδή τόξου, κάτι που έκανε τους ανθρώπους να έχουν την ανάγκη να πετάξουν κάτω τα καπέλα των περαστικών, να θέλουν κάτι παραπάνω, ή να λαχταρούν κάτι άλλο, δεν ήξερα τι —ούτε εκείνη το ήξερε—, ή και να το απαιτούν. Και εξακολουθούσε να βρέχει όλο τον χειμώνα. Δεν έκανε κρύο, όμως έβρεχε συνέχεια. Από την άλλη, δεν ήταν να πεις που έβρεχε πολύ, με ένταση, αλλά έριχνε συνέχεια ένα ψιλόβροχο, μέρα-νύχτα, τέτοιο που πιστωνόταν πάνω στις ώρες και στα λεπτά σαν μόνιμη κατασκευή του χρόνου. Εν πάση περιπτώσει, καθώς ήμασταν λίγο ανάποδοι και πεισματάρηδες και οι δυο, είχαμε αρνηθεί εκείνη την τάση που είπα πριν και δεν συμμετείχαμε στη γενική φούρια· βρεχόμασταν από τη βροχή εξίσου με τους υπολοίπους, αλλά δεν ακούγαμε εκείνο το υπόκωφο παράγγελμα που συνέπαιρνε το σοφό πλήθος.
Απέναντί μας, σε εκείνο το σταυροδρόμι, ήταν ένα βενζινάδικο που λειτουργούσε όλο το βράδυ. Μπορεί να άξιζε ή να μην άξιζε να το σχεδιάσει ο Χόπερ, ιδέα δεν έχω —πιθανώς όχι—, όμως εμάς μάς βόλευε και με το παραπάνω γιατί είχε στη γωνία πίσω από τις αντλίες έναν αυτόματο πωλητή ροφημάτων με την επιγραφή Ζεστά Ποτά επάνω του, και γιατί εκείνη τη μεταιχμιακή, δυσδιάκριτη ώρα, που είτε είναι να πας για ύπνο είτε να σηκωθείς για δουλειά, το επισκεπτόμασταν οι δυο μας πάντα, κάθε χάραμα —και τι άλλο να κάναμε στο βενζινάδικο· κανείς μας ποτέ δεν θα αποκτούσε αυτοκίνητο στη ζωή του, και το ξέραμε από τότε— για να πάρουμε καφέ. Τα λεφτά μας κάθε μέρα δεν έφταναν για να αγοράσουμε ένα κουτί νεσκαφέ και καμινέτο. Την πρώτη γουλιά που έσπαγε τον αφρό την πίναμε επιτόπου, και ίσως ακόμη μία ή δύο. Όχι πολύ μεγάλες όμως, για να μην τελειώσει γρήγορα. Και μετά επιστρέφαμε στο σπίτι, κρατώντας με προσοχή τα πλαστικά ποτηράκια, γιατί έκαιγαν. Και αφήνοντας στα κρυφά ο ένας από τον άλλο να πέσουν μέσα λίγες σταγόνες από τη βροχή, για να φτουρήσει ο καφές.
Αυτά θυμήθηκα χθες λίγο που είδα την ψηφοφορία και τις δηλώσεις, και την κουβέντα για τις γυναίκες. Το έμπα της σημαδιακής δεκαετίας τού ’80, το διανυκτερεύον βενζινάδικο σε εκείνο το σταυροδρόμι της Μπότσαρη, τον αυτόματο πωλητή με τα ζεστά ποτά, την ατέλειωτη βροχή, και την αδελφή μου.