Το πρώτο τηλεφώνημα της ημέρας με τον λογιστή μου, κατέληξε στο «ξέρεις κανένα φίλο των παιδιών σου, που να θέλει να δουλέψει, γιατί ψάχνω βοηθό λογιστή και δεν βρίσκω». Στο δεύτερο τηλεφώνημα της ημέρας γνωστός μελετητής, μου ανέφερε ότι χρησιμοποιεί διαδικτυακά σαν βοηθούς, πολιτικούς μηχανικούς από την Εσθονία και τη Νιγηρία, διότι δεν βρίσκει Έλληνες.
Στην πρωτογενή παραγωγή, δεν υπάρχουν διαθέσιμα χέρια, με τα ημερομίσθια να έχουν υπερβεί τα 50 ευρώ. Στην κατασκευές δεν υπάρχουν εργάτες. Τα διαθέσιμα συνεργεία ηλεκτρολόγων, υδραυλικών και άλλων τεχνιτών, είναι είδος εν ανεπαρκεία. Στα νησιά είναι αδύνατον να βρεθούν επαγγελματίες υπάλληλοι στο χώρο της εστίασης και των ξενοδοχειακών υπηρεσιών. Στα νησιά επίσης έχουν εξαφανιστεί οι πετράδες και οι κτίστες, αφού οι περισσότεροι - Αλβανικής καταγωγής - είτε έχουν μεταναστεύσει στη Γερμανία, είτε έχουν ανοίξει δικές τους δουλειές.
Ο βιομηχανικός κλάδος αναζητά να καλύψει ματαίως περίπου 300 χιλιάδες θέσεις απασχόλησης. Ο κλάδος της πληροφορικής αναζητά με ακόρεστο τρόπο, νέους από τον χώρο των ψηφιακών τεχνολογιών, δίχως όμως να υπάρχει ανταπόκριση. Οι αγγελίες για ψηφιακές ειδικότητες και για εξειδικευμένους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Στους κλάδους υπηρεσιών εποχιακής απασχόλησης, όπως είναι τα ξενοδοχεία, τα καταλύματα, καθώς και τα εμπορικά καταστήματα στα νησιά, υπάρχει μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στον αριθμό των θέσεων που προσφέρονται και σε αυτόν που καλύπτονται, με ένα αρνητικό ισοζύγιο που οφείλεται στις χαμηλές αποδοχές, στα απροσδιόριστα ωράρια, στις συνθήκες διαμονής, στα υπερβολικά μισθώματα που ζητούνται από τους ιδιοκτήτες ακινήτων και άλλα. Δημιουργώντας έτσι συνθήκες ασφυξίας, που θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος.
Είναι αυτό τα φαινόμενο, σχετικό με το «Great Resignation», που καταγράφεται στις ΗΠΑ; Δηλαδή, με το κύμα των μαζικών παραιτήσεων και την άρνηση προς εργασία, που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και ειδικότερα μετά από την εξ αποστάσεως απασχόληση. Πιθανόν. Οι γενναίες επιδοματικές πολιτικές κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προσέφεραν κάποια σχετικά ασφάλεια, σε όσους δεν επιθυμούσαν να δουλέψουν, ή σε όσους εργάζονταν σε καθεστώς μαύρων αμοιβών.
Ωστόσο σήμερα, με το κόστος της ζωής να ξεφεύγει από τα πλαίσια που είχαμε συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια, είναι απορίας άξιον, το πώς υπάρχουν νέοι που παραμένουν στο περιθώριο της απασχόλησης, στηριζόμενοι σε επιδόματα, σε οικογενειακά βοηθήματα ή σε άτακτα και έκτακτα μαύρα μεροκάματα.
Διαβάζουμε και ακούμε, ότι οι προσφερόμενοι μισθοί είναι χαμηλοί. Διαβάζουμε και ακούμε, ότι τα ωράρια εργασίας ξεπερνούν το απλό οκτάωρο. Διαβάζουμε και ακούμε, ότι ακόμα και θέσεις ορισμένου χρόνου στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, παραμένουν στα αζήτητα. Διαβάζουμε και ακούμε, ότι ούτε οι μετανάστες δεν εμφανίζονται για να εργασθούν στην ύπαιθρο. Διαβάζουμε και ακούμε, ότι ακόμα και οι εποχικοί εργαζόμενοι, που ερχόντουσαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο συλλογής των φρούτων από τα καρποφόρα δένδρα, έχουν επιλέξει άλλους προορισμούς.
Η ανισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση θέσεων εργασίας, είτε χαμηλής, είτε υψηλής ειδίκευσης, πρέπει να μας προβληματίζει. Και ναι μεν το θέμα των αποδοχών μαζί με το «ευρύτερο εργασιακό περιβάλλον» θα το λύσει το αόρατο χέρι της αγοράς, όμως το θέμα της διάχυτης «επιδοματικής συνείδησης» και της αδιαφορίας για την απόκτηση επιπλέον ικανοτήτων και δεξιοτήτων, αφορά το κράτος. Το κράτος αφορά και το ζήτημα της ενσωμάτωσης των μεταναστών στον παραγωγικό ιστό της χώρας.
Η ανάπτυξη της χώρας απαιτεί περισσότερα μυαλά και περισσότερα χέρια. Αν τα έχουμε, πρέπει να τα αξιοποιήσουμε. Αν δεν τα έχουμε, πρέπει να τα δημιουργήσουμε.